Φαντάζομαι ότι μερικοί από τους εδώ ( ολίγους) αναγνώστες θα
νομίσουν ότι με το ποστ αυτό ο συγγραφεύς και υπεύθυνος του παρόντος
ιστολογίου σχεδιάζει να αποκαλύψει στο διψασμένο για γνώση κοινό του τη
ταυτότητα , τα χούγια , τις μύχιες “αρετές’ και τα κρυμμένα μυστικά
του αγαπημένου μου Νοσφεράτου…
Δύσβατο , καλοί μου αναγνώστες , το ιστορείν για πρόσωπα υπαρκτά και αγαπημένα , ειδικά όταν συμβαίνουν δύο τινά :
α) το πρόσωπο αυτό δεν βρίσκεται στο κόσμο των ζωντανών
β) υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία και τεκμήρια να βοηθήσουν τον αφηγητή και τη παραπαίουσα ( εδώ και καιρό ) μνήμη του.
Αλλά θα δοκιμάσω….
Δεύτερη τη τάξει κόρη σε πολυμελή Ηπειρώτικη οικογένεια , γεννήθηκε
στα τέλη του 19ου αιώνα ανάμεσα σε πέτρες , καρυδιές και έλατα σε ένα
χωριό του ανατολικού Ζαγορίου.
Ένας πατέρας , o κυρ Τόλιος πρόβατο αλλά δουλευταράς και μια μάνα
δεσπόζουσα , ισχυρή προσωπικότητα της οικογένειας αλλά και του χωριού. Η
κυρά Βικτώρια με τ’ όνομα , όνομα που προφανώς έλαβε κάπου στα 1870
εκ της τότε κυριάρχου του ένδοξου βρεταννικού imperium. Μια μικρή
αβροφροσύνη προς τους δυνητικούς προστάτες ή προσδοκία βίου και
ευμάρειας προσωπικής με ισχύ ευχολογίου ;;; κανείς ποτέ δε θα το μάθει
φαντάζομαι.
Στη περιοχή ακόμα κυρίαρχη η Οθωμανική αυτοκρατορία , αλλά τα
Ζαγοροχώρια όπως γνωρίζουμε απολάμβαναν ένα ιδιότυπο καθεστώς και είχαν
αναπτύξει ισχυρή ομογένεια και εμπορικούς δεσμούς στη Δυτική Ευρώπη.
Στο χωριό όπου ανθούσαν οι μαστόροι , οι πραματευτάδες οι έμποροι και η
κτηνοτροφία σε συνδυασμό με υλοτομία και περιορισμένη γεωργική παραγωγή
σε πεζούλες , η ανάπτυξη ήταν εμφανής και οικονομικά και κοινωνικά.
Τρίπατα σπίτια , πολυτελή χαγιάτια και αυλές , καλντερίμια και ένας
πληθυσμός πάνω από χίλιες ψυχές σε δύο μαχαλάδες – ενορίες , σχολείο ,
σύλλογοι συνέθεταν ένα δραστήριο κοινωνικό περιβάλλον. Τούρκοι δεν
υπήρχαν και η μόνη αρχή ήταν η εκκλησία και οι προύχοντες. Ο μπάρμπα
Τόλιος όμως και η κυρά Βικτώρια , όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι του
χωριού γνώριζαν , έβλεπαν , επικοινωνούσαν με , τη τότε μικρή Ελλάδα της
εποχής , αισθάνονταν ότι θα έπρεπε κάποτε να ενταχθούν ως ελεύθεροι
πολίτες σε μια Ελλάδα μεγαλύτερη , που να περιλαμβάνει και τις δικές
τους περιοχές και συμμετείχαν σε πολιτικές δραστηριότητες και ζυμώσεις
που αναπτύσσονταν τότε σε όλα σχεδόν τα Βαλκάνια.
Θα μου πείτε τώρα ότι αυτή είναι η εθνολαϊκιστική παραμυθία που
γέννησε εθνοκαθάρσεις , πολέμους και δεινά στους υπηκόους της τότε
καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας . Μιας αυτοκρατορίας που είχε ήδη
εφαρμόσει δύο τουλάχιστον μεγάλες μεταρρυθμίσεις και δεν μπορούσε να
χαρακτηριστεί με τους ίδιους όρους όπως στην εποχή του Σουλεϊμάν του
Μεγαλοπρεπούς. Είχαν πέσει σχεδόν ακούσιοι ο μπάρμπα Τόλιος και η κυρά
Βικτώρια στο δόκανο της εθνικιστικής προπαγάνδας και ετοιμαζόντουσαν για
εξεγέρσεις και σφαγές των αδελφών Οθωμανών , των Εβραίων , των
τσάμηδων και “κάθε άλλης μιαρής φάρας που λυμαινόταν το πλούτο του τόπου
και το κόπο των χεριών τους και διαγούμιζε τη θρησκεία και τις
παραδόσεις της αθάνατης ελληνικής φυλής” . Σήμερα όλα αυτά τα βλέπουν
μερικοί με αυτή ακριβώς την οπτική και άλλοι με την ακριβώς αντίθετη ,
ίσως να έχουν και οι δύο δίκιο, πράγμα που όμως δεν θα το συζητήσω εδώ.
Πάντως , για να επανέλθω στην αφήγηση , οι τότε κάτοικοι του
Ζαγορίου πιθανώς απόγονοι Σλάβων ή Βαλλάχων αισθάνονταν Έλληνες και
προσέβλεπαν στην ικανοποίηση των εθνικών τους επιδιώξεων. Επομένως το να
συζητάμε εκ των υστέρων και να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε φαντάζομαι
ότι θα τους άφηνε ( τότε ) παγερά αδιάφορους. Τον κυρ Τόλιο και τη κυρα
Βικτώρια ομοίως. Ανακατεύτηκαν λοιπόν στις εθνικές “κινήσεις” και
ειδικά η κυρά Βικτώρια με το δυναμισμό και την εντυπωσιακή της εμφάνιση
έμπαινε στο μάτι όλων εκείνων , που βολεμένοι στο μακραίωνο καθεστώς
αντλούσαν σταθερά οφέλη και ισχύ. Με το τέλος του “άτυχου” πολέμου του
97 τα πράγματα στη περιοχή , ως φαίνεται , πήραν πιό άγρια τροπή και
άρχισε το κυνηγητό κάθε “εθνικής’ δραστηριότητας. Πιεσμένοι από τους
τοπικούς προύχοντες οι δύο σύζυγοι μάζεψαν τα συμπράγκαλα και την
οικογένεια ( μέχρι τότε δύο κόρες ) και μη έχωντας αποκούμπι στη τότε
Ελλάδα , κατέφυγαν στον αδελφό του μπαρμπα Τόλιου , που όλοι στην
οικογένεια τον φωνάζανε Νούνο.
Ο Νούνος ζούσε με την πολυπληθή του οικογένεια σε μεγάλη πόλη της
σημερινής Ανατολικής Μακεδονίας , εντός του φθίνοντος οθωμανικού
κράτους και ευημερούσε , ασχολούμενος επικερδώς με το επάγγελμα του
ζαχαροπλάστη. Σύμφωνα με μετέπειτα αδέκαστες μαρτυρίες η κρέμα που
έφτιαχνε ήταν εφάμιλλη με τα καλύτερα δημιουργήματα των αυτοκρατορικών
συναδέλφων του στη Βιέννη. Στη πόλη αυτή εγκαταστάθηκε το κυνηγημένο
ζευγάρι με τις δύο κόρες και ο μπάρμπα Τόλιος άνοιξε ένα εστιατόριο ,
που συν τω χρόνω αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους καλοφαγάδες της
πόλης. Μια πόλη μείγμα πολιτισμών και θρησκειών με κύρια δραστηριότητα
τα καπνά που έμελλε να τους φιλοξενήσει περίπου τέσσερεις δεκαετίες.
Εντάχθηκαν γρήγορα στη κοινωνική ζωή και τα κορίτσια μεγάλωσαν , ενώ
παράλληλα η οικογένεια αυξανόταν με διαδοχικές γέννες. Ηπειρώτικο
κόκκαλο η κυρά Βικτώρια γεννοβολούσε παιδιά το ένα μετά το άλλο.
Κρατούσε σφικτά τα ηνία του σπιτιού και καθοδηγούσε το μπάρμπα Τόλιο
και όλο το υπόλοιπο κοπάδι με σιδερένιο χέρι. Παράλληλα η οικογένεια
είχε μπλεχτεί στο Μακεδονικό αγώνα , γιατί όπως ξέρουμε , πρώτα βγαίνει η
ψυχή και μετά το χούι… Με εξαίρεση δύο θύματα της ( στατιστικά τότε
κρατούσας ) βρεφικής θνησιμότητας από τη μήτρα της είδαν το φως και
μεγάλωσαν 7 παιδιά με τη τελευταία γέννα του μικρού Αλέξη το 1913. Όμως ,
όπως έλεγε και ο Κρυστάλλης , τη κυρά Βικτώρια την έφαγε ο κάμπος. Λίγο
πριν τη τελευταία γέννα ήταν ήδη άρρωστη και σχεδόν ανήμπορη , αλλά
ευτυχώς οι δύο πρώτες κόρες είχαν μεγαλώσει αρκετά.
Η πρωτότοκη κόρη Ελένη , πιστό αντίγραφο της μάνας της , ήταν
τσαούσω και απείθαρχη. Αντί να κάνει δουλειές στο σπίτι , να φροντίζει
τα μωρά , να πλέκει και γενικώς να διάγει βίο αξιοπρεπή και υποταγμένο ,
ανέλαβε αυτόκλητη το ρόλο υπασπιστού και θρονιασμένη δίπλα στη μάνα
ασκούσε χρέη πραίτωρα. Αντίθετα η δευτερότοκη Τερψιθέα έσκυψε
αδιαμαρτύρητα μπροστά στην ανάγκη και ανέλαβε πλήρως τα καθήκοντα του
υπηρέτη , του μάγειρα , του βρεφοκόμου και του παιδονόμου. Κατέστη
δηλαδή αυτό που θα λέγαμε κουρμπάνι – θυσία στον οικογενειακό βωμό της
ανάγκης. Ελάχιστα γράμματα πρόλαβε να μάθει , ενώ τα επόμενα τη τάξει
παιδιά , 2 κορίτσια και 3 αγόρια πήγαν σχολείο , μορφώθηκαν , εντάχθηκαν
στη κοινωνική ζωή της πόλης , στις παρέες , τους συλλόγους , τον
αθλητισμό. Εκείνη στο σπίτι φύλαγε Θερμοπύλες και μόνη της έννοια ήταν η
προσφορά φροντίδας και αγάπης στην οικογένεια .
Η δική της ενασχόληση . όταν τελείωνε το καθημερινό ταμάχι , ήταν η
θρησκεία. Σε μια οικογένεια που δεν είχε μεγάλη σχέση με το αντικείμενο ,
εκείνη ήταν η εξαίρεση. Διάβαζε συχνά την Αγία Γραφή , γνώριζε ψαλμούς
και πήγαινε τακτικά στη λειτουργία. Πίστη και κατάνυξη , ηπιότητα ,
έσχατη ταπεινότητα , άμεμπτη αλλά ποτέ επιδεικνυόμενη ηθική επάρκεια ,
νηστεία , και προ πάντων ανεκτικότητα και αγάπη. Ένα πλάσμα βγαλμένο
απευθείας από τις παραδόσεις των πρωτοχριστιανών που δεν βαρυγκομούσε ,
δεν πτοούνταν , δεν αναζητούσε άλλες απολαύσεις , παρά μόνο τη
δυνατότητα να παραδίδεται ψυχή τε και σώματι στη πίστη της. Ένα ξωκκλήσι
φτωχικό αλλά μετέωρο η δευτερότοκη κόρη Τερψιθέα.
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους γνώρισαν τελικά το καλό πρόσωπο της
ελευθερίας και του Νέου Ελληνικού Κράτους. Θα είχαν την ευκαιρία
αργότερα να το γνωρίσουν και από την ανάποδη. Η κυρά Βικτώρια θα
κατέρρεε σιγά σιγά από την αρρώστια , ενώ τα παιδιά μεγάλωναν με τη
φροντίδα της δευτερότοκης κόρης. Με το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή
πέρασε σε βουλγάρικα χέρια. Ένας νέος πολύ σκληρότερος δυνάστης
εμφανίστηκε. Ο μπάρμπα Τόλιος με το Νούνο , επίστρατοι στο «περίφημο» 4
ο ΣΣ
ήταν ήδη σε διακοπές στο Γκαίρλιτς παρά τω Όδερ και τα δύο μαγαζιά
κλειστά. Δυστυχία και πείνα , διώξεις , θανατικό αλλά η κυρά Βικτώρια
στάθηκε βράχος. Μια μέρα που ένα Βουλγάρικο τάγμα παρέλαυνε μπροστά στη
Μητρόπολη , ο βενιαμίν Αλέξης έρριξε μια πέτρα στο άλογο ενός
αξιωματικού. Εκείνος εξαγριωμένος ξεπέζεψε και κυνήγησε το πιτσιρίκι
μέχρι τη πόρτα του σπιτιού με γυμνή τη σπάθη . Από τη φασαρία σηκώθηκε
από το στρώμα η κυρά Βικτώρια και με το ..κόπανο στο χέρι πέταξε
κυριολεκτικά το Βούλγαρο ιππέα στο δρόμο. Ο μικρός έντρομος είχε κρυφτεί
στο πλυσταριό όπου η γωνιά από ένα μπαούλο του πλήγωσε τον αριστερό
μηρό. Έντρομη η Τερψιθέα έτρεξε να επιδέσει το τραύμα που άφησε στο
παιδάκι ανεξίτηλο σημάδι. Το σημάδι αυτό το έδειχνε με υπερηφάνεια στο
γιό του μέχρι και λίγο πριν πεθάνει ο λιλιπούτειος τότε και
γιγαντόσωμος αργότερα Αλέξης…
Με το πέρας του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η χώρα , η περιοχή και η
οικογένεια δεν έμελλε να ησυχάσει.. Επέστεψαν οι δύο παραθεριστές από
τη Γερμανία , άνοιξαν τα μαγαζιά , η κοινωνική και οικονομική ζωή της
πόλης αποκαταστάθηκε , ο Βενιζέλος κυρίαρχος και η μεγάλη ιδέα επρόκειτο
να πραγματοποιηθεί στο προαιώνιο λίκνο της Ιωνίας.. Ο μεγαλύτερος εκ
των αρρένων τέκνων , ο Δήμος , ήδη 16 ετών και ύψους 1.90 πολύ
γοητεύτηκε από τις μεγαλοστομίες και τους πατριωτικούς διθυράμβους και
ξεγελώντας τους στρατολόγους κατετάγη εθελοντής για τη Μικρασία χωρίς
να ενημερώσει κανένα. Εξαφανίστηκε κυριολεκτικά από προσώπου γης για να
στείλει πολύ αργότερα ένα γράμμα στην οικογένεια , όπου την ενημέρωνε
για τη πορεία και τις νίκες των ελληνικών στρατευμάτων. Θα εμφανιζόταν
μετά τη καταστροφή , ρακένδυτος και ταλαιπωρημένος , κουβαλώντας μαζί
του μνήμες ντροπής , ξέφτια δόξας και μια βαθειά συναίσθηση ενοχής
για να χαθεί στις αγκαλιές της οικογένειας . Μόνη η κυρά Βικτώρια , με
ψυχραιμία δήμιου αν και στα τελευταία της , ανασηκώθηκε και τράβηξε στο
νταγλαρά ένα φούσκο που , όπως έλεγε ο ίδιος , θα το θυμόταν σε ολόκληρη
τη ζωή του.
Λίγο αργότερα και εν μέσω ανακατατάξεων έσβησε το καντήλι της κυρα
Βικτώριας και το βλέμμα του μπάρμπα Τόλιου απέκτησε εκείνη τη θλιμμένη
πατίνα που δεν θα ξέφτιζε μέχρι και το θάνατο του. Έμελλε να τραβήξει το
υπόλοιπο του βίου του , κοντά 2 δεκαετίες χωρίς τη κυρά και αυθέντρα
του , χωρίς τη γυναίκα που αγάπησε πιστά και αφοσιωμένα. Τα μεγάλα
κορίτσια ήταν ήδη σε ηλικία γάμου. Αν εξαιρέσουμε τη πρωτότοκη Ελένη ,
που από ιδιοσυγκρασία και τσαμπουκά δε σκόπευε να παντρευτεί , η
δευτερότοκη Τερψιθέα ίσως θα μπορούσε ή και θα ήθελε. Κανείς δε ζει για
να μας το βεβαιώσει. Αλλά θανούσης της κυρά Βικτώριας οι ευθύνες της
δεν άλλαξαν , ενώ η ανάγκη να παραμείνει στην οικογένεια και να
υπηρετεί κατέστη τώρα αδήριτη.. Έτσι θυσίασε οριστικά και πάντα
αδιαμαρτύρητα το ενδόμυχο όνειρο κάθε κοριτσιού της ηλικίας της να
παντρευτεί και να ανοίξει δικό της σπίτι. Έμεινε στη κουζίνα και το
πλυσταριό της , είλωτας όλων και νικητής του εαυτού της , με την Αγία
Γραφή υπό μάλης και εκείνο το αφοπλιστικό της χαμόγελο μοναδικά της
όπλα. Θητεία σε μια πρώιμη αγιωσύνη και παραμέσα , ίσως ποιος ξέρει ,
το εθελούσιο βίωμα ενός δράματος ως συνήθεια και ως εξαγνισμός. Τέτοια
ήταν η θειάκα μου η Τερψιθέα….
Η πόλη άλλαξε πολύ. Στη θέση των τούρκων που έφευγαν οριστικά με την
ανταλλαγή πληθυσμών , ήρθαν νέοι κάτοικοι , πρόσφυγες από τον Εύξεινο
και την Μικρασία . Ο μικρός Αλέξης έχασε πολλούς από τους παιδικούς του
φίλους , για να βρει νέους , η πόλη έχασε ένα κομμάτι της ταυτότητας
της και αναζητούσε ένα νέο. Οι παλαιότεροι εκεί Έλληνες και Εβραίοι
κάτοικοι θα έβλεπαν να καταφθάνουν τα καραβάνια με το νέο εργατικό
δυναμικό για τα καπνοχώραφα και τα καπνεργοστάσια και μαζί με αυτά τα
καραβάνια μια άλλη κουλτούρα και νέες ιδέες. Η οικογένεια ήταν ακραιφνώς
Βενιζελική και δεδηλωμένα αντιμοναρχική. Το εστιατόριο ήταν στέκι
Φιλελευθέρων και τα αδέλφια , δουλεύοντας πότε εκεί και πότε στα καπνά
ήρθαν σε επαφή με ιδέες και ανθρώπους , ανάπνευσαν αέρα προσδοκιών και
ελπίδων. Οι δύο μικρότερες αδελφές επίσης μεγάλωσαν και όλοι πρόσεχαν το
μικρό Αλέξη που και αυτός μετά τα 13 ψήλωσε και ανδρώθηκε. Η Τερψιθέα ,
ως μάνα του λόχου πλέον , φρόντιζε για όλα και πιο πολύ για το
βενιαμίν που τον ένοιωθε σαν δικό της παιδί.
Αλλά δεν έμελλε να τελειώσουν οι περιπέτειες. . Εργατικές απεργίες
και αιματηρά επεισόδια σημάδευαν χρόνο το χρόνο τη πόλη και τη περιοχή.
Οι πρόσφυγες όχι μόνο εντάχθηκαν , αλλά διαμόρφωσαν νέα πολιτικά ,
κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Ο μεγάλος αδελφός , με την ευχή και
κατάρα της θανούσης μητέρας , ξαναπήγε στο Γυμνάσιο και το τελείωσε ,
για να διοριστεί , μορφωμένος πλέον ων , στην Εθνική Τράπεζα που τότε
επεξέτεινε τις δραστηριότητες της στις «νέες» χώρες. Ο δεύτερος αδελφός
απεστάλη στην Εσπερία για να σπουδάσει μηχανικός και ο μικρός Αλέξης
στο Γυμνάσιο. Το ίδιο και τα «κορίτσια» , οι δύο νεώτερες αδελφές ,
έχωντας τις πλάτες της πρωτότοκης , περί διάφορα του βίου ετύρβαζον
περιχαρείς αφού οι οικιακές ανάγκες καλύπτονταν με το παραπάνω από την
υπερπροσφορά της δευτερότοκης.
Ο μπάρμπα Τόλιος στο δικό του κόσμο να πενθεί σιωπηλός και να
εργάζεται στο εστιατόριο και τα σύννεφα στον ορίζοντα να πληθαίνουν.
Ήρθε και στη χώρα , ήρθε και στη πόλη η Μεγάλη Κρίση . Λίγο
καθυστερημένα είναι αλήθεια , όπως πάντα συμβαίνει σε αυτή τη πολύπαθη
χώρα , δηλαδή με υστέρηση περίπου 2 ετών. Η οικονομική δυσπραγία
επεκτείνεται σε όλη τη περιοχή και καθιστά ακόμα πιο σκληρές τις
αντιθέσεις. Αυτό αντανακλά και στην ίδια την οικογένεια. Ο Μπάρμπα
Τόλιος δεν μπορεί πλέον μόνος να κατευθύνει το μαγαζί . Ο μεσαίος
αδελφός θα επιστρέψει επειγόντως από το εξωτερικό , αφήνωντας τις
σπουδές του στη μέση για να ασχοληθεί οριστικά με το εστιατόριο και
αργότερα με τη πολιτική . Ο μικρός Αλέξης , πρόσφατα εισαχθείς στη
Νομική του ΑΠΘ θα αναγκαστεί να επιστρέψει και να βρεί δουλειά σε ένα
καπνέμπορο. Και τα «κορίτσια» στο δικό τους ντορό : οι δύο νεώτερες
πλέον σε ηλικία γάμου ( και βάλε ) δεν τολμούν επειδή η πρωτότοκη και η
δευτερότοκη έχουν τυπικά σειρά. Οι ευκαιρίες και τα χρόνια περνούν και η
Τερψιθέα στη δική της ασκητική εξακολουθεί να υπηρετεί και να
παρατηρεί σιωπηλή , με την Αγία Γραφή της πάντα υπό μάλης και το
στοργικό της βλέμμα σταθερά προσηλωμένο στο μικρό. Το μικρό που για
πρώτη φορά στα καπνομάγαζα έρχεται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Άφησε σημάδια βαθειά και στη πόλη και στην οικογένεια αυτή η
περίοδος . Και η δευτερότοκη ήταν εκεί με το λάδι και το χαμομήλι , με
το βάλσαμο της αγάπης της για να υπηρετεί , να ανακουφίζει και να
θεραπεύει. Ο μεγάλος αδελφός έφυγε στην Αθήνα , ο μεσαίος στέλεχος
στους Φιλελεύθερους και ο μικρός στρατιώτης να υπηρετεί τη θητεία του.
Ήρθε και το αποτυχημένο κίνημα του 35 για να αλλάξει πολλά στους
συσχετισμούς , τα δεδομένα και τις δομές της Βόρειας Ελλάδας , της
πόλης και της περιοχής , να επηρεάσει για ακόμα μια φορά τις τύχες της
οικογένειας. Γαλόνια που ξηλώνονταν και ξίφη σπασμένα στο χώμα ,
απεργίες και νεκροί εργάτες , χαμός στα καπνομάγαζα. Ο μικρός απολύθηκε
και έδωσε εξετάσεις στη Τράπεζα της Ελλάδας. Προσλήφθηκε και έφυγε για
τα ανατολικά σύνορα όπου , επί Μεταξά κυβερνήτου πλέον , επιδόθηκε σε
διάφορες «ανεπίσημες» δραστηριότητες προς όφελος της «εθνικής
οικονομίας». Η οικογένεια χωριζόταν αλλά στη πόλη παρέμενε ο πυρήνας … ο
γέρο Τόλιος , η Ελένη που είχε και αυτή αρρωστήσει βαριά , ο μεσαίος
αδελφός Θανάσης να προσπαθεί να τα φέρει βόλτα με το εστιατόριο και τη
πολιτική του φιλοδοξία , άγρια πιά κουτσουρεμένη από το καθεστώς , τα
«κορίτσια» και η δευτερότοκη Τερψιθέα , μονίμως στο στασίδι του σπιτιού ή
σε αυτό της εκκλησίας , αλλά πάντα γονυπετής. Μια ύλη πολυδιάστατη και
συγκολλητική , ένας πομπός δεσμών και στοργής αυτή μου η θειάκα…
Λίγο αργότερα υποχρεώθηκε ο μπάρμπα Τόλιος σε δεύτερη κηδεία. Αυτή
τη φορά θα έθαβε τη πρωτότοκη που λυτρώθηκε οριστικά από την αρρώστια
και το πόνο, αφήνωντας στη Τερψιθέα και το ρόλο του γκιουλέκα. Ένα ρόλο
που εκείνη δεν ανέλαβε ποτέ. Έτσι τα ηνία πήρε ο μεσαίος αδελφός , ο
μόνος παρών από τους άρρενες , συνεπικουρούμενος από τη μεγαλύτερη από
τα δύο «κορίτσια». Κανείς ακόμα δεν είχε παντρευτεί. Τα «κορίτσια»
επειδή τη προτεραιότητα έπαιρνε πλέον η δευτερότοκη , η Τερψιθέα που
όμως δεν εξεδήλωνε καμμία τέτοια επιθυμία. Θεωρούσε ότι στην ηλικία
της πλέον τέτοια προοπτική δεν υπήρχε , πέραν του γεγονότος ότι έπρεπε
να εξακολουθήσει να ασκεί τα «καθήκοντα» της απέναντι στο πατέρα και τα
λοιπά αδέλφια. Σειρά από τα αγόρια είχε βέβαια ο πρωτότοκος που με τα
παραδεδεγμένα της εποχής ώφειλε πρώτα να «αποκαταστήσει» την
εναπομείνασα δευτερότοκη και τα «κορίτσια» προτού προβεί εκείνος στο
απονενοημένο. Διαμορφωνόταν έτσι ένα ιδιότυπο πλέγμα εξαρτήσεων , μια
μπερδεμένη ουρά αναμονής που διακόπτονταν από εκδηλώσεις αυτοθυσίας ,
ειδικά μεταξύ των δύο μεγαλύτερων αρρένων αδελφών και των «κοριτσιών»
που πλέον ξεπερνούσαν αρκετά τη , κατά τα ειωθότα κατάλληλη , ηλικία
γάμου. Μόνοι αμέτοχοι μέχρι τούδε στο παίγνιο η Τερψιθέα με την Αγία
Γραφή της και ο «μικρός» που απουσίαζε μονίμως στα σύνορα. Σε αυτό το
παίγνιο υπομονής και προσδοκιών , αυτοθυσίας και υπολογισμών όλοι οι
παράγοντες λειτουργούσαν από κοινού και ταυτόχρονα. Όλες οι εξαρτήσεις
παρήγαγαν και ενδυνάμωναν δεσμούς και δεσμεύσεις , ψυχαναγκασμούς και
ψυχισμούς προς ένα αδιέξοδο , μια entente cordiale αρρωστημένη που
έπρεπε να σπάσει. Η ώρα εκείνη όμως αργούσε ακόμα πολύ..
Εν τω μεταξύ οι μεσαίος αδελφός με τις δύο μικρότερες , τα
«κορίτσια» , είχαν συμπήξει μια ιδιόμορφη συμμορία. Με εμπνευστή και
καθοδηγητή το Θανάση που υπήρξε άνθρωπος του «κόσμου» , χαρτοπαίκτης
γλεντζές και πότης , τα «κορίτσια» επιδόθηκαν σε δύο δραστηριότητες που
πρώτο θηλυκό διδάξαντα οικογενειακώς είχαν την αποθανούσα Ελένη : τη
τράπουλα και το οινόπνευμα . Μια παραμυθία εύληπτη , εύπεπτη και σχετικά
οικονομική αν και καθόλου υγιεινή , όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Και ήρθε επιτέλους ο νέος μεγάλος πόλεμος , το κορυφαίο γεγονός που
σημάδεψε το πλανήτη , την ήπειρο , τη μικρή μας χώρα και σαν αποτέλεσμα
τη πόλη και την οικογένεια. Από τα αγόρια μόνο ο μικρός θα έφευγε ,
επιλοχίας πυροβολικού , στην Αλβανία , ο μεσαίος επιστρατεύτηκε τοπικά
στη πολιτική άμυνα , ενώ ο μεγάλος , στέλεχος ήδη της τράπεζας στην
Αθήνα , είχε περάσει το όριο ηλικίας για επιστράτευση. Στη μονάδα
επιστράτευσης όπλα δεν υπήρχαν εκτός από μερικές αραβίδες Μάνλιχερ για
τους στρατιώτες και ο Αλέξης επέστρεψε για λίγο στο σπίτι , αναζητώντας
το ενθύμιο που είχε φέρει από τη Μικρασία ο μεγάλος. Ένα εξάσφαιρο
περίστροφο …Γκόλτς ( Κόλτ δηλαδή ) που ακόμα λειτουργούσε. Έντρομη η
Τερψιθέα , έσπευσε κάνωντας το σταυρό της να πετάξει το περίστροφο στο
πηγάδι της αυλής , εξηγώντας αλαφιασμένη στο «μικρό» ότι αν κουβαλάει
όπλο θα πάει στη μάχη και εκεί θα “σκοτωθείς παιδάκι μου” . Ένας
πασιφισμός σε οικογενειακή συσκευασία , πιο ειλικρινής σίγουρα από τις
διαβεβαιώσεις και της πρόνοιες της συνθήκης του Μονάχου , αν και το
ίδιο αναποτελεσματικός. Το σφαγείο ήδη βρισκόταν σε λειτουργία. Μαζί με
άλλους επίστρατους ο μικρός έφυγε με τη μονάδα του για το μέτωπο και
πίσω όλη η οικογένεια αγωνιούσε με τη Τερψιθέα να παρακαλάει όσο ποτέ τα
εικονίσματα.
Η συνθηκολόγηση και η ήττα λίγους μήνες μετά σήμανε και το τέλος της
παραμονής της οικογένειας στην επί σαράντα χρόνια φιλόξενη πόλη της
Ανατ. Μακεδονίας που έγινε η δεύτερη πατρίδα τους και λίκνο των
περισσότερων από τα τέκνα . Η περιοχή θα περιερχόταν υπό Βουλγαρική
κατοχή και η οικογένεια είχε κακό ιστορικό με τους Βουλγάρους. Με
πρόσκληση του μεγάλου αδελφού ο πατέρας και οι τρεις αδελφές έφυγαν για
την Αθήνα , ενώ πίσω έμεινε μόνο ο Θανάσης , ο μεσαίος αδελφός που ήδη
είχε σοβαρό δεσμό και σχεδίαζε να παντρευτεί. Θα ήταν ο πρώτος που θα
«έσπαγε» το συμβόλαιο τιμής που έδενε τα αδέλφια λίγο αργότερα. Και θα
παρέμενε στη πόλη μέχρι τη τελευτή του βίου του διατηρώντας το πατρικό
εστιατόριο και μια σχετική επιρροή στα μεταπολεμικά πολιτικά πράγματα
του τόπου. Η μετακόμιση υπήρξε περιπετειώδης , όπως κάθε παρεμφερές
εγχείρημα εκείνη τη περίοδο. Αγνοούσαν ακόμη τη τύχη του Αλέξη που
αδυνατώντας να περάσει τη γέφυρα στον Αξιό , όπως χιλιάδες
βορειοελλαδίτες που υποχωρούσαν από την Αλβανία , στράφηκε προς νότο ,
αγνοώντας ότι ήδη η οικογένεια βρισκόταν στην Αθήνα.
Η συνάντηση έγινε τελικά στο κλεινόν άστυ που βέβαια ελάχιστο κλέος
του απέμενε με τη σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Με εξαίρεση το
μεσαίο αδελφό , τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας ξαναβρέθηκαν
επιτέλους. Ο Αλέξης κουβαλούσε από την Αλβανία την αίσθηση μιας ήττας
αναμενόμενης , την αηδία για τους προδότες αξιωματικούς , τη διάθεση
για αντίσταση μέχρι τη τελική νίκη και τη βαθειά πεποίθηση ότι ένας
κόσμος καλύτερος θα ήταν εφικτός μετά αυτή τη “τελική” νίκη. Κατοίκησαν
σε ένα μικρό σπιτάκι , χωμένο σε ένα ελάχιστο δρομάκι στις υπώρειες του
Λυκαβηττού . Λίγο αργότερα κατέφθασε και ο Νούνος με τη Νούνα και
μερικοί ακόμα από το συγγενολόι για να απολαύσουν τη πείνα και τις
κακουχίες της κατοχής εν σώματι. Η Τερψιθέα και πάλι μάνα του λόχου , με
τη συνδρομή της Νούνας, μιας καλλονής της εποχής της που ήταν ράφτρα
περιωπής εκεί πάνω για χρόνια , χρόνια που συγχρόνως ανεχόταν τις
τζατζαλιαριές του Νούνου , ενός καλοκάγαθου κατά τα λοιπά ανθρώπου με
φλογερό πάντως ταμπεραμέντο.
Και για του λόγου το αληθές , λίγο καιρό μετά ήρθαν μαντάτα από τη
πόλη πως εμφανίστηκε στο ζαχαροπλαστείο ένας νεαρός αξιωματικός της
Λουφτβάφφε , ηλικίας όχι μεγαλύτερης των είκοσι ετών που αναζητούσε
εναγωνίως το Νούνο. Ο νεαρός με το όνομα Φριτς ανήκε σε μια πτέρυγα
βομβαρδισμού που μεταστάθμευε σε αεροδρόμιο της περιοχής , μάλλον στο
Πράβι , προτού αναλάβει αποστολές στο Ανατολικό Μέτωπο. Περιττό μάλλον
να πληροφορήσω ότι έκτοτε δεν είχε η οικογένεια είδηση γι αυτόν. Όμως
στις αφηγήσεις της οικογένειας το πρόσωπο αυτό ” ο Φρίτς μας” κατέχει
μια ξεχωριστή θέση , αφού ελάχιστες οικογένειες μπορούν να ισχυριστούν
εν Ελλάδι ότι στις τάξεις των υπήρξε τέτοιος ήρως και μάλιστα της
Λουφτβάφφε..
Η ζωή στην κατοχική Αθήνα δεν ήταν προφανώς διασκέδαση. Ο Αλέξης
εντάχθηκε και πάλι στη Τράπεζα της Ελλάδος ως υπάλληλος στο Πειραιά και
αργότερα , μετά το βομβαρδισμό στο Κεντρικό. Ο Δήμος σταθερά στην Εθνική
Τράπεζα και έτσι μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα απολύτως απαραίτητα προς
το ..ζειν μ ε την έννοια ότι είχαν κάτι να βράσουν κάθε βράδυ. Ο
μικρός όμως είχε μπλεχτεί με το ΕΑΜ και την αντίσταση , όντας ήδη μέλος
του ΚΚΕ από προπολεμικά , ανέβηκε κλιμάκια και πήρε μέρος σε διάφορες
αντιστασιακές δραστηριότητες αγνοώντας τις επικλήσεις και τις
αντιρρήσεις της οικογένειας που αγωνιούσε . Μόνο η Τερψιθέα δεν του
έφερε αντίρρηση ούτε τον αποπήρε. Παρακαλούσε κάθε βράδυ που έλειπε ο
Αλέξης στα εικονίσματα και προσευχόταν , αλλά πικρή κουβέντα δεν του
είπε. Ο μπάρμπα Τόλιος έχωντας χάσει ήδη κάθε επαφή με τα εγκόσμια ,
πέθανε ήσυχα το 43 , ο Νούνος είχε πλέον κουφαθεί εντελώς και η ζωή
συνεχιζόταν με τις συνήθεις για την εποχή δυσχέρειες , ενώ παράλληλα
συνεχιζόταν και η αντιστασιακή δράση του μικρότερου αδελφού. Η άγρια
καταστολή των γερμανών και των συνεργατών τους δεν τον πτοούσε και
παράλληλα προκαλούσε όλο και περισσότερα αισθήματα αποδοχής και
υποστήριξης από τη μεριά των υπόλοιπων μελών της διευρυμένης
οικογένειας. Εκτός από το Νούνο που μοναδικό του μέλημα ήταν να
επιστρέψει στο ζαχαροπλαστείο του και τον μεγάλο αδελφό που τηρούσε
στάση επιφυλακτική , όλος ο γυναικείος πληθυσμός , της Νούνας
συμπεριλαμβανομένης , είχαν μετατραπεί σε πιστούς οπαδούς του ΕΑΜ και
ζηλωτές του ΚΚΕ. Χωρίς εξαίρεση… δηλαδή ακόμα και η βαθύτατα
θρησκευάμενη Τερψιθέα , ξενυχτούσε με την Αγία Γραφή και το παράνομο
τύπο στο προσκεφάλι περιμένωντας ..το Αλεκάκι. Στο σπίτι μάλιστα για ένα
μικρό διάστημα φιλοξενήθηκε η Ηλέκτρα Αποστόλου με την οποία η
Τερψιθέα ανάπτυξε μια σχέση κατανόησης και αλληλοεκτίμησης που δε
συναντιέται συχνά στους κομματικούς δαιδάλους , είτε δούμε στο παρελθόν ,
είτε στο ( τότε ) παρόν και ακόμα περισσότερο στο αδιανόητο ( τότε
πάντα ) ) μέλλον.
Δεν ήταν ανεξήγητη και τυχαία αυτή η πολιτική μεταστροφή του
γυναικείου πληρώματος . Δύο παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτό : η διάχυτη
πλέον αίσθηση ότι η νίκη της αντίστασης ήταν εφικτή , αλλά πολύ
περισσότερο η γυναικεία φύση που εμπιστεύεται , λατρεύει και
αφιερώνεται στο πιο σφριγηλό , δραστήριο αρσενικό της οικογένειας , μια
φυσική επιλογή που εμπεριέχει ελάχιστη λογική , ένα ποσοστό
υπολογισμού , αλλά πολύ και γνήσιο συναίσθημα και πίστη.
Χιλιάδες άνθρωποι , μαζί και η Ηλέκτρα , θυσιάστηκαν σε αυτό τον
αγώνα μέχρι να έρθει η ελευθερία στη πατρίδα. Από τους πανηγυρισμούς
και την ευωχία των πρώτων ημερών περάσαμε γρήγορα στη περίσκεψη , τη
δυσπιστία , το ξεσκέπασμα των προθέσεων και των δόλιων σχεδιασμών και
τέλος το ξέσπασμα της σοβούσας σύγκρουσης. Το ..Αλεκάκι χαμένο στις
γειτονιές , στα αχτίφ και τις επιχειρήσεις και οι όλμοι να πέφτουν
βροχή στις στέγες και τις αυλές της γειτονιάς απ τους Εγγλέζους
απελευθερωτές μας. Ο Νούνος ένοιωθε μονάχα το ωστικό κύμα των εκρήξεων ,
έβλεπε τα παραθυρόφυλλα να κοπανάνε και φώναζε στη Τερψιθέα : « Φ’σάει
ορέ Πετεσέα φ’σάει.. ! » και γύρω του η πόλη ρήμαζε και το αίμα κύλαγε
ποτάμι.
Και ήρθε η ειρήνευση και η Βάρκιζα , προς δόξαν του Έθνους και της
ισορροπίας μεταξύ των νικητών , που ακόμα πάλευαν να εξοντώσουν το
πληγωμένο τίγρη στο Βερολίνο . Η διάδοχη τάξη πραγμάτων για τον κόσμο
δεν περιείχε στο σχεδιασμό ελπίδα και μέλλον για εκείνους που αψήφησαν
το φασισμό και δεν ηράσθησαν το Γλύξμπουργκ και τα αφεντικά του. Μπήκε η
χώρα και η πόλη σε μια νέα φάση «νομιμότητας» που , δια μέσου των
κεφαλιών που κρεμάσανε στα Τρίκαλα , θα καταλήγαμε στα γουναράδικα για
τα περαιτέρω. Η Νούνα με το Νούνο επέστρεψαν στο βορρά , στο
ζαχαροπλαστείο και στην Αθήνα απέμειναν τα τρία “κορίτσια” : η Τερψιθέα
, η Ευτέρπη και η Αρετή μαζί με το μικρό και το μεγάλο αδελφό. Η
σταθερή μέχρι τότε σύμβαση , ότι θα έπρεπε πρώτα να τακτοποιηθούν –
αποκατασταθούν οι αδελφές , είχε διαρραγεί αρχικά από το μεσαίο αδελφό
στο τέλος της κατοχής και σύντομα θα ερχόταν στο κόσμο και το πρώτο
μέλος της νέας γενιάς στην οικογένεια . Πριν ξεσπάσει ακόμα ο Εμφύλιος ο
Δήμος ακολούθησε το παράδειγμα του μεσαίου και ο ..μικρός μόνο απέμενε
ελεύθερος ( εδώ με διττή έννοια ) . Είχε ήδη σχέση με μια συνάδελφο
ιδίων φρονημάτων και φυράματος λίγο πριν βγουν και οι δύο στη παρανομία.
Στο μικρό σπιτάκι απέμειναν τελικά τα τρία «κορίτσια» με τη Τερψιθέα
στα γνωστά της καθήκοντα και τις άλλες δύο να περιφέρονται και να
ασκούνται στο βαλέ και το ποτήρι. Εδώ να σημειώσω ότι ούτε αυτές
είχαν τίποτε το πραγματικά μεμπτό , τουλάχιστον ως προς το επίπεδο των
ηθικών αξιών που εδώ ασκούμε. Καλόκαρδες , σχεδόν απονήρευτες και
ολοκληρωτικά πλέον δοσμένες στο οικογενειακό ιδεώδες , δηλαδή στην
ανυπόκριτη και άνευ όρων λατρεία των αρσενικών της οικογένειας που
επιτέλους έφτιαχναν τη ζωή τους , αν εξαιρέσουμε το μικρό. Γιατί μια
τέτοια συρροή ευτυχών συγκυριών ποτέ δεν έμεινε ασυνόδευτη από
τραγικές περιπλοκές. Ο Αλέξης είχε τελικά συλληφθεί και οδηγηθεί στο
στρατοδικείο με κατηγορίες που θα επέφεραν οπωσδήποτε τη ποινή της
εκτέλεσης , αν και διαμέσου κάποιων μεσολαβήσεων για τις οποίες κάποτε
θα πρέπει να γράψω , καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια και ενεκλείσθη στα
Βούρλα. Η συνάδελφος μνηστή του πάλι είχε πάρει την άγουσα για
παραθερισμό στους Παρθενώνες και δεν θα έμελλε να ξαναϊδωθούν πριν
περάσει μια πενταετία.
Ο μεγάλος αδελφός είχε αναλάβει πλέον τη προστασία των τριών
«κοριτσιών» και με το γάμο του μετώκησε στη , πολύ του συρμού τότε ,
Πλατεία Αμερικής. Ανέβαινε ένα – ένα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας στη
τράπεζα και με το μισθό του μπορούσε να καλύψει τα έξοδα δύο σπιτιών. Η
Τερψιθέα πλέον είχε «υποβαθμισμένο» αντικείμενο : τα αγόρια έλειπαν , ο
πατέρας είχε πεθάνει και οι δύο μικρότερες αδελφές αποτελούσαν πλέον το
δικό της μικρόκοσμο υποχρεώσεων. Πέρα από τη συνεχή αγωνία για το
..μικρό που συνομιλούσε με σπουργίτες στα Βούρλα και τη σχεδόν
καθημερινή εκστρατεία προς το λιμάνι για ένα αμφίβολο επισκεπτήριο , η
κυρά «Πετεσέα» είχε τώρα περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Ένα χρόνο που
φυσικά αφιέρωνε στη μελέτη της Αγίας Γραφής και στα καθήκοντα της προς
την εκκλησία. Είχε πλέον περάσει τα 50 και από κοντά ακολουθούσαν ,
σαραντάρες , οι δύο μικρότερες αδελφές. Η νηστεία , η σκληρή δουλειά , η
αποφυγή του καπνίσματος των ξενυχτιών και του ποτού , η
αδιαπραγμάτευτη άρνηση της να καταφεύγει , όπως οι άλλες , στη χάρτινη
γοητεία του φάντη και του παππά τη διατηρούσε σε άριστη υγεία. Το
βράδυ , όταν οι ..άλλες επιδίδονταν με τη λοιπή τους παλιοπαρέα σε
ολονυχτίες πόκας ή κουμ κάν , είτε τριγύριζαν στις ταβέρνες και σε
φιλικά σαλόνια , εκείνη χτένιζε τα μακριά της μαλλιά σε καθώς πρέπει
κότσο μουρμουρίζοντας ψαλμουδιές με το μυαλό της στο ..μικρό , που και
εκείνος από το στενό του κάγκελο ονειρευόταν το Κρεμλίνο και την
οριστική επικράτηση των λαών.
Πέρασαν έτσι μερικά ακόμα ενδιαφέροντα χρόνια , μέχρι τη στιγμή που
με διάφορα μέτρα «ειρήνευσης» μετετράπη η ισόβια ποινή του Αλέξη σε
10ετή κάθειρξη και στη συνέχεια με διάφορες χάριτες και αμνηστίες
αποφυλακίστηκε το 54 . Έτσι δεν πρόλαβε τη μεγάλη απόδραση , ούτε τον
ενόχλησαν σοβαρά στη συνέχεια οι αρχές. Ήταν ήδη δηλωσίας και
διαγραμμένος , οπότε ούτε ο μηχανισμός του κόμματος , όσος είχε
απομείνει , επεδίωξε να έχει σχέση μαζί του. Ένα χρόνο πριν είχε
απολυθεί από το μεγαλούργημα του Ικτίνου και εκείνη η φουκαριάρα η
συνάδελφος , διαλυμένη από τη καλοπέραση και σύντομα παντρεύτηκαν. Αυτή
η σχέση μια ιστορία από μόνη της καλοί μου αναγνώστες που δεν θα μας
απασχολήσει εδώ. Το καίριο , που μας αφορά , είναι ότι ο Αλέξης δεν
απόλαυσε την …ελευθερία του για μεγάλο διάστημα . Ομοίως και οι τρεις
αδελφές δεν τον χάρηκαν για πολύ μετά την αποφυλάκιση. Είχαν πλέον
μετακομίσει σε ένα μικρό τριάρι στη Κυψέλη , προσφορά του μεγάλου
αδελφού , όπου πάλι τρεις γυναίκες μόνες έμελλε να περάσουν και να
κλείσουν το κύκλο του βίου τους. Ο Αλέξης μετακόμισε σύντομα σε μια
πάροδο της Λ. Αλεξάνδρας μαζί με τη σύζυγο για να ανοίξουν στα σαράντα
τους οικογένεια στη μετεμφυλιακή Αθήνα , που γέμιζε σιγά σιγά
πολυκατοικίες και η καλή μου θειάκα Τερψιθέα ευχαριστούσε κάθε βράδυ στη
προσευχή της το Πανάγαθο και τη Παναγία που ο μικρός βρήκε επιτέλους
το δρόμο του.
Πίσω από αυτή την ανυπόκριτη στάση της , υπάρχει μια παλληκαριά και
μια αυταπάρνηση στην οποία η Τερψιθέα ήταν τρόπον τινά εθισμένη. Το
γεγονός ότι και τα τρία αδέλφια είχαν παντρευτεί χωρίς να καταφέρουν το
τότε αυτονόητο , να αποκαταστήσουν δηλαδή τις αδελφές τους , δεν ήταν
μικρό πράγμα. Έθετε αφ΄ εαυτού του ζητήματα , υπέθαλπτε στάσεις ,
εξέθρεφε δυνάμει πικρίες και νευρώσεις , αλλά εκείνη ποτέ δεν
εξέφρασε το παραμικρό. Σκυμμένη στη δουλειά και τη προσευχή δεν άφηνε
στον εαυτό της τέτοιες “πολυτέλειες” ως διέξοδο. Δεν συνέβαινε το ίδιο
με τις άλλες δύο. Ενώ η Τερψιθέα υπήρξε , όσο ζούσε συμπαραστάτης
ειλικρινής της συμβίας του Αλέξη , οι δύο νεώτερες αδελφές τήρησαν στάση
που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άμεμπτη. Μη φανταστείτε τίποτε
συνεχείς υστερίες και θερμά επεισόδια. Μέσα στα πλαίσια μιας εκατέρωθεν
αξιοπρέπειας ως κανόνα επέρχονταν και έληγαν οι ρήξεις και οι
ζήλιες. Όμως η Τερψιθέα βράχος υπήρξε και κυματοθραύστης ακατάβλητος ,
στον οποίο η φουκαριάρα σύζυγος , κόρη ξεπεσμένης οικογενείας του
Πειραιώς με πιάνο και γαλλικά , έβρισκε απάνεμο και σίγουρο λιμάνι.
Εκείνη είναι περίπου η περίοδος όπου η οικογένεια εμπλουτίζεται και
από δεύτερο μέλος της νέας γενεάς. Δεν έμελλε να προκύψει άλλο στη
πορεία : όπως θα θυμάστε ίσως στη μικρή πόλη της Βόρειας Ελλάδας
απέμενε μόνο ο μεσαίος αδελφός που με τη συμβία του διατηρούσαν το
γνωστό πατρικό εστιατόριο. Είχαν ήδη αποκτήσει άρρεν τέκνο από δεκαετίας
που έφερε υπερήφανα το όνομα του μπάρμπα Τόλιου. Τώρα και ο μικρός
αδελφός Αλέξης , αποκτούσε επιτέλους άρρεν που έμελλε κάποτε να
συγγράψει αυτό το άχαρο χρονικό. Και επρόκειτο σύντομα να λάβει
«τούνομα» του δεύτερου τη τάξει αδελφού , που μετά από σύντομη αλλά
βαρύτατη ασθένεια θα έφευγε από τη ζωή , αφήνωντας πίσω του σύζυγο και
παιδί και την οικογένεια σε συντριβή. Ο θάνατος ήταν τακτικός επισκέπτης
της οικογένειας και μάλιστα κληρονομικώ πλέον δικαίω.
Η δεκαετία του 60 ήρθε για την οικογένεια με τους ίδιους περίπου
όρους. Ο μεγάλος αδελφός είχε αρρωστήσει και πολύ σύντομα θα
αποχαιρετούσε και αυτός τα εγκόσμια. Μετά από ένα διαζύγιο και ένα
δεύτερο άτυχο γάμο δεν άφησε πίσω του απογόνους ούτε περιουσία άξια
λόγου , παρά μόνο μια σύνταξη για τις τρεις άγαμες αδελφές και την
έξωθεν καλή μαρτυρία για τη τιμιότητα και την εν γένει πολιτεία του στη
τράπεζα και τη κοινωνία. Μετά και αυτό το γύρο θανατικού , υπήρξε
επιτέλους μια περίοδος ηρεμίας για την οικογένεια.
Ο Αλέξης με τη σύζυγο και το μικρό στη Λ. Αλεξάνδρας , ασχολούμενος
στο Πειραιά με εμπόριο ξυλείας και οι τρείς αδελφές . τα “κορίτσια” ,
στο διαμέρισμα της Κυψέλης. Μια απόσταση ασφαλείας μεν , αρκετά όμως
εγγύς ώστε να είναι εφικτή η διατήρηση της ισορροπίας στις δεσμεύσεις
και επαφές. Γιατί , αν θυμάστε καλά , το είπαμε και λίγο παραπάνω , με
εξαίρεση την άψογη στάση της Τερψιθέας οι σχέσεις των δύο μικρότερων
αδελφάδων με τη σύζυγο δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν αγαστές , αν και
σε ελάχιστες περιπτώσεις τα πράγματα έφτασαν στα άκρα. Τα «κορίτσια» μη
έχωντας πλέον άλλο προστάτη ήσαν παθολογικά προσκολλημένα στον
εναπομείναντα μικρό αδελφό , το μόνο από τους άρρενες της οικογένειας
που θα είχε βίο πολύχρονο. Αυτός προσπαθούσε να τηρήσει τα προσχήματα ,
να γεφυρώσει αντιθέσεις , αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν πάντα εφικτό επειδή
ήταν βαρύτατη πάνω του η αίσθηση ενοχής για το γεγονός ότι δε κατέστη
εφικτό να αποκατασταθεί έστω μια από τις τρεις αδελφές.
Έτσι σε κάποιες λίγες περιπτώσεις είχαμε κρίσεις και εξάψεις
μεταξύ των δύο νεωτέρων «κοριτσιών» και της συμβίας του Αλέξη , που
κατέληγαν ακόμα πιο σπάνια σε λιποθυμικά επεισόδια της θιγείσης
συζύγου. Επεισόδια πραγματικά και όχι θεατρινισμοί , λιποθυμίες που
οφείλονταν στο νευρικό κλονισμό που είχε υποστεί η σύζυγος και μητέρα
κατά τις παραθεριστικές της περιπέτειες ανά τας νήσους του Αιγαίου. Είχε
τη μεγάλη τύχη να απολαύσει όλη τη διαδρομή : Χίο , Τρίκκερι ,
Μακρόνησο και όλες τις εκεί “αθλητικές” δραστηριότητες και η υγεία της ,
ιδίως νεύρα και στομάχι , ήταν από τότε εύθραυστη. Θα επιβίωνε τελικά
φτάνωντας σε βαθειά γεράματα και αφού θα προλάβαινε να θάψει όλους τους
προαναφερόμενους , όμως εκείνα τα επεισόδια τα θυμόταν πάντα και παρά
τις μακρές περιόδους φαινομενικής ηρεμίας η σχέση της με τις δύο
αδελφάδες , αν και με το όπλο παρά πόδα , δεν ειρήνευσε οριστικά ποτέ. Η
θολή αίσθηση εκείνης της περιόδου παραμένει ακόμα και σήμερα ως αχλύς
παιδικών μνημών στο γράφοντα , ανακατεμένη με μνήμες από οικογενειακές
συγκεντρώσεις , βεγγέρες , τραπέζια στη Κυψέλη για τη Πρωτοχρονιά ή το
Πάσχα , ιστορίες και αφηγήσεις στο τραπέζι επί ώρες για γεγονότα ,
ανθρώπους , ιστορικές στιγμές με φαγητό , κρασί και τσιγάρο και
αργότερα , κατά το απόγευμα , το στρώσιμο της τσόχας , οι μάρκες και
άλλο πιοτό και άλλες συζητήσεις και άλλο τσιγάρο. Ψυχή και κέντρο
βάρους πάντα ο μικρός αδελφός προς τον οποίο όλα τα βλέμματα και όλες
οι εξυπηρετήσεις απευθύνονταν και ο οποίος είχε το τελικό λόγο για όλα
τα ζητήματα που ετίθεντο.
Η Τερψιθέα παρίστατο κατά τη διάρκεια του γεύματος ή του δείπνου για
να εισπράξει τα κολακευτικά σχόλια των συνδαιτημόνων για τη μαγειρική
της , αφού δεν χρειάζεται να το εξηγήσουμε : πίττες ηπειρώτικες , ψητά
, διάφορες εντράδες , ορεκτικά και μακεδονίτικες σπεσιαλιτέ που
στόλιζαν το τραπέζι ήταν δικό της έργο. Έτρωγε ελάχιστα ή και καθόλου
όταν βρισκόταν σε νηστεία , εξέφραζε με ένα γλυκό μορφασμό , μείγμα
αποστροφής και ανεκτικότητας , τον αποτροπιασμό της στις εκατέρωθεν
εκτοξευόμενες αθυροστομίες και με το πέρας του φαγητού αποσυρόταν στο
μέσα δωμάτιο με τα εικονίσματα , την Αγία Γραφή της , τις ψαλμουδιές και
το αναμμένο της καντήλι . Χτένιζε σε κότσο τα μακριά της μαλλιά ,
μερικές φορές έπαιρνε μαζί της το μικρό γόνο του Αλέξη και του χάιδευε
τα μαλλιά μέχρι να αποκοιμηθεί και πριν γύρει και αυτή να ξαποστάσει
έβαζε στο πλάι τα γυαλιά της και μέσα σε ποτήρι με νερό τη μασέλα της.
Γιατί πλέον αγαπητοί μου αναγνώστες τα χρόνια είχαν περάσει και οι
συσσωρευμένες ταλαιπωρίες , κακοπάθειες και νηστείες μπορεί να μη
κλόνισαν την υγεία της , αλλά είχαν αδυνατίσει την όραση της και
ερημώσει κυριολεκτικά την οδοντοστοιχία της. Θα μπορούσε κανείς να
ισχυριστεί ότι η Αγία Γραφή , το καντήλι με τα εικονίσματα , το χτενάκι ,
τα γυαλιά και η μασέλα της ήταν τα μοναδικά της περιουσιακά στοιχεία ,
μια περιουσία αμύθητη για τα δικά της δεδομένα , για τις δικές της
πεποιθήσεις.
Εκεί για πρώτη φορά ο γράφων , σχεδόν νήπιος , παρατήρησε το
φαινόμενο «μασέλα» . Ένα απρόσμενο θαύμα μπροστά στα παιδικά μάτια ,
μια παράσταση σχεδόν ζογκλερική , όπου τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης
αποσπάται με μια κίνηση από τον φέροντα οργανισμό και εναποτίθεται σε
ένα ποτήρι νερό. Σε αυτή την ανεξήγητη και επομένως γοητευτική
διαδικασία ήρθε να προστεθεί , συν τω χρόνω , ένα ακόμα πιο
καταπληκτικό εφφέ συνοδευόμενο από μια λεκτική έκφραση που αποτελεί το
έναυσμα και το τίτλο για αυτή την αφήγηση. Με πρωτοβουλία των δύο άλλων
αδελφάδων και προς νουθεσία και εκφοβισμό του έτερου βλαστού της
οικογένειας , του άτακτου υιού του δεύτερου αδελφού που συχνά
φιλοξενούνταν στη Κυψέλη , επιστρατεύονταν η δύστυχη Τερψιθέα με τη
μασέλα της για μια μοναδική , όσο και τρομερή παράσταση. Εμφανιζόταν στη
πόρτα του σαλονιού και υπό τις προτροπές και οιμωγές ( εν μέσω γελώτων
φυσικά ) των παρισταμένων : « ο ..Βάμπιρας …ο Βάμπιρας» επεδείκνυε την
επίφοβη μασέλα εξέχουσα της γνάθου και τρεμάμενη στο εκστασιασμένο
κοινό.