“OI MAYTREES” της Annie Dillard. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 275
“Ίσως έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει κανονική διαδρομή για να βγει κανείς από την αγάπη όπως υπάρχει για να μπει”. “Αν και γνώριζε πόσο έντονα θα της έλειπε οποιοδήποτε μπορεί να εξαφανιζόταν, δεν σκέφτηκε ποτέ να αγαπά λιγότερο”… Η Λού. Μια γυναίκα νεράιδα, ξωτικό, στο μυθιστόρημα της Annie Dillard “Oi Maytrees”.
Ο Τόμπι Μέιτρι την είδε για πρώτη φορά επάνω σε ένα ποδήλατο, στο μεταπολεμικό Προβινστάουν της Μασαχουσέτης. Αμέσως την ερωτεύτηκε, μαγνητισμένος απ’ τη γαλήνη της. Για δεκατέσσερα χρόνια, ζούνε μαζί στους αμμόλοφους. Εκείνος γράφει ποιήματα, αυτή ζωγραφίζει, γεννά έναν γιο, τον Πίτι. Τους βοηθά η μποέμ φίλη της Ντίρι. Μέχρι που ο Τόμπι Μέιτρι θα ερωτευθεί και θα φύγει με την Ντίρι.
Θα ζήσουν άλλη ζωή, κτίζοντας σπίτια, συσσωρεύοντας αντικείμενα, πλούτη και μεταξωτές ρόμπες.
Η Λου, θα μείνει και τα συνεχίσει ακριβώς τα ίδια: βόλτες στους αμμόλοφους, τα καλοκαίρια της στην καλύβα. Τον πρώτο καιρό, θα πονά. Ήσυχα, θεωρώντας “τα δράματα, εσωτερικά και εξωτερικά, τουλάχιστον κακογουστιά”, σιγά- σιγά θα αρχίζει και να ξαναζωγραφίζει.
Μια ιστορία έρωτα και προδοσίας, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί, εάν η συγγραφέας δεν του έστηνε στην συνέχεια μια μικρή παγίδα. Σαν τις παγίδες που μας στήνει η ίδια ζωή, όταν αντικρίζουμε το τραύμα μας, ή τη ρωγμή, σε βάθος χρόνου. Τί είναι μια ιστορία απιστίας μπρος την αιωνιότητα, για μια γυναίκα – ξωτικό όπως η ηρωίδα στην ιστορία; Μέσα σε ένα μήνα η Λου είχε ήδη καταλάβει ότι “αν δεχόταν πως δεν είναι η ίδια το κέντρο του κόσμου, δεν υπήρχε αδικία ή προδοσία… Γιατί να προσβληθεί προσωπικά επειδή δυο άτομα ερωτεύτηκαν; Τί σημασία θα είχαν όλα αυτά μετά από διακόσια χρόνια;”
Και στο μυθιστόρημα, όντως, τα χρόνια περνούν και η Ντίρι πολύ βαριά αρρωσταίνει. Αλλά κι ο Μέιτρι, πηγαίνοντας την στο γιατρό, πέφτει και κατασπάζεται, χτυπά τόσο πολύ που έχει απόλυτη ανάγκη κι αυτός, όπως κι η Ντίρι, από φροντίδα.
Το τελευταίο που θα σκεφτόταν ένας άνθρωπος “λογικός” και “δυτικός” σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η Λου! Κι όμως ήταν η Λου εκείνη που ανέλαβε την φροντίδα. Και δεν αισθανόμαστε καθόλου σαν τον κακό του σινεμά που βγαίνοντας αποκαλύπτει σε εκείνους που μπαίνουν τον δολοφόνο. Διότι σ’ αυτή την ιστορία το πρωτεύον είναι η φύση, οι χαρακτήρες, η γλώσσα, το νόημα, η διαπίστωση, η αναζήτηση, ο θάνατος, η πικρή ή γλυκόπικρη σοφία.
Η ιστορία, λίγο έως πολύ, μέσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, η ίδια: ένας αγάπησε μια και μετά την πρόδωσε και αγάπησε μιαν άλλη.
Το σπάνιο είναι η αγάπη των δυο να μη καταλαγιάζει ποτέ. Το σπανιότερο να νικά η αγάπη, το έλεος, η φιλία.
Το ακόμα σπανιότερο, αυτό που επιτυγχάνει η συγγραφέας: μια σπλαχνική αρχετυπική σύζευξη ζωής, ωραίους έρωτες κι ωραίους θανάτους. Το μωρό του Πίτι να μπουσουλά στο ρημαγμένο κορμί της ετοιμοθάνατης Ντίρι. Τα αστέρια να λάμπουν στον καλοκαιρινό ουρανό πάνω από το νεκροκρέβατο του Μέιτρι. Την ευλογία να ανακαλύπτεις εγκαίρως τα περιττά και περνοδιαβαίνοντας τους αμμόλοφους να συλλαμβάνεις “το νόημα”: “Μπορεί κανείς να κρατήσει στην αντίληψή του όλους τους ανθρώπους του παρελθόντος και του παρόντος; Αναρωτιόταν επιπλέον μήπως το να το κάνεις αυτό ήταν, κατά κάποιο απίθανο ενδεχόμενο, ο σκοπός- για ποιον τελικό λόγο δεν είχε ιδέα. Όχι ότι η ζωή χρειαζόταν σκοπό. Αλλά έπιανε τον εαυτό της να αρχίζει να κλίνει προς το να εξετάσει τελικά το ενδεχόμενο να υπάρχει. Σκοπός. Οποιοσδήποτε σκοπός. Τα βιβλία πρέπει να ξέρουν κάτι”.
Ενδεχομένως και γι’ αυτό από πάντα ο Μέιτρι και η Λου να διάβαζαν σαν μανιακοί. Όπως διαβάζουν και πριν απ’ το τέλος. Μαστορεύουν ράφια και μπαλώνουν τις τρύπες στην καλύβα, διαβάζουν βιβλία ο ένας στον άλλον και ατενίζουν τ’ αστέρια στον ουρανό και τον ωκεανό, περπατούν χωρίς σκέψεις βαρύγδουπες στους αμμόλοφους μέχρι το τέλος.
Ο επίλογος, θα γραφτεί “φυσικά”, με στοργή, έξω στην ανοιχτή φύση, κάτω απ’ τα αστέρια. Διότι παρά τα “υπέρτατα ερωτήματα” και τα “υπαρξιακά μυστικά”, μοιάζει η Λου να έχει αποδεχθεί ότι “οι πάπιες δεν μπορούν να πετάξουν, απλώς κάνουν τεράστια άλματα”. Και πως, όλα μπορεί και να είναι όπως πολύ νεαρή είχε υποπτευθεί, όταν του ζητούσε να υποκριθούν τους γέρους. “Ότι είναι όλα ένα μεγάλο αστείο”. Και “ότι μπορείς να πεθάνεις από τα γέλια”. Αφού “θα πεθάνεις έτσι ή αλλιώς”.
Ζωές ανθρώπων στους αμμόλοφους, λοιπόν, σαν παγανιστική τελετή, χορευτική τελετουργία. Με τη φύση πανταχού παρούσα να θεραπεύει, να καθορίζει αποκαλυπτική, να κάνει το νόημα τόσο απτό κι απλό, σε ένα βαθύτατα υπαρξιακό, ποιητικό, ατμοσφαιρικό, μυθιστόρημα.
Με αξιολάτρευτους ήρωες. Είτε για την τεράστια και ελεήμονα Λου μιλάμε, είτε για τον Μέιτρι που αναζητά στη ζωή ό,τι στο ποίημα: τον αιώνιο έρωτα που ξαναβρίσκει στα άστρα και στην αγάπη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι “η αγάπη που διαρκεί είναι μια πράξη θέλησης”. Και πώς όλα, και τα πιο δύσκολα “είναι μέρος της ζωής”, όπως κάποτε εκείνο το ναυάγιο που ανήμπορος παρακολούθησε παιδί ο Μέιτρι. Μπορεί όλα να κρύβονταν σε εκείνο το παλιό βιβλίο των Μάγια:
“Τα πρώτα όντα απηύθυναν ευχαριστίες στους θεούς:Μπορώ να βλέπω το πρόσωπό Σου κάτω από τον ουρανό, “το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου”, λίγο είναι; Μια ερωτική ιστορία με θείο έρωτα ζωής και για την ζωή την ίδια, σχεδόν θεολογικής σημασίας.
Αληθινά τώρα, διπλές ευχαριστίες, τριπλές ευχαριστείς
που σχημαστήκαμε. Μας δόθηκαν
τα στόματά μας, τα πρόσωπά μας.
Μιλάμε, ακούμε, αναρωτιόμαστε,
κινούμαστε… κάτω από τον ουρανό”.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Annie Dillard έχει γράψει έντεκα βιβλία, ανάμεσά τους και τα απομνημονεύματα των γονιών της, “ An American Childhood”, το έπος των πιονιέρων των βορειοδυτικών πολιτειών “The Living”.
Και το μη μυθιστορηματικό αφηγηματικό έργο “Pilgrim at Tinker Creek”.
Κοινωνική αλλά συνάμα αναχωρήτρια, είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Ξαναδιαβάζοντας ό,τι αγαπήσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου