Χάρης Βλαβιανός «Σονέτα της συμφοράς», Εκδόσεις Πατάκη, 2011
Α. ΑΛΛΑΓΗ ΔΙΑΘΕΣΕΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΟΝΕΤΑ
Παρόλο που τα «Σονέτα » είναι της συμφοράς, έχουν έναν Ρυθμό που τα
διασώζει μέσα σου ως Μουσική, είναι ευσύνοπτα, στοχευμένα, ερεθιστικά.
Μιλήσαμε πριν για μια κατηγορία σονέτων που ονομάσαμε »οικογενειακά»,
προκειμένου να διευκολυνθούμε στην μελέτη μας αναφορικά με το πως το
δικό του υλικό μετατρέπεται σε σύμπαν ποιητικό. Γενικά μιλώντας τώρα, τα
«Σονέτα της συμφοράς» εμφορούνται από πολλές και ποικίλες διαθέσεις.
Ωστόσο, ο μόνιμος πεσιμισμός του ποιητή δεν εξαφανίζεται ποτέ. Είναι
πάντα εκεί να τον χαρακτηρίζει και να μας παραπέμπει σε αυτό που έχει
πει αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του, ότι δηλαδή «είναι η εύθυμη πλευρά
ενός θλιμμένου ανθρώπου». Πώς λοιπόν να μην μου έρθει στο μυαλό το
«Σονέτο 67» που ξεκινά ως εξής
: «Πλήττεις. Όλο και πιο πολύ. Όλο και συχνότερα./Διαβάζεις ό,τι τύχει και πέσει στα χέρια σου μήπως και ξεχαστείς λιγάκι:/» και τελειώνει ως εξής: «
Έξυπνα
τα σχόλια, ωραίες οι εικονογραφήσεις, άξιος ο καρδινάλιος Σφόρτσα/ αλλά
σήμερα είναι Τρίτη,10 Αυγούστου του 2010,κι εσύ βρίσκεσαι στην
Τήνο,/όχι στο Μιλάνο του Quattrocento, και η καρδιά σου είναι βαριά σαν
πέτρα/και θα ‘θελες κάποιος να την πιάσει στα χέρια του και να την
πετάξει/στη θάλασσα, να πάει κατευθείαν στον πάτο. Τώρα.»
Η πλήξη επανέρχεται ως μοτίβο στα έργα του. «[…]…τουλάχιστον να μην
πεθάνουμε από πλήξη αναφέρει στο σονέτο 69. Επίσης, στην ενότητα «Αρχή
του κόσμου» («Ο Άγγελος της Ιστορίας») υπάρχει ένα μακροσκελές ποίημα
που λέγεται «Πλήξη » και το αφιερώνει στον συγγραφέα και μεταφραστή
»Γιώργο ‘Ικαρο Μπαμπασάκη”, όπως έχει αναφερθεί παραπάνω.
«Πλήξη, φίλε μου./ Αφόρητη πλήξη με όλους κι όλα’/κυρίως με τον εαυτό μου»,
γράφει χαρακτηριστικά. Και στη συνέχεια του ποιήματος δηλώνει πως
«επανέρχεται στο ζήτημα της πλήξης». Για να σημειώσει προς το τέλος:
«[…]-
η θλίψη είναι παντού/δεν υπάρχει αμετάβλητη οντότητα στον άνθρωπο,/αμετάβλητη πραγματικότητα στα πράγματα/[…]»
Αλλού που έχει κέφια εμφανώς… «παίζει» με τον Σαίξπηρ και τον
πλουραλισμό που συναντά κανείς μέσα στα έργα του. Στο Σονέτο 37, το
«θεατρικό» σονέτο, με απανωτές ερωτήσεις βομβαρδίζει τον αναγνώστη.
Ερωτήσεις που αφορούν στους ήρωες έργων του βάρδου αλλά και στις
δραματουργικές τους ανάγκες:
«Tί ζητούσε ο αδιάκριτος Πολώνιος πίσω
από τις κουρτίνες;/O Έντγκαρ νόμιζε ότι θα την έβγαζε καθαρή
παριστάνοντας τον τρελό ζητιάνο;/ Όταν ο Ιάγος είπε: «Δεν είμαι αυτός
που είμαι »εννοούσε ότι ήταν fucked up ;» Oπότε παρελαύνουν από το
ποίημα οι εξής σαιξπηρικοί ήρωες: Πολώνιος, Έντγκαρ, Ιάγος, Φαλσταφ,
Μακμπέθ, Σάυλοκ, Ντάνκαν, Ολίβια και άλλο. Η ευφυία και η ικανότητα του
Σαίξπηρ να πλάθει περίφημους χαρακτήρες και να δημιουργεί ενδιαφέρουσες
συνδέσεις μεταξύ τους, να δίνει σάρκα και οστά στη φαντασία γενικότερα
δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν πόσο μάλλον έναν ποιητή.
«Τελικά ο Βάρδος έχει γούστο. Δεν μας τα είπε καλά ο Μπεν (Τζόνσον)», έτσι κλείνει το σονέτο αυτό.
Ανάλογης διάθεσης και ύφους είναι το Σονέτο 24. Δεν αναφέρεται στο
θέατρο, αλλά στη θρησκεία. Διακατέχεται ωστόσο από μια θεατρικότητα. Το
δράμα παίζεται στο μνήμα. Μας έρχονται στο μυαλό οι ιστορίες από την
καινή διαθήκη, καθώς και όλη η θρησκευτική παράδοση. Μόνο που εδώ όλα
αποδομούνται. Ποιός πήγε στο μνήμα του Ιησού, ποιόν είδε εκεί;
Εμφανίστηκε μήπως ένας άγγελος κι αν »ναι» τί μήνυμα έφερε; Πώς
αντέδρασαν οι μαθητές; Συνεχείς ερωτήσεις, πολλά διαζευκτικά ή, σατυρικό
πνεύμα, όλα αυτά μας ωθούν να σκεφτούμε πως ο ποιητής μας είναι
παγανιστής. Και δεν είναι μυστικό άλλωστε αφού και ο ίδιος δεν έκρυψε
ποτέ την αθεία του.
24
Τελικά ποιός πήγε στο μνήμα;
H Mαρία μόνη της(‘Ιω 20,1),η Μαριάμ και η Μαρία (Μτ 28,1),
η Μαρία, η Ιωάννα ,η Μαρία Ιακώβου και «αι λοιπαί συν αυταίς» (Λκ 24,10);
Και ποιόν είδε εκεί η γυναίκα ή η παρέα των γυναικών;
Έναν άγγελο (Μτ 28,5)δύο άντρες (Λκ 24,4),κανέναν (Ιω);
[…]
Όσο για το Σονέτο 53 θα το χαρακτήριζα, νοσταλγικό. Μας μεταφέρει σε
μια άλλη εποχή, αυτή της εφηβείας του. Αναφορά στον μοναδικό ίσως
εξαίσιο φίλο με τον οποίο σε δένουν αναμνήσεις που δεν ξεχνάς ποτέ.
(Ανάβρυτα, Λιγονέρι, πειράγματα με παρατσούκλια. Ονόματα που χάθηκαν πια
και πίσω δεν γυρνάνε, όπως και η εποχή’ «Λούβης/Βλάβης/Χαρίτωνας/..»
ονόματα άγνωστα σε σένα πια.» Ονόματα που αντικαταστάθηκαν με τις πέντε
εκείνες συλλαβές που συμπυκνώνουν το φλέγον θέμα στο τέλος του Σονέτου
75:
«O Bλαβιανός Ποιός;» O Bλαβιανός που σκάβοντας μέσα στην
ποίηση, σκάβει επίσης βαθιά μέσα στην ίδια του τη ζωή. Συνηθίζει να
ξεθάβει κομμάτια της και να αφυπνίζει άλλα που κοιμούνται για μεγάλο
διάστημα. Κι αν κάθε σονέτο αντιστοιχεί σε ένα ερωτηματικό, ας
παραμείνει έτσι. Γιατί η ποίηση υφίσταται όχι για να λύνει τα ερωτήματα,
αλλά περισσότερο για να τα αφήνει αναπάντητα. Το «φλέγον θέμα» είναι
παρόν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχεδόν σε όλα τα σονέτα. Το «φλέγον
θέμα» συνίσταται στο ότι σταδιακά στοιχειοθετήθηκε η ταυτότητα του
ποιητή, με το πέρασμα των χρόνων, και σε αλληλεπίδραση με τον άνθρωπο
και όλο τον εσωτερικό κόσμο που κουβαλά, αλλά και τα περιστατικά του
βίου του.
«Πού ‘να ‘ξερε ο Μαρσίλιο ότι γεννήθηκες στις 18 του έκτου
μήνα, θα ‘λεγε/ ότι έχεις στο τσεπάκι σου το 9 και την Τrinitas εις
διπλούν. Τί fortuna κι αυτή!» (Σονέτο 25). Στις 18 Ιούνη είναι τα
γενέθλια του ποιητή, στοιχείο που αβίαστα, αλλά λειτουργικά-και αυτό μας
ενδιαφέρει- το εντάσσει μέσα στα ποιητικά παίγνια, τα «Σονέτα της
Συμφοράς», όπως τα αποκαλεί.
Εκτός από τους εφηβικούς φίλους του Σονέτου 53, υπάρχει και ο «φίλος» του Σονέτου 34. Η λέξη «φίλος» σε εισαγωγικά επειδή
:
«Πώς να τον πενθήσεις εσύ που δεν υπήρξες ούτε φίλος ούτε aficionado
του;/ Κι όμως κάτι σας έδενε. Το νοσηρό παιχνίδι με τις λέξεις;/ Αυτό
ασφαλώς./» και παρακάτω σε παρένθεση: «
(Υπήρξες κι εσύ άλλωστε ένα από τα εξέχοντα θύματά του.») Το
ποίημα είναι γραμμένο από ποιητή για ποιητή. Εδώ πρόκειται για τον Ηλία
Λάγιο. Επανέρχεται ο Βλαβιανός μοιραία σε θέματα ρυθμού όταν μιλά για
θάνατο. Αυτό το σονέτο θυμίζει εύλογα το σονέτο 1. Αυτό το «
Υπάρχει λέξη που να ριμάρει σωστά με τον θάνατό του;», ο πρώτος στίχος δηλαδή του Σονέτου 53, μας παραπέμπει στο στίχο
«Κοιτάς γύρω’ τίποτε πια για σένα δεν ριμάρει» (προτελευταίος στίχος του σονέτου 1).
Χάρης Βλαβιανός
Β. Ο EΡΩΤΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΟΝΕΤΑ /// Σύντομη θεώρηση της απαισιοδοξίας.
Δεν λείπει από τα σονέτα ο έρωτας, όμως δεν καλύπτει το μεγαλύτερο
μέρος τους, αλήθεια είναι. Γενικά η ματιά είναι απαισιόδοξη, ο έρως
ατελής, ελαττωματικός, «λίγος», ίσως και με μικρές ή μεγάλες δόσεις
απιστίας να τον στοιχειώνουν. Με αμεσότητα αφοπλιστική τον ακυρώνει,
κάνοντας συχνά χρήση της ειρωνείας. Στα μάτια του υποκειμένου της γραφής
χάνει το νόημά του κάποτε, αλλά αν δεν το χάσει, είναι καταδικασμένος
να μείνει αιωνίως συμβατικός και αδιάφορος.
Σονέτο 30
Υπάρχει κάπου και το όνειρο, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της ωραίας
και πολλά υποσχόμενης Σόφι. Ένας ποιητής έχει πάντα το δικαίωμα να
ονειρεύεται έναν έρωτα ή πολλούς μέσα στον υπάρχοντα χρόνο ζωής του
προσπαθώντας παράλληλα
να επινοήσει το επόμενο κεφάλαιο της πολυτάραχης ζωής του. Κι εδώ εμφανίζεται πεσιμιστής, εφόσον
«η πραγματικότητα δεν του κάνει το χατίρι» και ο λυτρωτικός έρως βρίσκεται πολύ μακριά.
«Και η Σόφι είναι πάντοτε μια άλλη. Η ξένη που ακόμα δεν γνωρίζεις.
Η γυναίκα που θα ερωτευθείς για χάρη μιας άλλης ζωής».
Σονέτο 33
Ποια τα όρια της ζωής και ποιά της τέχνης; Τί σημαίνει να ζούμε τη
ζωή σαν να ‘ναι έργο τέχνης; Και πως εμπλέκεται μέσα σε αυτό ο έρωτας;
Όταν ο έρωτας είναι ατάλαντος δεν υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις,
ίσως μόνο να
«θολώσεις τα νερά».
«Υου are a poem, but yουr poem is not»,
είπε ο Πάουντ στην αγαπημένη του H.D. και ξεμπέρδεψε […]
Σονέτο 35
Αναφέρεται στη λαγνεία. Συναντάμε την ερμηνεία περί του τι μπορεί να
σημαίνει η εμμονή σε αυτήν: «πνευματική οκνηρία», άραγε ή «είδος
παλιμπαιδισμού»; Λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και η άποψη του Τσέστερφιλντ:
«Στο σεξ η ηδονή είναι στιγμιαία, η στάση γελοία /και το κόστος δυσανάλογο του αποτελέσματος».
Ενώ οι στεγνές και δυσκοίλιες θεωρίες (όπως του Καντ και του Σπινόζα)
μπορεί να αποβούν καταστροφικές σε ό, τι μπορεί η λαγνεία να προσφέρει.
Και σε αυτή την φάση της ζωής του, τον πρώτο λόγο έχει αυτή η
ασυγκράτητη τάση προς τη λαγνεία, είναι τουλάχιστον πιο γνήσια από τις
κατηγορηματικές προσταγές σε φοιτητές. Διαβάζω: «-Πώς το ‘πε ο
Αυγουστίνος;
»Θεέ μου, δώσ’ μου εγκράτεια μα όχι ακόμη».
Σονέτο 36
Γειώνει τον έρωτα.Ένα αποφασιστικό adieu έρχεται σίγουρα σε αντίθεση
με τις μεγάλες προσδοκίες που συνεπάγονται «αβυσσαλέα πάθη» και «ζοφερά
σκοτάδια». Ένα τέτοιο αdieu είναι ψυχρό και αποστασιοποιημένο όπως όταν
γράφεις ένα ποίημα αληθινό έχοντας την σωστή θερμοκρασία. Αληθινή ποίηση
σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή που σε κάνει να έχεις τα μάτια
διαρκώς υγρά ή να κρατάς χαρτομάντηλα όταν γράφεις. Και σε άλλα ποιήματά
του επανέρχεται αυτό το στοιχείο ποιητικής που έχει να κάνει με την
αλήθεια ενός ποιήματος. Ένα ποίημα συνώνυμο του μελό δεν μπορεί ούτε και
πρέπει να μας πείθει για την γνησιότητά του. Όσο πιο βυθισμένο στην
άκρατη αισθηματολογία είναι, τόσο λιγότερο αυθεντικό φαντάζει.
Σονέτο 45
Μια κατεστραμμένη σχέση, μια συμβατική ζωή, η Πλήξη δοσμένη με άλλο
τρόπο… Η πλήξη από την οποία συχνά ο ποιητής υποφέρει… απλά είναι φορές
που μιλά ειρωνικά και για την ίδια την πλήξη εμποτισμένη στην ουσία και
με ουκ ολίγη θλίψη. Λάθος το λάθος οδηγείται κανείς σε μια κενή ζωή… σε
μια ζωή που δεν του ανήκει. «Πήραμε τη ζωή μας λάθος» που θα έλεγε και ο
Σεφέρης.
Σονέτο 46
Πληκτική και η ζωή με διανοούμενη στο σονέτο αυτό, πάλι ο έρωτας
ακυρώνεται και πάλι η σιωπή μοιάζει να είναι ο μόνος δρόμος προς τη
γαλήνη. Είναι το υποκείμενο του ποιήματος πολλές φορές που κατέχεται από
το αίσθημα του ανικανοποίητου, σαν τίποτα να μην είναι αρκετό να
καλύψει ένα κενό. Η σύντροφος που έχει ελλείψεις ή δεν μπορεί να
κρατήσει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του ανθρώπου, του άντρα, του εραστή
:
«Αν τολμήσεις να εκστομίσεις τη λέξη pensee,/ αυτή θα φέρει αμέσως την
κουβέντα στον Πασκάλ/και θα επαναλάβει τη γνωστή ατάκα του Νίτσε,/περί
του Βαrbarischer Gott που καταδίκασε ένα τέτοιο μυαλό κ.λ.π. κ.λ.π./
Καθετί που λες συνοδεύεται από δικό της σχόλιο,
που είναι βέβαια… («ποιά λέξη ψάχνεις;») ανυψωμένο.
Έμπλεξες πάλι με διανοούμενη (Μάο, Μάλερ, Μαλρώ) […]»
Σονέτο 49
Απογοητευτική εικόνα για τον έρωτα και εδώ. Εικόνα παρακμής, διάχυτη
ειρωνεία, υπονοούμενα που ανατρέπουν, συγκρατημένη θλίψη. Η Φύση
ρυθμίζει και επιφέρει ισορροπίες, η Φύση έχει μια αναμφισβήτητη σοφία.
Πάντα παρόν το στοχαστικό στοιχείο σε αυτό το είδος της ποίησης που δεν
κατατάσσεται ακριβώς σε κανένα ρεύμα, αλλά εισηγείται νέους τρόπους για
τα πράγματα :
«Στο παιχνίδια αυτό κερδίζεις μόνο αν χάσεις. (Η Φύση ξέρει.)» Και συνεχίζει: «
Άσε
λοιπόν τον εραστή της γυναίκας σου (μήπως είναι γυναίκα;) /να γελάει
ειρωνικά. Δεν κατάλαβες τίποτε απ’ όσα είπα; /Δεν πειράζει Σημασία έχει
ότι κατάλαβα εγώ./»
Σονέτο 64
Ο έρωτας με «Γερμανίδα» έχει τα πλεονεκτήματά του:
«Σου διαβάζει Τσέλαν στο πρωτότυπο και διορθώνει τα λάθη της μετάφρασης!» Αλλά μετά το ποίημα παίρνει άλλη τροπή. Παιχνίδι με τις λέξεις «πιστός» (σε τι;) -«αποστασία» (από τι; ). Στίχοι κλειδιά:
«Εσύ αποστάτησες από την κοινότητα των στιχοπλόκων/ για να παραμείνεις πιστός στην ποίηση.(Και κείνη πήρε την εκδίκησή της)»
Σονέτο 70
δώ είναι που σκέφτεται με δίστιχες στροφές (κουπλέ) (7 τον αριθμό)
και μπλέκει σοφά war με αmor- επειδη ίδια είναι. Επανέρχεται το θέμα της
λαγνείας δοσμένο εδώ διαφορετικά, με άλλο ύφος και άλλο ρυθμό. Πιο
ανάλαφρα, πιο χαριτωμένα, πιο παιχνιδιάρικα. «Το σώμα που ποθεί γι’
“amor» ταιριάζει γάντι με «τα φιλήδονα κρεβάτια». Και η απιστία
αθωώνεται ωραία επειδή ο ερωτικός αντίζηλος έχει «γουρλωμένα μάτια».
[…]Λίγο amor κι άσε με στα πόδια σου να πέσω.
Μ’ αλυσίδες επίχρυσες δεν θέλω να σε δέσω.
Πες ναι! Στα δικά μου έλα τα φιλήδονα κρεβάτια.
Παράτα τον αυτόν! Έχει και γουρλωμένα μάτια! […]
Σονέτο 73
Συνδέεται και αυτό το σονέτο με τη λαγνεία. Η εποχή του ρομαντισμού
έχει φύγει ανεπιστρεπτί, άλλες οι θεωρήσεις άλλες οι ανάγκες. Η γυναίκα
που ακόμα ελπίζει σε ένα ρομάντζο. Ο άντρας που το απορρίπτει. Διαφορά
φάσης και οπτικής. Εκείνος είναι που δίνει το στίγμα της μεταξύ τους
κατάστασης. Βασικά είναι η σκέψη του και η ερμηνεία για τα πράγματα.
[…] Εσύ όμως έχεις πάψει από καιρό να διαβάζεις Ώστεν,
να καλπάζεις σε ανθισμένα λιβάδια την ώρα που ο ήλιος σβήνει.
Στέγνωσε η καρδιά σου. Τίποτα πια δεν σε συγκινεί.
Μόνο τους ψιθύρους του σώματος ακούς. Για πόσο ακόμη;»
Γενικά ο έρωτας γειώνεται στα σονέτα, θα λέγαμε μεταφορικά. Τον
αποδομεί με τρόπους παράδοξους, αλλά και σαρκαστικούς και κωμικούς
συνάμα. Ο ρομαντισμός υποδεικνύεται ως ξεπερασμένος και η αγάπη στη
συνείδησή του μια έννοια παρωχημένη. Έχει πάψει ίσως να την πιστεύει ή
τελικά ούτε κι αυτή δεν είναι αρκετή σε ένα πνεύμα σαν κι αυτό που πάντα
θα ερευνά την ισχύ των δεδομένων, πάντα θα αναρωτιέται και θα προσφέρει
ένα βλέμμα λοξό που όμως είναι κοντά στην ουσία των πραγμάτων.
Μια κάπως αισιόδοξη ανάσα αποτελούν οι τελευταίοι στίχοι του σονέτου
21. Ο έρωτας σώζει εν τέλει ή παρηγορεί έστω:
«Εσύ όμως βολεύτηκες στην αγκαλιά μιας ωραίας γυναίκας./Μυρίζεις το απαλό της δέρμα και κάθε τόσο ψιθυρίζεις στο αυτί της:/«the egotistical sublime».-Ti; Ποιος; -Kητς. Κητς, dear.»
Και εδώ «εγγράφεται» ο ίδιος κατά τον προσφιλή του τρόπο εργασίας.
Εγγράφεται μέσα στα ίδια τα ποιήματα άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο
διακριτικά και αποτελεί αυτή η εγγραφή μέρος του προσωπικού του τρόπου
διαχείρισης των ποιητικών θεμάτων. Στήνει γενικά την ποιητική του
μυθολογία, λιθαράκι λιθαράκι, μια ποιητική γλώσσα, μια ιδιόλεκτο που τον
κάνει να ξεχωρίζει. Δε διστάζει να χτίσει ένα ιδιωτικό σύμπαν,
αναπλάθοντας το πεζό πραγματικό παίρνοντας και υλικό από την καθημερινή
γλωσσική δεξαμενή με στόχο από κάτι μη ποιητικό να φτάσει σε κάτι
ποιητικό. Από κάτι μη ποιητικό, καθόλου εξωραϊσμένο -να δημιουργήσει ένα
ποιητικό γεγονός, έστω και σύντομο. Ή ένα «happening» όπως γράφει κι ο
ίδιος στο Σονέτο 33.
[…] Ωραία το ‘πε ο μορφονιός στο τραπέζι και τα κορίτσια όλα ανατρίχιασαν
»Να ζούμε τη ζωή σαν να ‘ναι έργο τέχνης». Σώπα!
Μόνο που αν τα έργα είναι ένα happening (όπως τα δικά σου),
τότε η ζωή σβήνει σαν πυροτέχνημα προτού καλά καλά προλάβεις να το δεις.
Επομένως για ποιά ζωή μιλάμε; Γι’ αυτήν που διαρκεί όσο ένας βλεφαρισμός