Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του 19ου αι., μιας περιόδου κατά την οποία η κίνηση των ιδεών, η ανάπτυξη μιας κοινωνικής συνείδησης ευαίσθητης στις εξελίξεις και στις κρίσεις μιας κατάστασης δύσκολης και ευμετάβλητης, η αναζήτηση της αλήθειας και της ομορφιάς, όλα καθρεφτίζονται σε μια λογοτεχνία εξαιρετικά προβληματισμένη και πλούσια σε ανθρωπιά.
Η παιδική ηλικία και η εφηβεία του Ν., δευτερότοκου ανάμεσα σε επτά αδελφούς, ήταν ενός υπερευαίσθητου παιδιού που αγαπούσε τη μοναξιά και τη λογοτεχνία. Το 1837 ο θάνατος της μητέρας του και η είδηση για τον τραγικό θάνατο του Πούσκιν προκάλεσαν βαθιά αναστάτωση στον Ν. που ετοιμαζόταν να εισαχθεί μαζί με τον αδελφό του Μιχαήλ στη στρατιωτική σχολή μηχανικού. Το 1839 ο πατέρας του, ο οποίος είχε αποσυρθεί σε ένα μικρό κτήμα του στην εξοχή, σκοτώθηκε από τους δουλοπάροικούς του.
Το 1843 ο Ν. αποφοίτησε από τη σχολή μηχανικού και υπηρέτησε στην Αγία Πετρούπολη, αλλά τον επόμενο χρόνο υπέβαλε την παραίτησή του και άρχισε μια διαφορετική ζωή, φτωχή και ακατάστατη, που δεν αποτελούσε όμως εμπόδιο στα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα (το 1843-44 ο Ν. είχε μεταφράσει, μεταξύ άλλων, και την Ευγενία Γκραντέ του Μπαλζάκ) και η οποία τον έφερε σε επαφή με το ιδιόρρυθμο, εξαθλιωμένο περιβάλλον των μικροϋπαλλήλων της Αγίας Πετρούπολης.
Το περιβάλλον αυτό αποτέλεσε το φόντο των πρώτων αφηγημάτων του, καθώς επίσης και ενός όχι μικρού μέρους των μεγαλύτερων μυθιστορημάτων του. Το πρώτο του μυθιστόρημα Φτωχοί χαιρετίστηκε από τον κριτικό Μπιελίνσκι και τον ποιητή Νεκράσοφ, το 1845, ως η αποκάλυψη ενός μεγάλου συγγραφέα και το ξεκίνημα μιας νέας λογοτεχνίας.
Οι Φτωχοί, με το κυρίως συναισθηματικό και ανθρωπιστικό θέμα τους, και Ο σωσίας (1846), με την τραχύτητα ενός κωμικά παράδοξου στοιχείου, πίσω από το οποίο υπάρχει μια πρωτότυπη προβληματική του διχασμού της ανθρώπινης ψυχής και της αλλοτρίωσης, ήταν οι δυο πόλοι γύρω από τους οποίους για πολλά χρόνια περιστράφηκε κατά ποικίλους τρόπους η δημιουργική φαντασία του Ν. Μεταξύ Ιανουαρίου του 1846 και Δεκεμβρίου του 1849, ο Ν. έγραψε δεκατρία μυθιστορήματα, στα οποία –χωρίς να έχουν πάντοτε την επιδοκιμασία του κοινού και της κριτικής– αναπτύσσεται και διαμορφώνεται η προσωπικότητά του.
Ένα χαρακτηριστικό σημείο που κάνει να συγγενεύουν μεταξύ τους αφηγήματα που απέχουν πάρα πολύ, αν και είναι αρκετά κοντινά ως προς το χρόνο της συγγραφής τους, όπως οι Φτωχοί και Ο σωσίας ή τα εντελώς διαφορετικού τόνου, που ανήκουν στο λεγόμενο κύκλο των «ονειροπόλων» (Η κυρά, 1847, Λευκές νύχτες, 1848, Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα και Ένας μικρός ήρωας (1849) και άλλα, όπως Ο κύριος Προχάρτσιν (1846) και Μια αδύνατη καρδιά (1848), είναι η κοινή αναφορά σε μια λογοτεχνική μορφή τυπική της δεκαετίας του 1840, η αφήγηση δηλαδή της «ιστορίας μιας ψυχής».
Η εμπειρία αυτή απέκτησε μεγάλη σημασία για τον Ν. των μεγαλύτερων μυθιστορημάτων, που δόθηκε ολόκληρος στην προσπάθεια να αναλύσει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, χωρίς ποτέ να χάσει από τα μάτια του την αντικειμενική απεικόνιση ενός πραγματικού κόσμου. Με την έννοια αυτή ακριβώς ο ρεαλισμός του διαφοροποιείται από το ρεαλισμό του Γκόγκολ και των συγγραφέων που ανήκουν στη λεγόμενη φυσιοκρατική σχολή, από τους οποίους δεν άργησε ν’ απομακρυνθεί.
Στις 22 Απριλίου του 1849 ο Ν. φυλακίστηκε μαζί με άλλους που σύχναζαν στον κύκλο του Μπουτασέβιτς - Πετρασέφσκι, σοσιαλιστή οπαδού του Φουριέ. Ύστερα από μερικούς μήνες, που πέρασε στις φυλακές πολιτικών κρατούμενων της Αγίας Πετρούπολης, καταδικάστηκε σε θάνατο η απονομή χάρης τον πρόφτασε την τελευταία στιγμή, αφού είχε ήδη γίνει η εκτέλεση άλλων καταδίκων, και το φρικαλέο αυτό περιστατικό άφησε βαθύτατα ίχνη στον Ν.
Η θανατική του ποινή μετατράπηκε σε τεσσάρων ετών καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία, τα οποία ακολούθησαν άλλα πέντε χρόνια εξορίας (ο Ν. παρέμεινε αργότερα υπό αστυνομική επιτήρηση σε όλη του τη ζωή). Καρπός της τραγικής εμπειρίας του από τα κάτεργα ήταν Οι αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, που εκδόθηκαν με μεγάλη επιτυχία μεταξύ 1861 και 1862. Το βιβλίο, που η αρχική ιδέα ήταν να αποτελέσει μελέτη για τη σχέση μεταξύ εγκληματία και εγκλήματος, έγινε τελικά μια ανθρωπιστικότατη και βαθιά μαρτυρία.
Όταν βγήκε από το κάτεργο, τον Μάρτιο του 1854, ο Ν. του οποίου η ηθική και σωματική αντοχή είχε υποστεί σκληρή δοκιμασία (στα χρόνια αυτά ήταν εξαιρετικά ισχυρές οι κρίσεις επιληψίας, που τον βασάνισαν ύστερα σε όλη του τη ζωή), κατατάχθηκε ως απλός στρατιώτης στο 7o σιβηριανό τάγμα που στάθμευε στο Σεμιπαλατένσκ. Εκεί γνώρισε τη Μαρίγια Ντμιτρίεβνα Ισάγιεβα, που χήρεψε το 1855 και δύο χρόνια μετά έγινε γυναίκα του ο έρωτας όμως αυτός ήταν πάντα δύσκολος και βασανιστικός και πριν και μετά τον γάμο τους, έως το 1864 οπότε πέθανε η Μαρίγια Ντμιτρίεβνα.
Τα δυο σύντομα μυθιστορήματα Το όνειρο του θείου και Το Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοι του, που εκδόθηκαν το 1859, τόσο λίγο ενδιαφέροντα από πρώτη όψη με το χοντροκομμένο κωμικό τους στοιχείο, είχαν δημιουργήσει δυσάρεστη εντύπωση στους αναγνώστες, που περίμεναν από τον Ν. κάτι αρκετά διαφορετικό. Μετά την επιστροφή του στην Αγία Πετρούπολη το 1861, ο Ν. κυκλοφόρησε τους Ταπεινούς και καταφρονεμένους, οι ήρωες των οποίων ανήκουν ακόμα στον κόσμο των ονειροπόλων.
Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ν. μετέφερε, ακόμα και με κάποια ειρωνεία, τις αναμνήσεις των αρχών της λογοτεχνικής του ζωής. Στους τελευταίους μήνες του 1860 ο Ν. κατάρτισε το πρόγραμμα του περιοδικού Χρόνος, που ο αδελφός του Μιχαήλ είχε πάρει άδεια να εκδώσει, διατυπώνοντας τη θεωρία του ποτσβενίτσεστβο, δηλαδή του αναγκαίου σύνδεσμου με την πότσβα, με το εθνικό έδαφος (εδώ έχει την αρχή της η επεξεργασία της έννοιας της ρωσικής ιδέας, που ο Ν. θα ανέπτυσσε σε όλη τη ζωή του, τόσο στα μυθιστορήματά του όσο και στη δραστηριότητά του ως θεωρητικού και δημοσιολόγου).
Το περιοδικό προκάλεσε πολεμικές και συζητήσεις για τις κατευθύνσεις του σε διάφορους κύκλους και οι αρχές απαγόρευσαν την κυκλοφορία του το 1863, εξαιτίας μιας θέσης που πήρε πάνω στο πολωνικό ζήτημα. Το 1862 ο Ν. έκανε το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό (Παρίσι, Λονδίνο, Κολονία, Ελβετία και Ιταλία). Η αρνητική του αντίδραση εκδηλώθηκε στον έντονα πολεμικό τόνο των Χειμερινών σημειώσεων για τις καλοκαιριάτικες εντυπώσεις, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον όχι μόνο για τη δριμύτατη κριτική του της δυτικής Ευρώπης, αλλά και ως μαρτυρία για την ψυχική κατάσταση του Ν. και τη συνειδητοποίηση από μέρους του των προβλημάτων που βασανίζουν τον «άνθρωπο του υπογείου».
Το 1863 ο Ν. έφυγε για δεύτερη φορά στο εξωτερικό στο Παρίσι συναντήθηκε με την Απολινάρια Σουσλόβα, με την οποία είχε ήδη από δυο χρόνια δεσμό. Ο δύσκολος χαρακτήρας της Σουσλόβα του ενέπνευσε την αινιγματική προσωπικότητα της Πολίνας στον Παίχτη και αρκετές γυναικείες φυσιογνωμίες των μεγαλύτερων μυθιστορημάτων του. Όταν γύρισε, μόνος, στη Ρωσία, ύστερα από μεγάλες απώλειες στη χαρτοπαιξία, ο Ν. βρήκε τη γυναίκα του βαριά άρρωστη. Κοντά της , παραστέκοντάς της στη διάρκεια της αγωνίας της, έγραψε τις Αναμνήσεις από το υπόγειο, αφήγημα που ο ίδιος το χαρακτηρίζει «τραχύ και παράδοξο» και όπου για πρώτη φορά έθεσε το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ συναισθήματος και λογικής, που κινεί τα μεγάλα του μυθιστορήματα.
Τον Απρίλιο του 1864 πέθανε στη Μόσχα η Μαρίγια Ντμιτρίεβνα και τον Ιούλιο ο αδελφός του Μιχαήλ. Στα χρέη, στις φροντίδες του για το νέο περιοδικό Εποχή ήρθε να προστεθεί ο άτυχος έρωτας για την Άννα Κορβίν - Κρουκόφσκαγια και μια όχι λιγότερο άτυχη πρόταση γάμου στην Απολινάρια Σουσλόβα. Το Ιούνιο 1865 ο Ν. απειλείθηκε με κατάσχεση γιατί δεν είχε πληρώσει τις συναλλαγματικές του και το περιοδικό Χρόνος σταμάτησε την έκδοση από έλλειψη μέσων.
Ο Ν., ωστόσο, επεξεργάστηκε με μεγάλη επιμέλεια το σχέδιο και την πλοκή του μυθιστορήματος Έγκλημα και τιμωρία (1866) που πολλοί το θεωρούν ως το αριστούργημά του. Το πρόβλημα του κακού τοποθετείται στην πιο ακραία εκδήλωση του: το έγκλημα. Η τιμωρία δεν επιβάλλεται, αλλά επιζητείται: «ο Ρασκόλνικωφ αναγκάζεται να παραδοθεί στη δικαιοσύνη γιατί έστω κι αν αυτό πρόκειται να του στοιχίσει το θάνατο στο ικρίωμα, θέλει να ξαναγυρίσει ανάμεσα στους ανθρώπους το αίσθημα της απομάκρυνσης και του χωρισμού από τους ανθρώπους, που δοκίμασε αμέσως μετά το έγκλημα, είναι το μαρτύριό του».
Τον Οκτώβριο του 1866 ο Ν. έγραψε μέσα σε είκοσι τέσσερις μέρες τον Παίχτη, που έπρεπε να το παραδώσει μέσα στον Νοέμβριο στον εκδότη Στελόφσκι, ο οποίος (σε αντίθετη περίπτωση) σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, θα γινόταν κύριος όλων των συγγραφικών δικαιωμάτων για τα έργα που είχε ήδη εκδώσει ο Ν. Αρνήθηκε την προσφορά μερικών φίλων του να γράψει ο καθένας ένα μέρος του μυθιστορήματος και δέχτηκε μόνο τη βοήθεια μιας νεαρής στενογράφου, της Άννας Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, που επρόκειτο να γίνει (1867) η δεύτερη σύζυγός του και η πιστή σύντροφος της ζωής του.
Μαζί της ο Ν. έφυγε από τη Ρωσία τον Απρίλη του 1867 για λόγους υγείας και για να γλυτώσει από τις ενοχλήσεις των δανειστών του, κι έμεινε τέσσερα χρόνια στο εξωτερικό. Πρώτος καρπός της περιόδου αυτής ήταν Ο ηλίθιος (1868). «Η κύρια ιδέα του μυθιστορήματος –έγραψε ο Ν.– είναι να περιγράψω έναν άνθρωπο απόλυτα καλό»: στη μορφή του πρίγκιπα Μίσκιν παίρνει υπόσταση το βασικό αυτό πρόβλημα. Στη συνέχεια, με τον Αιώνιο σύζυγο (1870) το θέμα της ζηλοτυπίας παίρνει τη μορφή μιας τραγικής φάρσας, στην οποία, παρά τη διαφορετική αφηγηματική λύση, μπορούμε να βρούμε μια σχέση «βάθους» με τις Αναμνήσεις απ’το υπόγειο.
Οι πρώτες νύξεις του Ν. για τους Δαιμονισμένους (1870 – 1872), είναι σκόρπιες, στα γράμματα του, ανάμεσα σε σχεδιάσματα που ανήκουν σ’ έναν ευρύ αφηγηματικό κύκλο που σκόπευε να του δώσει τον τίτλο Η ζωή ενός μεγάλου αμαρτωλού και από το αρχικό πολυσύνθετο της πλοκής παρέμειναν ίχνη και στο οριστικό πια γράψιμο του μυθιστορήματος. Ο σκόπιμα «κακόβουλος» χαρακτήρας του έργου και το γεγονός ότι ο Ν. είχε ζωγραφίσει, μεταμορφώνοντας και παραμορφώνοντας τα, πρόσωπα και περιστατικά πραγματικά, προκάλεσε αμέσως αγανάκτηση στους προοδευτικούς εκείνους κύκλους που ο Ν. είχε την πρόθεση να πλήξει: περισσότερο όμως από το πολιτικό πρόβλημα, ενδιέφερε τον σύγχρονο αναγνώστη το ηθικό πρόβλημα που βρίσκεται στο κέντρο της υπόθεσης.
Αμέσως μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, τον Ιούλιο του 1871, γεννήθηκε ο γιος του Φιοντόρ (η πρώτη κόρη του, η Σοφία, που πέθανε δύο μηνών, είχε γεννηθεί στο εξωτερικό το 1868, η δεύτερη, Λιούμποβ, στη Δρέσδη το 1869) τον Σεπτέμβριο οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση της επιστροφής του Ν. πολύ γρήγορα βρήκε μια σχετική γαλήνη στην εναλλαγή της παραμονής του στην Αγία Πετρούπολη και στην εξοχή της Στάραγια Ρούσα, όπου γεννήθηκε το 1875 ο γιος του Αλεξέι. Έχει ειπωθεί ότι Ο έφηβος (1875) περιέχει δέκα μυθιστορήματα σε ένα: πράγματι, στην εξέλιξη της αφήγησης, παρεμβάλλονται συνεχή ανοίγματα και παρενθέσεις.
Πρόκειται για την ιστορία ενός αγώνα για την ελευθερία, αλλά ο πρωταγωνιστής δεν προσεγγίζει «σ’ έναν καθορισμένο σκοπό»: κι εδώ, όπως αλλού, ο Ν. παρουσίασε τη συζήτηση μάλλον των προβλημάτων παρά τη λύση τους. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, που είχε γίνει πιο ισορροπημένη, σχεδόν γαλήνια, στους κόλπους της οικογένειάς του, ο Ν. γνώρισε τη δόξα και την εξωτερική επίσης επιτυχία με την εκλογή του ως αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας (1877) και την αποθέωση του ομαδικού ενθουσιασμού με τον περίφημο λόγο του για τον Πούσκιν και για την αποστολή του ρωσικού λαού (1880).
Η ντοστογεφσκική ανησυχία εκφράζεται τώρα πια ελεύθερα στον χώρο μιας ζωηρότατης προβληματικής, στην οποία επανέρχονται προβλήματα που είχαν τεθεί στα έργα της νεανικής του ηλικίας. Οι αδελφοί Καραμαζόφ (1878-80) είναι το σημείο συνάντησης όλων των θεμάτων που στο πέρασμα των χρόνων είχαν γοητεύσει τον συγγραφέα.
Το πρόβλημα που είχε πάντα βασανίσει τον Ν., το πρόβλημα του ηθικού κακού, της θέλησης του κακού στον άνθρωπο, οδήγησε τον συγγραφέα στο να αντιμετωπίσει τους Αδελφούς Καραμαζόφ πολλά από τα ερωτηματικά που συζητήθηκαν ύστερα από ρεύματα της σύγχρονης σκέψης εντελώς άλλης προέλευσης.
Στους τελευταίους μήνες πριν από τον θάνατό του (Ιανουάριος του 1881) η δραστηριότητα του Ν. στράφηκε ολόκληρη στη συνέχιση του Ημερολογίου ενός συγγραφέα, πρωτότυπου κειμένου σε μορφή δημοσιογραφικού διαλόγου με τους αναγνώστες πάνω στα πιο επίκαιρα προβλήματα της στιγμής - κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά, θρησκευτικά, λογοτεχνικά. Από το έργο, που δεν γράφτηκε αλλά σχεδιάστηκε από τον Ν., παραμένουν μερικές σημειώσεις, οι τίτλοι Ο άθεος και Η ζωή ενός μεγάλου αμαρτωλού και νύξεις για ένα μυθιστόρημα, όπου ο Αλιόσα Καραμαζώφ θα παρουσιαζόταν «σοσιαλιστής και ριζοσπάστης».
Το έργο του Ντοστογιέφσκι χαρακτηρίζεται από τις ψυχολογικές αναλύσεις των χαρακτήρων των ηρώων του και τις εξαιρετικά ακριβείς και ζωντανές ψυχογραφές τους. Με μεγάλη πιστότητα απεικόνισε τη θλιβερή μοίρα των φτωχών και καταφρονεμένων της εποχής του. Πίστευε στη σωτηρία του ανθρώπου μέσα από την πραγμάτωση των θρησκευτικών ιδεών του.
Αυτό τον οδήγησε να σταθεί με θαυμασμό μπροστά στους ανθρώπους που υποτάσσονται στη μοίρα τους και ζητούν παρηγοριά και λύτρωση στη θρησκεία, όπως η Σόνια Μαρμελάντοβα, ο πρίγκιπας Μίσκιν, ο Αλιόσα Καραμαζόφ και πολλοί άλλοι από τους ήρωες των έργων του, τα οποία μεταφράστηκαν στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και παραμένουν κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου