Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Λ. ΛΟΥΤΕΜΗΣ.


Το Παραμύθι Ενός Ραγισμένου Έρωτα






















Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να 'ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πει το καημό του.

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Έρωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη,
για να βρει ένα γραμμόφωνο
για να πει το καημό του.

"Έρωτα μη σε πλάνεψαν
  άλλων ματιών μεθύσια
  και μεσ' τα κυπαρίσια
  περνάς με μι' άλλη νιά;
  Έρωτ' αδικοθάνατε,
  Έρωτα χρυσομάλλη,
  αν σ' είδαν με μιάν άλλη,
  ήταν η Λησμονιά
".

Μιά φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μιά μισή πλάκα,
που 'λεγε το μισό της σκοπό:
"Έρωτα μη σε... Έρωτα μη σε...
  έρωτα μισέ... έρωτα μισέ
..."

Θε μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν' ανασηκώσει τη βελόνα
και ν' ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:

"Έρωτα μη σε σκότωσαν
  τα μαγεμένα βέλη;
  Έρωτα Μακιαβέλλι.
  Τα μάτια που σε λάβωσαν,
  με δάκρυα πικραμένα,
  καρφιά 'ταν πυρωμένα
  και μπήχτηκαν βαθιά
".
......................................................


Ποιός μου χτυπά το τζάμι;
Μη μου χτυπάτε.
Δεν είμαι 'δω.
Εδώ κατοικεί η Μοναξιά
με μόνιμη νοικάρισα τη Πλήξη.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Μάταια χτυπάτε.
Εγώ δε μπορώ ν' ανοίξω.
Δε μπορώ να συρτώ
ούτ' ως τη πόρτα του σπιτιού μου,
ούτ' ως τη πόρτα του άλλου κόσμου.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Δεν είμαι 'δω.
Εδώ ειν' ένα ξερό έντομο
σ' ένα κόσμο, -φέρετρο-
όπου απαγορεύεται -με κίνδυνο ανάστασης-
ακόμη κι ο θάνατος σου!

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στο σπίτι.
Λάθος στη πόρτα.
Λάθος στον αιώνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!

Γι΄αυτό πάψτε.
Πάψτε -για το Θεό- να μου χτυπάτε!
Σας το ξαναλέω- μή!
Εδώ δε κατοικώ εγώ.
Εδώ κατοικεί μια αιμοβόρα
κι ακροβάτισα αράχνη,
που πριν λίγο έφαγε μια πεταλούδα.
Μια χρυσή, λεπτή πεταλούδα,
που -αλίμονο- είχε τ' όνομά μου!


  Α ρα δεν είχα αγαπηθεί, αυτό ήταν όλο 
  Ί σως ανόητα υποδύθηκα το ρόλο
  Γ ελωτοποιού πολύ μετρίας κλάσης
  Λ ησμονημένος σε μιάν άχρηστη αποθήκη
  Η λίθιος κούκλος με σπασμένη μύτη
                      
 (4 Ποιήματα από το: "Κάτω Απο Τα Κάστρα Της Ελπίδας")
..........................................................................

Οι κερασιές θ' ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουν μ' άνθια το παρτέρι.
Πικρή που ειν' η 'Ανοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι!
Πικρή που 'ν' η ζωή!

'Ανοιξε το παράθυρο στη πρωϊνή γιορτή,
για να 'μπουν οι μοσχοβολιές από το περιβόλι.
Αχ κάθε του τριαντάφυλλο και μια πλήγη από βόλι,
είναι για 'σε ποιητή!

Κουράστηκα να σε καρτερώ, Έρωτα και να λιώνω,
'πα στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος, μια ζωή.
Μ' αν ήτανε να 'ρχόσουνα για ένα έστω πρωΐ,
χίλια θε να 'δινα πρωϊνά, να ζήσω εκείνο μόνο.

 -------------------------------------------------             

Θρόμβοι αιματένιοι στου κλαβιέ, κυλήσαν τη καδένα.
Κόκκινη γύρη, που το δρόμο πήρε της νοτιάς.
Ψυχή, που θάλασσα έγινες, -μια θάλασσα φωτιάς-...
Μπαλάντα του Σοπέν Νούμερο Ένα.
............................................................................
Αντίο Γαλήνη τώρα πια. Αντίο σεμνή Ησυχία
κι αντίο 'συ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ,
Χαρά που στ' αποδείπνι σου δε βρήκα ούτε ψιχία
και καλώς ήρθες βιαστικέ και βίαιε Χαλασμέ!

Στάχτη η Αγάπη. Η Ελπίδα αβέβαιη καταχνιά.
Καπνίλα, αιμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι...
Μες στις ρωγμές ο Θάνατος, σα κρύος βοριας, τρυπώνει
κι οι άνθρωποι -σφάγια- τονε προσμένουν στα παχνιά!

Ορθή η Φοβέρα μοναχά και μοναχά η Οργή,
-κλάψτε μικροί, που για μεγάλοι 'χατε φτάσει-
Η Δόξα εφτερούγισε, λίγο να ξαποστάσει,
επάνω στα κεφάλια σας και μίσεψε γοργή!

Μικρέ Εαυτέ, που για αητός ανέβαινες κι από ψηλά,
τον ήλιο βάλθηκες, σα σύννεφο να 'σκιώσεις.
Γραμμένο σου ήτανε σα σύννεφο να λιώσεις
και σα βροχή να πέσεις χαμηλά.

Και τώρα από το χώμα αυτό, που ποτισμένο το 'χω 'γω
με των ματιών μου τη βροχή και με τον εαυτό μου,
ζητώ φωτιά, απ' τη στοργή του τελευταίου εντόμου,
ν' ανάψω, να πυρποληθώ και να φλεγώ!

Τους πράους δε κατάφερα να τους λατρέψω και να τους
παρηγορήσω που 'κλαιαν, πάνω στους άδειους μώλους.
Ειν' η καρδιά μ' ολόκλειστη για τους ουράνιους, δυνατούς.
Και για τους γήϊνους... και για όλους... και για όλους...

Στιγμή δε τη ξεδίψασα την άγρια 'παντοχή μου,
θλιμμένος κι όντας έκλαιγα και που τραγούδαγ' όντας...
Και το κοράκι, που απ' τα Ηλύσια μ' έφερε πετώντας,
για πληρωμή, μου πήρε τη ψυχή μου!
...................................................................................
Καλή μου τέλειωσε ο Σοπέν; Α πόσο υπέροχη ήσουν!
Κι εγώ δε μπόρεσα απλόν, ούτ' έναν έπαινο να βρώ.
Μα πως να σε παινέψουνε, πως να χειροκροτήσουν,
τα χέρια τούτα που τριάντα χρόνια, κάμαν στο σταυρό;

(2 Ποιήματα από το "Οι Κερασιές Θ' Ανθίσουν Και Φέτος")


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου