Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Πρέπει να σου λείψει κάποιος για να καταλάβεις πόσο πολύ τον αγαπάς.

Και όταν έρθει η στιγμή που πρέπει να αντιμετωπίσεις τα πράγματα πρόσωπο με πρόσωπο τι κάνεις; είσαι έτοιμη ή απλά μόνο το νομίζεις..; το ρισκάρεις ή όχι;
Η αλήθεια είναι πως για να το σκέφτεσαι μάλλον δεν είσαι και πολύ. Πως αντιδράς; Πως ξεσπάς; Άμα δεν εκτονωθώ δεν μπορώ να ηρεμήσω. και από την άλλη πως να εκτονωθώ; Όχι πάντως σε ανθρώπους που με στηρίζουν..
-Μου λείπεις..
-Και μένα...
Και μετά τίποτα. Ησυχία όπως και πριν. Γιατί; Γιατί να κάνω κίνηση σε μια ιστορία τελειωμένη; Γιατί με βασανίζει το γεγονός ότι δεν υπολόγισα σωστά τα πράγματα και τον οδήγησα σε λάθος συμπεράσματα.. Άραγε μόνο εγώ να έφταιγα; Τι έφταιξε;




-Είσαι καλά; (ρίχνει εγωισμό)
-Καλύτερα από ποτέ..(δεν τον έχει βγάλει στιγμή από το μυαλό της)
-Χαίρομαι..και εγώ είμαι καλύτερα από ποτέ... (ψέμματα)
Είναι άδικο να μην εξωτερικεύεις τα συναισθήματα σου.. Από την άλλη αξίζει όλο αυτό; Παλεύεις μία ζωή και όχι μόνο δεν γίνεται κάτι χάνεις και κάτι πολύτιμο.. τον εαυτό σου..
Έχει μπει το καλοκαίρι και εσύ λείπεις..γιατί; Που είσαι; Που έχεις χαθεί; Εγώ όταν χάνομαι χάνομαι μόνο στα μάτια σου.. πουθενά αλλού.. Όταν είμαι μαζί σου δεν με νοιάζει τίποτα άλλο στον κόσμο.. εσένα; Σου λείπω; Είναι άραγε εγωιστικό να μην θέλω να περνάς καλά μακρυά μου; Από την άλλη μόνο να είσαι καλά μου φτάνει.. Θυμάσαι; Ένα χαμόγελο ήθελα και μου έφτιαχνε ολόκληρη η μέρα.. Και τώρα ποιόν θα έχω να με ξυπνάει το πρωί; Ακόμα και που μαλώναμε αυτό με γέμιζε.. νόμιζα ότι αναζωογονούταν η σχέση μας..
Θα μου ξανασυμβεί άραγε να αγαπήσω; Και αν είναι πάλι ψέμματα; Χθες καθόμουν στο παγκάκι που μιλούσαμε. Ήσουν μακρυά και αυτό το παγκάκι σε θυμίζει. Εκεί λύναμε τις διαφορές μας, μου έλεγες πως με αγαπάς..Έχεις φύγει αλλά το παγκάκι είναι ακόμα εκεί.. να μου ψιθυρίζει τις όμορφες και γλυκές συζητήσεις μας..τους γρήγορους και χαζούς τσακωμούς μας..
Μακάρι η ζωή να ήταν τόσο εύκολη όσο ένα παιχνίδι τάβλι.. Ξεκινάς αμέσως μία καινούργια παρτίδα χωρίς να σε νοιάζει ιδιαίτερα αν έχασες γιατί σκέφτεσαι ότι στον επόμενο γύρω θα νικήσεις εσύ.. Έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε για την ζωή; Είναι τόσο απλό όσο ακούγεται; Μπα δεν νομίζω..
Κάποτε κάποιος μου είχε πει..''οι άνθρωποι μπορεί να ξεχάσουν τι ακριβώς έκανες και είπες, αλλά πάντα θα θυμούνται πως τους έκανες να αισθάνονται''. Είναι αλήθεια και το πιστεύω ακράδαντα. Αλλά πιστεύω περισσότερο ότι όλα τα θυμούνται. Όταν κάποιος τους έκανε να γελάσουν..να κλάψουν.. να συγκινηθούν..τα πάντα. Ώρες ώρες πραγματικά σκέφτομαι να ήμουν ένας υπολογιστής. Με ένα delete έχουν διαγραφεί όλα. Δεν θα είχα καρδιά. Αλλά δεν θα με πείραζε. Έτσι όπως την έχουν κάνει λογικό είναι να μην με νοιάζει.
Κάθε φορά που χάνομαι γυρίζω πίσω και  βαδίζω σε δρόμους που είχαμε περάσει μαζί μήπως και σε ξαναδώ με αυτό το υπέροχο χαμόγελο.. Να ήταν άραγε μάσκα και αυτό; Και τι δεν θα έδινα να ξανάβλεπα αυτό το χαζό μουτράκι. Να μου μιλάει,να μου γελάει,να μου θυμώνει -αχ θεέ μου τόσο γλυκά- Άραγε σε έχει κάνει ποτέ καμία  να αισθανθείς έτσι; Δεν νομίζω ότι όλα μα όλα ήταν ένα ψέμα.. εκτός κι αν ήσουν τόσο καλός ηθοποιός.
Το σπίτι με ζητά καθόλου;.. είχες φτιάξει σπίτι για εμάς τους δύο.. θυμάσαι; Και τώρα τι; Τίποτα απλά. Μένεις με κάποια άλλη εκεί. Είναι το ίδιο; Πες μου.. απάντησε μου έστω μία φορά ας είναι και η τελευταία μόνο όμως με ειλικρίνεια. Η αλήθεια σκοτώνει. Το ξέρω. Καλύτερα να πληγωθώ παρά να ζω σε ένα ψέμα που δεν λέει να τελειώσει. Μετά διαλύονται όλα. Δεν μπορεί να κάνεις τίποτα. Δεν μπορείς να γελάσεις ούτε όμως να κλάψες. Μετά υπάρχει ένα κενό -αρκετά μεγάλο- ένα πάγωμα που δεν νιώθεις πια-για λίγο- τίποτα.
Ένα έχω να πω..... Λόγια του ανέμου
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

10η Εντολή S03E21 Κλειστά Παράθυρα

Προσθήκη λεζάντας

Η νύχτα τελειώνει κι απ’ το αμόνι βγαίνουν σπαθιά δίκοπα

Η νύχτα τελειώνει κι απ’ το αμόνι βγαίνουν σπαθιά δίκοπα

Ωραία κυρά κι αρχόντισσα, πατρίδα όμορφη και ζηλεμένη από πάντα. Την έριξαν στα μπορντέλα και στα μπουντρούμια της ανομίας τους οι λακέδες, που ούτε στη σκιά από τ’ όνομά της δεν είναι άξιοι να σταθούν…
Πόσες φορές θα φτύσεις την ψυχή σου, άμοιρε…;
Πόσες φορές θα βλαστημήσεις που αυτή την ομορφιά αφήνεις να την αγγίζουν ετούτοι οι μαύροι;
Πόσες φορές θα ζητήσεις βοήθεια από τον Θεό της Ελλάδας, για όσα δεν έκανες απέναντι σ’ αυτούς που πούλησαν την ψυχή τους στον διάολο και βάλανε την ζωή σου στον τόκο;
Σαν φαντάσματα, χαμένοι στου μυαλού την παραζάλη, γυροφέρνουμε μεσ’ στα σκοτάδια ψάχνοντας μία γωνιά για να κρυφτούμε απ’ το κακό, αντί να ψάχνουμε τον τρόπο για να βγούμε από την φυλακή εκείνη που τόσο πρόθυμα περάσαμε τις πόρτες της…
«Δεν είναι πολίτες, πελάτες είναι… Σκυμμένοι σε λίγο θα ικετεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και θα ξεχάσουν την χώρα, θα λησμονήσουν το έθνος και την πατρίδα, επειδή μέσα τους θα υπάρχει μόνο το κραταιό και αδυσώπητο κράτος.
Ρουφιάνοι θα γίνουν οι πιότεροι από όλους αυτούς που σήμερα καμώνονται τους πατριώτες. Το ‘χει η ιστορία μας να πληρώνουμε τα λάθη μας, μα περισσότερο να πληρώνουμε όλους εκείνους που στους ώμους μας κουβαλήσαμε.
Δεν είδες που πάνε να σπάσουνε τελείως τα πολιτικά στεγανά; Οι τοκογλύφοι δεν χρειάζονται πολίτες…, πελάτες χρειάζονται. Σε λίγο όλοι θα είναι με όλους και εναντίον αυτών που είναι εναντίον του συστήματος.
Θα περάσουμε δύσκολα, αλλά ξέρει το βουνό από χιόνια.
Αυτοί θα μπλέξουν τα μπούτια τους όλοι και σε λίγα μόνο χρόνια θα ξεσκαρτάρει το υλικό της πατρίδας, όχι από τους παλιούς αλλά από τους καινούργιους που θα ξαναβρούνε ελπίδα στην πατρίδα.
Εμείς, όμως, θα δώσουμε τη μάχη ως το τέλος. Πίσω μας, η γη ολάκερη μοιάζει με μια μαλακιά τούρτα, που μετά από κάθε πισωπάτημα που κάνουμε, διαλύεται και πέφτει στο γκρεμό.
Έτσι, δεν έχουμε κανένα περιθώριο να κάνουμε έστω και ένα βήμα πίσω, γιατί απλώς θα γκρεμιστούμε!
Μόνο μπροστά είμαστε αναγκασμένοι να πάμε… μόνο μπροστά»… μου είπε ο Δημήτρης και δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Άλλα όμως μας δίδαξαν οι παλιότεροι.
Χωρίς ψυχή, και δίχως τιμή δεν κερδίζεις.
Χωρίς να κοιτάς κατάματα τον συναγωνιστή σου και να παίρνεις κουράγιο από το βλέμμα του, δεν κερδίζεις.
Χωρίς ν’ ακούς τα συνθήματα να βγαίνουν αυθόρμητα γύρω από ένα τραπέζι πάνω στην ζεστασιά και τον ενθουσιασμό μιας συνεύρεσης με ανθρώπους, δεν κερδίζεις…
Λοιπόν, σε ετούτο το τραπέζι πρέπει να καθίσουμε, κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια. Και τότε πρέπει να πάρουμε τις αποφάσεις μας. Δούλοι ή λεύτεροι; Ατιμασμένοι ή υπερήφανοι αφέντες του σπιτικού μας; Θα τρέξουμε στο φως ή θα μείνουμε στο σκοτάδι και στα χέρια των δαιμόνων που μας βασανίζουν;
Ετούτη τη νύχτα που το σκοτάδι που απλώθηκε, κάποιοι δεν κοιμούνται. Νοιάζονται κι εργάζονται χτυπώντας στο αμόνι το σίδερο για να του δώσουν σχήμα. Και τα πρώτα σίδερα που από ετούτο το εργαστήρι θα βγούνε, θα είναι σπάθες δίκοπες…
Φυσάτε τα αμόνια της καρδιάς και της ψυχής, για να πυρώσει το σίδερο…
Το κακό χορεύει στους δρόμους και παίρνει ζωές, λιανίζει ψυχές… Όμως σαν φύγει η νύχτα, σαν πάψει το αγκάλιασμα από ετούτο το βρωμερό σκοτάδι, σαν έρθει το φως, πρέπει να μας βρει έτοιμους, τον έναν πλάι στον άλλο αδελφωμένους μα κι ορκισμένους να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, να πάρουμε την τιμή μας πίσω, να χτίσουμε τα γκρεμισμένα και να δώσουμε φτερά στην ελπίδα…
Προχωράει η νύχτα κι απλώνει το μαύρο… Και τώρα που το σκοτάδι είναι πυκνό είναι η ευκαιρία να σκεφτούμε, να ονειρευτούμε, να ξαποστάσουμε και κάνοντας μια προσευχή να ετοιμαστούμε για το πρώτο φως της ημέρας. Εκείνης της ημέρας που το φως της θα σπείρει τον πανικό στα δουλικά που γίνανε αφέντες μας, στα ερπετά που νόμισαν πως μπορούν ετούτη την γη να την περπατήσουν…
Κι όσοι βρεθούν να φοβηθούν, δεν πειράζει. Είναι επειδή είν’ άμαθοι. Σαν ξημερώσει θα γίνουνε λιοντάρια. Έκπτωση στην ζωή μας δεν κάνουμε…
Άντε, το λοιπόν, να ξημερώσει, για ν’ αρχίσουμε αυτό που δεν κάναμε πριν πέσει αυτή η καταραμένη νύχτα…
Δημήτρης Ιατρόπουλος - Κωνσταντίνος Μιχαήλ

Στην άκρη ενός γκρεμού

Το 1913 ο Wittgenstein επισκέπτεται τη Νορβηγία, περιπλανιέται, φθάνει σ' ένα απομονωμένο χωριό, το Skjolden, τ' αφήνει, διασχίζει το πυκνό δάσος μιας απότομης πλαγιάς, καταλήγει στην άκρη ενός γκρεμού, εκεί στήνει τη καλύβα του. Μια μικρή ξύλινη καλύβα, μόλις 7x8 μέτρα, όπου κάτω απ' την στέγη της ο Wittgenstein θα πάρει την απόφαση να εξαντλήσει εκεί τη ζωή και τη γραφή του. Σ' αυτό το μικρό καλύβι θα δουλέψει και το κυριότερο φιλοσοφικό του έργο, το Tractatus Logico-Philosophicus καθώς επίσης κι ένα μέρος απ' το Πολιτισμός και αξία. Σε όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του θα επισκέπτεται την καλύβα του συνεχώς, θα ζει σ' αυτή εβδομάδες και μήνες, τις περισσότερες φορές εντελώς μόνος, μέσα στη μοναξιά του τοπίου, αυτής της τεράστιας οροσειράς του Sognefjord, κρεμασμένος πάνω από μια μικρή λίμνη που τη σχηματίζουν τα νερά του παγετώνα. Μια φθινοπωρινή μέρα του 36, καθισμένος στο γραφείο του, και ατενίζοντας απ' το παράθυρο του το κόλπο της λίμνης, θα σημειώσει στο ημερολόγιο του: “Δεν μπορώ να φανταστώ άλλο μέρος για να ζήσω και να εργαστώ απ' ότι εδώ, η ηρεμία και η ομορφιά αυτού του τοπίου με καθηλώνουν”. Την επόμενη χρονιά θα γράψει στον Russel: Είσαι εντελώς μόνος σου εδώ, ούτε που διανοούμαι να ξαναβρεθώ μεταξύ ανθρώπων. Τα πάντα μέσα μου βρίσκονται σε μια κατάσταση ζύμωσης”. Η τελευταία φορά που θα επισκεφθεί την καλύβα θα είναι το φθινόπωρο του 1950, μαζί με τον φίλο του Ben Richards. Την επόμενη χρονιά θα χτυπηθεί από τον καρκίνο. “Πείτε τους πως έζησα μια όμορφη ζωή”, θα πει στους οικείους του λίγο πριν πεθάνει.

Η απομόνωση του Wittgenstein στην καλύβα του Skjolden θεωρήθηκε ήδη απ' την εποχή του, ένα πραγματικό σκάνδαλο. Όταν θα εκμυστηρευθεί στο Πανεπιστήμιο το σχέδιό του για τη φυγή του στο φιόρδ της Νορβηγίας, ο Bertrand Russell θα επιχειρήσει να τον συνετίσει. Ματαίως: “Του είπα για τις μεγάλες νύχτες και μου είπε ότι μισούσε το φως της μέρας, του είπα ότι θα υποφέρει απ' τη μοναξιά και μου είπε ότι βαρέθηκε να εκπορνεύει το μυαλό του με ευφυείς ανθρώπους, του είπα τέλος ότι είναι τρελός και μου απάντησε ότι ο Θεός τον προφύλαξε απ' τη λογική”, θυμόταν αργότερα και με μια φιλολογική διάθεση, ο Russell. Από τότε αλλά κυρίως μετά το θάνατο του πολλοί βιογράφοι και μελετητές του θα προσπαθήσουν να σκεφθούν πάνω στην απόφαση αυτής της αναχώρησης. Οι περισσότεροι θα στηρίξουν τις ερμηνείες τους πάνω στο ψυχολογικό status του φιλοσόφου, στη σχιζοειδή του προσωπικότητα, στο σύνδρομο Asperger και στην Antropophobic διαταραχή που κατά καιρούς τον εξαντλούσαν. Ήταν παροιμιώδεις στην εποχή του οι ακρότητες στις οποίες τον οδηγούσαν οι αναγκαστικές του συνάφειες με τον ακαδημαϊκό κόσμο. Αυτός ο εύθραυστος ψυχισμός του που τον οδήγησε σύμφωνα με πολλούς στην απομόνωση αλλά και σ' ένα είδος μοναχισμού. Ένας ιδιότυπος ασκητισμός που ήθελε η εργασία της σκέψης να είναι πρωτίστως μια εργασία εαυτού, μια “πνευματική άσκηση” (Hadot), μια εσωτερική καταβύθιση, αλλά και μια φυσική θεώρηση μαζί της αλήθειας του περιβάλλοντος κόσμου. Ο φιλόσοφος αποτραβιέται στη γαλήνη και στη μοναξιά του τοπίου για να μπορέσει να αφοσιωθεί, ψυχή τε και σώματι, σε μια εσωτερική συνομιλία ακόμη και μ' αυτό το ίδιο το έργο του. “Η άσκηση της φιλοσοφίας είναι μια άσκηση με τον ίδιο μας τον εαυτό”, θα σημειώσει το 1936. Μια συνθήκη μοναξιάς που θα είναι για τον Wittgenstein αυτή η ίδια η διαδικασία της σκέψης. Ο Russel υποψιασμένος έγραφε σε μια επιστολή του προς την Ottoline: “Είχα αντιληφθεί στο Tractatus μια ιδέα μυστικισμού, αλλά έμεινα έκπληκτος όταν ανακάλυψα ότι έχει γίνει πια ένας κανονικός μυστικιστής. Διαβάζει τη ζωή σαν τον Kierkegaard και τον Angelus Silesius, και μελετάει σοβαρά να γίνει μοναχός.” Ο Wittgenstein σε όλη του τη ζωή και απ' όπου κι αν βρισκόταν, αναζητούσε αυτή την απομόνωση. Όταν ζούσε στην Ιρλανδία είχε επίσης εγκατασταθεί στην πιο άγονη και απομακρυσμένη της γωνιά. Το 1948 έγραφε σε μια επιστολή από το σπίτι του στο Kilpatrick της Ιρλανδίας:”Είμαι καλά. Ο χειμώνας εδώ είναι πολύ ήπιος μέχρι στιγμής, αν και αρκετά υγρός. Η ομορφιά του τοπίου είναι ασύλληπτη, αν τα χρώματα συχνά είναι πολύ μουντά. Νιώθω όμως πολύ καλύτερα εδώ, σ' αυτή τη μοναξιά, απ' ότι στο Καίμπριτζ.” Ερημικά περιβάλλοντα που διαμόρφωσαν σύμφωνα με τον Wall και την ίδια την ακρότητα της σκέψης του. Αυτή η Ηθική θέση του Wittgenstein που διαμορφώνει για πολλούς και μια ανθρωπολογική διάσταση. Ο Norman Malcolm αναφερόμενος στο έργο του αναγνωρίζει σ' αυτό μια καθαρή και μοναδική ανθρωπολογική κλίση. Ιδέες που εγγράφουν την ανθρωπινότητα στο καθεστώς της μυστικής της αυτοσυνειδησίας.

Σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Wittgenstein να απομονωθεί στην καλύβα του Skjolden υποστηρίζεται από πολλούς ότι έπαιξε και η επίδραση που άσκησε πάνω του ένα έργο του Τολστόι, το Ευαγγέλιο εν συντομία. Ο Russell στην προαναφερθείσα επιστολή του προς τον Ottoline θα αναφέρει: “Κατά τη διάρκεια του πολέμου, βρέθηκε στην πόλη Tarnov της Γαλικίας, και έτυχε να βρει σε ένα βιβλιοπωλείο, το Ευαγγέλιο εν συντομία του Τολστόι. Το διάβασε και το ξαναδιάβασε, και έκτοτε το είχε πάντα μαζί του. Η ανάγνωση αυτή επιδείνωσε τη μυστικιστική του σκέψης. Νομίζω ότι αυτό που του αρέσει περισσότερο στο μυστικισμό είναι που μας κάνει να μην σκεφτόμαστε.” Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια ανασύνθεση των τεσσάρων ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης, όπου αφαιρούνται όμως όλα εκείνα τα σημεία που χαρακτήριζαν τη θεϊκή φύση του Χριστού, όπως τα θαύματα, αναγνωρίζοντας έτσι στην περίπτωση του την αληθή θέση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είχε για τον Τολστόι μια θεϊκή καταγωγή που όφειλε να την τιμά στην καθαρότητα και ταπεινότητα του βίου του. Απομονωμένος έτσι στο αγρόκτημα του, και συναναστρεφόμενος ταπεινούς χωριάτες, ο Τολστόι αναζητούσε αυτό το ίχνος της θεϊκότητας του ανθρώπου, πέραν των υλιστικών και κοσμικών του απολαύσεων. Στην Tolstoyan ερμηνεία των Caleb Thompson και Kjell Jojannessen, η ιδιότυπη θρησκευτικότητα του Wittgenstein αναγνωρίζεται στην εγρήγορσή του, στην αντίσταση του σ' αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν ακηδία, μια πνευματική τεμπελιά στα όρια της αδιαφορίας. Εκτός κόσμου ο φιλόσοφος αφιερώνεται στο έργο της ενδοσκόπησης και αυτοβελτίωσης, της ηθικής και κατ επέκτασιν λογικής του τελείωσης. Αν και οι περισσότεροι μελετητές του δεν αναγνωρίζουν τη θρησκεία ως μια κεντρική πτυχή της φιλοσοφίας του, εν τούτοις για τον Wittgenstein κατείχε πάντα μια πρωτεύουσα θέση μέσα στη σκέψη του. Σε μια επιστολή του προς τον Ludwig von Ficker , το 1919, γράφει για το Tractatus: “Το νόημα του βιβλίου είναι ηθικό. Το έργο μου αποτελείται από δύο μέρη: από εκείνο που είναι εδώ γραμμένο, αλλά και από ό, τι δεν έχω γράψει. Και ακριβώς αυτό το δεύτερο μέρος είναι και το πιο σημαντικό.” Μια απόλυτα αντιακαδημαϊκή θέση που θα διαγράψει και την απόφαση της αναχώρησης του. Μια αναχώρηση πρώτα από την προσδοκία της κατανόησης του κόσμου, αυτής της φιλοσοφικής του πραγμάτευσης και έπειτα από το ακαδημαϊκό περιβάλλον των Πανεπιστημίων . Ένα μυστικό, άρρητο ίχνος, που αναγνωρίζεται από τον Wittgenstein αντιστεκόμενο στη διατύπωσή του. Μια αποκαλυπτική στιγμή που δεν κομίζει στο λόγο παρά μόνο την απουσία του λόγου. Αυτή λοιπόν η μυστική κρύπτη του Wittgenstein. 

Η γλώσσα εντοπίζεται έτσι απ' τον φιλόσοφο σ' αυτή τη κρημνώδη θέση της απώλειάς της. Είναι η γλώσσα αυτής της απώλειας, της πρωταρχικής φωνητικής καταγωγής της. Σ' αυτή την απώλεια όπου οι λέξεις αναδύονται ως ίχνη απουσίας, όπως είναι άλλωστε και όλα τα ίχνη. Κατασκευές άγχους, που αποδίδουν το υποκείμενό τους στη σύγχυση και τη μοναξιά. Από εδώ και το παλίμψηστο της λέξης, ο πληθωρικός της χαρακτήρας, η διασπορά της και πάλι τίποτε, η κενότητα μόνο των σημείων της. Ένα άδειο πουκάμισο. Μόνο η αποκαλυψιακή προοπτική του Έξω, της νύχτας του Έξω, μπορεί και να διασώσει τη λέξη, τον ίλιγγο της σιωπηλής και ανομολόγητης απεύθυνσής της. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με την κατανοησιμότητά ή επαληθευσιμότητα της αλλά με τη διαθεσιμότητά της στον περίκλειστο και άρρητο γλωσσολογικό πυρήνα που την κατέχει. Η δια-στροφή της σε μια αντίστροφη προοπτική, όπου η μέριμνα δεν είναι το ονομάζειν των πραγμάτων αλλά η θεωρία τους, η ενατένιση τους. Μια γλώσσα που δεν απαξιώνει αλλά αξιώνει τις λέξεις στην εσωστρεφή προοπτική τους, στην παραδείσια κατάσταση της αναμονής.

Το Tractatus, το έργο υπενθυμίζω που συντάχθηκε στην καλύβα, και το μόνο που εξέδωσε ο Wittgenstein, ήταν σύμφωνα και με τη πρόθεση του, ένα έργο που θα έφερνε τη φιλοσοφία στο τελικό της στάδιο. Στο έργο αυτό ο Wittgenstein μιλά για τα όρια της γλώσσας αλλά και γι αυτό το πέραν της γλώσσας, για το αδιανόητο περιβάλλον του μυστικού της ορίζοντα. Το Tractatus, θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε και μ' αυτή την καλύβα του Skjolden. Είναι η καλύβα της γλώσσας στην ακρώρεια του νοήματός της, σ' αυτή την οριακή απόπειρα του δημιουργού της να αναμετρηθεί μ' αυτό το κενό που χάσκει κάτω από τα σαπισμένα της θεμέλια. Να εκφράσει δηλαδή το ανέκφραστο, την ίδια τη σιωπή του λόγου. Για τον Wittgenstein μόνον αν γίνει αυτός ο γλωσσικός διασκελισμός, πάνω απ' το χείλος αυτής της αβύσσου, μπορεί και ν' ανακτηθεί η αλήθεια της φιλοσοφίας. Το α-νόητο ως αυτό το αποκαλυπτικό όριο του νοητού. Δεν προτάσσεται εδώ το αποκαλυπτικό νόημα των λέξεων αλλά το αποκαλυψιακό ίχνος της απόσυρσής τους. Σημειώνει ο Wittgenstein στο Tractatus του: “Οι προτάσεις μου χρησιμεύουν ως διασαφήσεις με τον ακόλουθο τρόπο: όποιος με κατανοεί τις αναγνωρίζει τελικά ως ανόητες, όταν τις έχει χρησιμοποιήσει - σαν σκαλοπάτια – για να αναρριχηθεί πέρα απ αυτές. (Πρέπει θα λέγαμε, να πετάξει τη σκάλα, αφού πρώτα την ανέβει.) Πρέπει να ξεπεράσει αυτές τις προτάσεις και τότε θα δει τον κόσμο σωστά.” Όταν πετάς όμως τις Προτάσεις δεν χτίζεις ένα νόημα αλλά βρίσκεσαι πάντα στο κενό, σ' αυτό το κενό που ήταν κτισμένη και η καλύβα. Η θέα του κόσμου είναι για τον Wittgenstein ορατή μόνον απ' το σημείο αυτού του χείλους, του χείλους του γκρεμού, αυτής της ακρώρειας της γλώσσας. Σ' αυτή την οριακή διακινδύνευση του λόγου, όπου ο λόγος δεν “λέγει” τα πράγματα αλλά τα “δείχνει”, σ' αυτό το Έξω που τα περιβάλλει, και τα αποδίδει στην απέναντι μας μεριά. “Το κύριο σημείο”, αναφέρει σε μια επιστολή του στον Russell, “είναι η θεωρία περί του τι μπορεί να εκφραστεί με προτάσεις – δηλαδή με τη γλώσσα – (και, κάτι που καταλήγει στο ίδιο πράγμα, τι μπορεί να νοηθεί) και τι δεν μπορεί να εκφραστεί με προτάσεις, αλλά μόνο να δειχθεί. Αυτό είναι, πιστεύω, το θεμελιώδες πρόβλημα της φιλοσοφίας.” Και πάλι όπως ο ίδιος σημειώνει στο Tractatus: “ότι μπορεί να δειχθεί δεν μπορεί να λεχθεί”. Αυτή η τελική φάση του φιλοσοφικού λόγου όπου αυτός εγκαταλείπεται στη σιωπή των ονομάτων του, στην αποσβολωτική σαγήνη της διασποράς του. 
 

Η φιλοσοφία διασχίζοντας αυτή τη διπολική στενωπό της αμήχανης σιωπής της, μεταξύ του νοήματος και της ανοησίας, εξέρχεται από εκεί ως ένας διαμεσολαβητικός λόγος, ως μια εύθραυστη δυνατότητα εκφοράς αυτού που δεν λέγεται. Αν η φιλοσοφία δεν διέλθει απ' αυτή τη στενωπό δεν θα μπορέσει και να εισχωρήσει στο πεδίο της γλώσσας. Μια έξοδος - αυτή η εξορία του φιλοσόφου στη καλύβα του Skjolden - προς το ακατάληπτο, προς το τυφλό σημείο της γλώσσας. Η γλώσσα έτσι του φιλοσόφου - του ποιητή βεβαίως – που τώρα αποκαλύπτεται ως μια γλώσσα δωρεάς, η γλώσσα της ίδιας της δωρεάς, μιας δωρεάς όμως αδύνατης και αδιάθετης πάντα. Είναι η γλώσσα που είναι πριν τη γλώσσα, και γι αυτό η γλώσσα που είναι πέραν της γλώσσας, αλλά ποτέ όμως η γλώσσα του εαυτού της. Ο Ludwig το ξέρει αυτό. Η φιλοσοφία ενώπιον αυτού του αποκαλυπτικού πεπρωμένου της διαγράφεται τώρα ως μια φιλοσοφία της απορίας, της αδύνατης “πρότασης”. Οι λέξεις όταν διάγουν την έξοδό τους γίνονται αδύνατες λέξεις, κενά νοήματα, αινίγματα αριθμολογικά , ασυναρτησίες. Ό, τι θέλει να πει η γλώσσα εξέρχεται μες τη βουβότητά του, στην αδύνατή του διατύπωση. Μία αδιάθετη γλώσσα, μιας και η τεχνογνωσία της δεν είναι συμβατή με τις σιωπές της. Από εδώ και οι παρεξηγήσεις, οι παραναγνώσεις, οι ακαταληψίες της. Παίρνοντας μάλιστα στο ύστερο έργο του όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από την επιστημονική κατανόηση του κόσμου, οι μη θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως αυτές της τέχνης, της μουσικής ιδιαιτέρως για τον Wittgenstein, ή της απλότητας του καθημερινού βίου, γίνονται για τον μονήρη φιλόσοφο και οι πιο ασφαλείς προσεγγίσεις του κοσμικού αινίγματος. Αν οι τέχνες μπορούν να εν-τυπώσουν καλύτερα το ανείπωτο απ' ότι η φιλοσοφία, είναι γι αυτό το αδύνατο πεπρωμένο που εγείρουν για τις μορφικές τους συν-κινήσεις. Η μουσική θα είναι έτσι για τον Wittgenstein αυτός ο μουσικός και μυστικός μαζί, ρυθμός της γλώσσας, που ματαίως θα επιχειρήσει να αποδώσει στην αριθμολογία του Tractatus. Ένας αδιατύπωτος ρυθμός, μια υπόκωφη μουσικότητα, ένα μυστικό tempo που αντιστέκεται στην όποια εκτέλεσή του. Γι αυτό και οι λέξεις για τον Wittgenstein, και οι δικές του λέξεις, δεν λένε τίποτε, αλλά όμως δείχνουν, δείχνουν αυτό που δεν δείχνεται, που δεν οράται, προς το αδύνατο πεδίο της γλώσσας.

Ο φιλόσοφος εκ-τοπισμένος στην καλύβα του εν-τοπίζει μέσα του, στις πιο βαθιές του πτυχώσεις, αυτή τη μυστική ροή του λόγου, συντονίζεται, σαγηνεύεται, επιχειρεί να αποδώσει αυτό το ρυθμό, να τον κάνει μια γλώσσα, μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα, να τον ενθυλακώσει στους στοχασμούς του, να διανοίξει τις μυστικές του κρύπτες, να αποκαλύψει τα ίχνη του, τα ίχνη έστω της απώλειας του. Θα αποτύχει παταγωδώς. Στο γκρεμό του Tractatus πειραματίζεται με διάφορες τεχνικές για την ανάκληση αυτής της προοπτικής. Αγωνίζεται, με μια απέλπιδα αλλά ηρωική προσπάθεια, να διασώσει σ' αυτό το χαμό, ένα ελάχιστο νόημα μ' αυτή την ευρεσιτεχνία της αριθμητικής του μεθόδου. Μια αντικειμενοποιητική εργασία ανίχνευσης μιας, έστω ισχνής, συντακτικής δομής. Η μαθηματική του διαμεσολάβηση, μεταξύ του ειπωμένου και ανείπωτου, θα κατακρημνιστεί όμως στο αβυσσαλέο βάραθρο της ανοησίας. Το ξέρει αυτό, το μαρτυρά καταγράφοντας το, το εκμυστηρεύεται στους άλλους, προπάντων στον Russell, Αυτό που ριγεί μέσα του δεν κοινωνείται, δεν αποσπάται, δεν μεταδίδεται. Είναι ένα ρίγος πριν απ' το ρίγος, ένα Έξω, που διανοίγει την αισθαντικότητα του ανθρώπου και μέχρι τα όρια αυτή της οριστικής της εξάντλησης. Το στοίχημα του Tractatus, του έργου της καλύβας, αποδεικνύεται έτσι ένα αδύνατο στοίχημα, ένας πανωλεθριάμβος για τον Wittgenstein, όπως ακριβώς το παραδεχόταν κι ο ίδιος στους φίλους του: “μια πραγματική ανοησία”.

Το Tractatus είναι λοιπόν αυτή η καλύβη της γλώσσας, η ευθραυστότητα του νοήματος της. Η καλύβα δεν είναι μια αδιάσειστη κατασκευή, μια στέρεη γλώσσα πάνω στον κόσμο, αλλά μια γλωσσική διαθεσιμότητα, ένα συρρικνούμενο νόημα, μπροστά στο θάμβος που την περιβάλλει. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον κάθε προσπάθεια αν-έγερσης πέφτει στο κενό, κατακρημνίζεται σ΄ αυτό το χείλος. Ένα γλωσσικό χείλος που αποσύρει τον κόσμο, στο μη είναι του ονόματος του, σ' αυτό το αντίπερα που τα πράγματα μόλις και αρχίζουν να “διαφαίνονται”. Αυτό το αδιατύπωτο του κόσμου που είναι για τον Wittgenstein και το κύριο σημείο του φιλοσοφικού του στοχασμού. Ένα σημείο κυρίαρχο, που δεν αδυνατίζει τη φιλοσοφία στην αδυνατότητα του πεδίου της αλλά απεναντίας την αποδίδει στη μοναδική της χειρονομία, αυτή της απόσυρσης του κόσμου στον τόπο της γλωσσικής του δι-αφάνειας. Όταν οι λέξεις δεν μιλάνε αλλά δείχνουν προς την αλήθειά τους και γίνονται τότε γλωσσικά συμβάντα, διασαλευμένα νοήματα, πυρακτωμένες φωνές. Η απορημένη γλώσσα είναι ο θρίαμβος της γλώσσας, η ανοικτότητά της, η ολική της διαθεσιμότητα στο άρρητο ίχνος του λόγου, στην προαιώνια φωνή της καταγωγικής της σιωπής. Ό, τι αντιστέκεται στη γλώσσα είναι κι αυτό που εγείρει τη γλώσσα, τον ανέκφραστο πυρήνα της αλήθειας της. Ένα μονόγραμμα όλος ο κόσμος, περίκλειστος στην ενικότητά του, το ίχνος μόνο της καταδικής του απουσίας. “Η λέξη”, θα πει ο Lacan, στη μοναδική του γλώσσα, “είναι μια παρουσία φτιαγμένη όλη απ' την απουσία της. Μια λέξη έτσι της επιθυμίας. Αλλά εδώ μόλις και κρούουμε ατάκτως, τη θύρα μιας άλλης καλύβης, της λακανικής.



Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Σκιά και Γκρεμός

...Αναγέννησις...


Στα χρόνια της μεγάλης οργής

ο Μαύρος Ήλιος έθρεφε τα μάτια μου

και έδινε Σκοτεινή ματιά στο προδομένο βλέμμα μου.

Στα χρόνια που οι ψυχές από δίψα σπαρταρούσαν

στην δική μου πήγαζε άφθονο κρασί και με έλουζε με αίμα.

Στις μέρες εκείνες που το αλύχτισμα μου

σκορπούσε τον πόνο και την θλίψη μου...

... Δόθηκε ένα Τέλος...



Και ήρθε η στιγμή που γονάτισα από την εξάντληση

και ο Μαύρος Ήλιος έφυγε από μπροστά μου.

Το Νέο Φώς πιο ισχυρό με τύφλωσε

μου πλήγωσε τα μάτια.

Έλουσε το σώμα μου η γαλήνη των αχτίδων του

και πήρε από πάνω μου το σκοτεινό το πέπλο.

Κι έπεσα κατα γής... σαν άψυχο κουφάρι.

Και ήρθε η εποχή που με πότιζαν για να ανθίσω

αλλά το χώμα είχε μείνει για καιρό χωρίς νερό.

Μέχρι που η κούραση τους επέβαλε

στην προσπάθεια ένα τέλος να βάλουν.



Τότε ήταν η στιγμή που όταν όλα τα άλλα χέρια έφυγαν μακριά

ένα έμεινε και κράτησε το δικό μου.

Δεν ήταν ανάμεσα στα άλλα στην πρώτη την προσπάθεια

δεν ήταν από αυτόν τον κόσμο.

Ήρθε από το παρελθόν που ξέχασα σε μια νύχτα.

Κι ο αέρας του σαν φιλί στα βλέφαρα, τα άνοιξε...

Και κοίταξα θολά στον νέο κόσμο που ξυπνούσα.

Και η μορφή της θολή όσο και τα λόγια που στα αυτιά μου

τρυφερά ακούγονταν...

Είχες μια αποστολή, τώρα είσαι ελεύθερος να την ακολουθήσεις...

Αυτά τα λόγια ξεχώρισα στα τόσα που μου είπε.



Και σαν αναγεννημένο δένδρο σηκώθηκα

και ούρλιαξα δυνατά να ακουστεί η επιστροφή μου.

Από τα δώματα του πιο σκοτεινού μου κόσμου

σε έναν άλλο που είχα ξεχάσει πίσω από την σκοτεινή μου διαδρομή.

Η οργή έφυγε, το μίσος χάθηκε, η σκοτεινιά από τα μάτια έσβησε...

Το πρώτο Φώς μπορώ να δώ, το τελευταίο να απολαύσω.

Στο μεγάλο τα μάτια μου ματώνουν...

Στην νέα νύχτα όλα είναι καθαρά και το βλέμμα απαλά αγγίζει

τον κόσμο που ζεί πίσω από τις φυλλωσιές.



Με μια αναπνοή ξεκινώ να τρέχω

πάνω στους λόφους και κάτω από τα δέντρα

έξω από τις σκιές που ρίγος φέρνουν.

Τρέχω... Τρέχω... Τρέχω...

Κάτω από το Φώς του Φεγγαριού

κάτω από το τραγούδι των αναγεννημένων άστρων.



Επέστρεψα μέσα από το Σκοτάδι

με έναν αέρα παλιό... Πανάρχαιο...

Τρέχω... Τρέχω... Τρέχω...

Τον κόσμο που κρύβεται πίσω από τις φυλλωσιές της Νύχτας φυλάω!



Κάτω από την πύρινη βροχή...

αναγεννήθηκα Λύκος...

Και σ'έναν τελευταίο πόλεμο οδεύω...

Στο πλάϊ της Κυράς και των πιο αγαπημένων Ανθρώπων

Ανάμεσα στην Μέρα και την Νύχτα...



Κάτω από την γκρίζα την βροχή...

πεθαίνει ελεύθερος και μόνος ένας Λύκος...



622a03ce22ff8797.jpg
871ece57d1e0f5c1.jpg
fdedc65b9330af3a.jpg
Wolf_Tarot_Version_by_jocarra.jpg
wolfonthehunt-(1024x768).jpg
Λύκος Αστέρας Βορρά.jpg EYE WOLF 2.jpg



Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Εγκώμιο του έρωτα


 
[στήλες] Εγκώμιο του έρωτα

Διαβάζοντας το «Éloge de l’amour» [Εγκώμιο του έρωτα] του Αλαίν Μπαντιού
 

Πρέπει να ξαναεπινοήσουμε τον έρωτα, αυτό το ξέρουμε.
Αρτύρ Ρεμπώ, Μια εποχή στην κόλαση

Για τον Αλαίν Μπαντιού η ύπαρξη της φιλοσοφίας προσδιορίζεται από τέσσερις όρους, τέσσερις διαδικασίες αλήθειας, και αυτές είναι: η επιστήμη (και πιο συγκεκριμένα το μάθημα), η τέχνη (και πιο συγκεκριμένα το ποίημα), η πολιτική (και πιο συγκεκριμένα η πολιτική στην υποκειμενική της διάσταση ή πολιτική χειραφέτησης) και ο έρωτας (και πιο συγκεκριμένα η διαδικασία που εισάγει στη διάσταση της αλήθειας τη διάζευξη των έμφυλων θέσεων). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως διατυπώνει ένα «Εγκώμιο του έρωτα» σε μια συζήτηση με τον Νικολά Τουόν, αρχικά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Αβινιόν το 2008, κατόπιν σε βιβλίο που εκδόθηκε το 2009 στις εκδόσεις Flammarion.
Με αφετηρία μια διαφήμιση του σάιτ γνωριμιών Meetic, ο Μπαντιού προχωρά σε ένα στοχασμό πάνω στον έρωτα ως διαδικασία διακινδύνευσης, πολύ διαφορετική από τον έρωτα μηδενικού ρίσκου που διαφημίζει η εποχή του καταναλωτισμού και των διαδικτυακών γνωριμιών, και διαγιγνώσκει την ανάγκη να επανεπινοήσουμε τον έρωτα με βασικά στοιχεία του το ρίσκο και την περιπέτεια, ενάντια στην ασφάλεια του ασφαλιστικού συμβολαίου και την άνεση των περιορισμένων απολαύσεων.
Ο έρωτας απειλείται, υποστηρίζει ο γάλλος φιλόσοφος, από μια φιλελεύθερη λογική της εμπορευματοποίησης και του μηδενικού ρίσκου, από μια λογική που θεωρεί ως κινητήρια δύναμη της ζωής το ατομικό συμφέρον. Για τον Μπαντιού, ο έρωτας είναι μια κατασκευή αλήθειας, της αλήθειας του Δύο, μιας κατασκευής του κόσμου βασισμένης όχι στην ταυτότητα αλλά στη διαφορά. Η συνάντηση, τυχαίο και συγκυριακό γεγονός με μαγική διάσταση, αποτελεί συμβάν που όμως καλεί τους εραστές να εργαστούν πάνω στη διάρκεια. Και διευκρινίζει: «ως “διάρκεια” δεν εννοούμε κατά κύριο λόγο ότι ο έρωτας πρέπει να διαρκέσει, να είμαστε ερωτευμένοι πάντα, ή για πάντα. Πρέπει να αντιληφθούμε πως ο έρωτας επινοεί έναν διαφορετικό τρόπο διάρκειας μέσα στη ζωή. Ότι, στη δοκιμασία του έρωτα, η ύπαρξη του καθενός έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα χρονικότητα». Όπως το ποίημα, λέει πιο κάτω, είναι για τον Μαλλαρμέ μια λέξη προς λέξη νίκη επί του τυχαίου, έτσι και η κατασκευή του έρωτα επιχειρεί σημείο προς σημείο να κατασκευάσει από την τυχαιότητα της συνάντησης τη διάρκεια, να εγγράψει την αιωνιότητα στο χρόνο.
Ο έρωτας ως συμβάν και διαδικασία αλήθειας συνιστά κάτι που υπερβαίνει τη μαγεία της συνάντησης, χωρίς ωστόσο να την υποτιμά. Δεν ταυτίζεται με τη στρατηγική σαγήνης του Δον Ζουάν, απαιτεί δέσμευση, καθημερινή δουλειά και πίστη για να μετατρέψει το τυχαίο, τη συμπτωματική συνάντηση σε πεπρωμένο. Δεν είναι μια ψευδαίσθηση που συγκαλύπτει την επιθυμία αναπαραγωγής, ούτε μια διαδικασία αυτογνωσίας μέσω της απόλαυσης και διά του άλλου. Και δεν είναι πάντα μια διαδικασία ειρηνική. Έχει βίαιες συγκρούσεις, αληθινά βάσανα, περιορισμούς, χωρισμούς, δράματα, φόνους ή αυτοκτονίες. Εκεί ίσως πατά και η προπαγάνδα ενός έρωτα ασφαλούς, χωρίς ρίσκο. Όμως η αλήθεια δεν μπορεί να κατασκευαστεί στην ασφάλεια ενός συμβολαίου.
Έρωτας και πολιτική
Ως διαδικασία αλήθειας ο έρωτας βρίσκεται κοντά στην πολιτική, στην τέχνη και στην επιστήμη. «Η ερωτική ευτυχία», λέει ο Μπαντιού, «είναι η απόδειξη πως ο χρόνος μπορεί να φιλοξενήσει την αιωνιότητα. Μια τέτοια απόδειξη είναι ο πολιτικός ενθουσιασμός όταν συμμετέχουμε σε μια επαναστατική δράση, η απόλαυση που προσφέρουν τα έργα τέχνης και η σχεδόν υπερφυσική χαρά που νιώθουμε όταν καταλαβαίνουμε επιτέλους, σε βάθος, μια επιστημονική θεωρία». Και στον έρωτα και στην πολιτική έχουμε επίσης συμβάντα, διακηρύξεις, πίστη. Αν ο έρωτας είναι η κατασκευή του Δύο, «η πολιτική δράση καθιστά αλήθεια αυτό για το οποίο είναι ικανό το συλλογικό. Παραδείγματος χάρη είναι ικανό για ισότητα; Είναι ικανό να ενσωματώσει το ετερογενές; Να σκεφτεί πως δεν υπάρχει ένας μόνο κόσμος;» Ό,τι είναι για την πολιτική η εξουσία, το Κράτος, είναι για τον έρωτα η οικογένεια, η ίδια ένταση, η ίδια απειλή διάψευσης της ελπίδας.
Όμως στην πολιτική υπάρχουν εχθροί, ενώ στον έρωτα δράματα. Το πρόβλημα στην πολιτική είναι ο έλεγχος του μίσους και όχι της αγάπης. Λέει ο Μπαντιού: «στην πολιτική, όπου υπάρχουν εχθροί, ένας από τους ρόλους της οργάνωσης, όποια κι αν είναι αυτή, είναι να ελέγξει, δηλαδή να εξαλείψει, κάθε φαινόμενο μίσους. Κάτι που δεν σημαίνει βέβαια επ’ ουδενί, “να κηρύξει την αγάπη”, αλλά κι αυτό είναι ένα μείζον διανοητικό πρόβλημα να ορίσει τον πολιτικό εχθρό με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και αυστηρότητα. Και όχι, όπως συνέβαινε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, με τον πιο αόριστο και ευρύ τρόπο».
Στην εποχή μας που έχουμε την αίσθηση πως πολλές από τις σταθερές καταρρέουν, οι φιλόσοφοι ξαναστρέφονται στον έρωτα, στον επαναπροσδιορισμό του ως μιας ελάχιστης σταθεράς. Ο Μπαντιού το κάνει αυτό από την πλευρά της διαφοράς. Ο έρωτας είναι γι’ αυτόν μια κατασκευή με βάση τη διαφορά, εκεί που ο συντηρητισμός αναζητά την ασφάλεια της ταυτότητας, την υπεράσπιση των «δικών μας αξιών». Ο έρωτας είναι εμπιστοσύνη στη διαφορά, ενώ η αντίδραση είναι καχύποπτη απέναντί της. Υπερασπιζόμενοι τον έρωτα έναντι της ταυτοτικής λατρείας της επανάληψης, υπερασπιζόμαστε το μοναδικό, το μη επαναλαμβανόμενο, το ξένο και το περιπλανώμενο. Μ’ αυτή την έννοια, αναγνωρίζουμε και τη δυνατότητα του συλλογικού να συμπεριλάβει ολόκληρο τον κόσμο, υπερβαίνοντας κάθε εξωπολιτική διαφορά. Και εδώ συναντά με έναν τρόπο την έννοια του κομμουνισμού. Μόνο που στον έρωτα δεν υπάρχουν εχθροί ή ο εχθρός είναι πάντα ο εαυτός μας.

Τα λόγια είναι περιττά

Τα λόγια είναι περιττά 

Tags
, , , ,

“Αυτός που μιλάει δεν ξέρει. Αυτός που ξέρει δεν μιλάει”
Λάο Τσε
Και θα συμπληρώσω εγώ πως αυτός που ξέρει δεν χρειάζεται, δεν έχει την ανάγκη ν’ ακούσει κιόλας.
Είμαστε όντα που νιώθουμε την ανάγκη να χρησιμοποιούμε όλες τις αισθήσεις μας. Αισθανόμαστε λειψοί όταν μια απ’ αυτές απουσιάζει. Λειψοί, ακόμη και όταν μια απ’ αυτές έχει μικρότερη παρουσία απ’ τις άλλες.
Πάραυτα, λόγω ρυθμών και καταστάσεων, πολλές φορές συμβιβαζόμαστε και δεχόμαστε αυτή την απουσία.
Υπάρχουν όμως και καταστάσεις τις οποίες έχουμε ανάγκη να τις ζήσουμε με όλες τις αισθήσεις μας, απαιτούμε να τις ζήσουμε με όλες τις αισθήσεις μας. Και είμαστε αδιαπραγμάτευτοι σε αυτό.
Ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα που θέλουμε να το βιώνουμε έτσι απαιτητικά. Θέλουμε να τον βλέπουμε τον έρωτα, να τον αγγίζουμε, να τον μυρίζουμε, να μιλάμε γι’ αυτόν. Να τον ακούμε.. Νιώθουμε ότι υστερεί σε κάτι όταν λείπει μια έκφραση του, μια αίσθηση του.
Γιατί όμως το αντιμετωπίζουμε έτσι; Είναι όντως μη ολοκληρωμένος ο έρωτας όταν δεν εκφράζεται  με όλους τους τρόπους των αισθήσεων; Είναι μη πραγματικός ή μικρότερης αξίας όταν του λείπει μια αίσθηση;
Ο έρωτας όταν υπάρχει πραγματικά δεν μπορεί να κρυφτεί, όπως και όταν απουσιάζει, δεν μπορεί να προσποιηθεί. Όταν υπάρχει, φωνάζει την παρουσία του. Εκφράζεται από μόνος του. Μέσα από βλέμματα. Μέσα από ουσιαστικές πράξεις και εκδηλώσεις. Γιατί να χρειάζεται και δηλώσεις; Γιατί δεν μπορούμε να αφήσουμε λίγο ρεαλισμό να τρυπώσει σ ‘αυτό το κατά τ’ άλλα μη ρεαλιστικό, σχεδόν σουρεάλ συναίσθημα;
Με απλή ορθή λογική, με την αίσθηση της όρασης και όχι μόνο, το βλέπουμε πως νοιάζεται, ενδιαφέρεται. Γιατί πρέπει να το ψιθυρίσει, να μας το πει, να το φωνάξει; Γιατί τα αυτιά μας είναι τόσο ανασφαλή και απαιτητικά; Σχεδόν γκρινιάρικα, σαν κακομαθημένο παιδάκι, θέλουν να ακούσουν λόγια, εκφράσεις λεκτικές, αρεσκείας, πόθου, λατρείας.
Μήπως νομίζουν πως αν το ονομάσουμε, αν ντύσουμε τον έρωτα με λέξεις, μόνο τότε θα είναι χειροπιαστός και πραγματικός; Ο “ακατονόμαστος” έρωτας δεν είναι αληθινός; Δεν έχει “υλική” υπόσταση;
Δηλώνοντας τον έχουμε την εντύπωση πως “δημοσιοποιείται”, “επισημοποιείται”. Δημιουργεί δέσμευση η δημοσιοποιήση. Και έχουμε την ανάγκη να νιώθουμε πως υπάρχει μια δέσμευση που κρατάει όλα αυτά τα διάχυτα, ανεξήγητα που νιώθουμε.
Η ανασφάλεια μας, όμως είναι αυτή που μας οδηγεί να θέλουμε, να έχουμε την ανάγκη να ακούσουμε λόγια. Να μας κάνει να απαιτούμε από τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας να μας ανοίξει όλα τα χαρτιά του λεκτικά. Ακόμη και αν πρακτικά το κάνει. Ακόμη και όταν οι πράξεις του φωνάζουν πιο δυνατά από οποιαδήποτε λέξη, εμείς επιμένουμε να θέλουμε να μας ονομάσει κάθε χαρτί ξεχωριστά. Ακόμη και όταν μας τα δίνουν ανοιχτά μπροστά στα μάτια μας.
Τι θέλουμε ν’ ακούσουμε; Ότι είμαστε επιθυμητοί, ποθητοί; Ότι μας νοιάζονται; Γιατί δε μας φτάνει που μας το δείχνουν; Γιατί μας είναι τόσο απαραίτητο να το ακούσουμε κιόλας;
Πρέπει όμως να δούμε την ουσία. Να μάθουμε να ανακαλύπτουμε και να αναγνωρίζουμε τις πραγματικές πρακτικές εκφράσεις του έρωτα. Να μάθουμε να ξεχωρίζουμε πότε απλά είναι πράξεις πάθους και λαγνείας και πότε κρύβουν συναίσθημα.
Και κυρίως δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε αυτά μόνο που ακούν τα αυτιά μας. Τα λόγια είναι ικανά να μας κάνουν τυφλούς, να μας κάνουν ανίκανους να δούμε ότι επί ουσίας τα συγκεκριμένα λόγια δεν συμβαδίζουν με τις πράξεις.
Ούτε πρέπει να έχουμε ως απόδειξη του έρωτα λόγια και να συμπεραίνουμε την απουσία του όταν απουσιάζουν οι λέξεις. Τα λόγια πολλές φορές περιττεύουν, γιατί πολλές φορές δεν αρκούν για να εκφράσουν αυτό που οι πράξεις, οι χειροπιαστές αποδείξεις φωνάζουν.
“Αν σ’ αγαπούσα λιγότερο, θα μπορούσα ίσως να μιλώ γι’ αυτό περισσότερο.

Νίκος Λυγερός: Νοημοσύνη και Άνθρωπος

Νίκος Λυγερός: Νοημοσύνη και Άνθρωπος

Νίκος Λυγερός: Νοημοσύνη και Άνθρωπος.
"Θα μιλήσουμε λοιπόν για τον άνθρωπο και την νοημοσύνη. … θεωρείτε όλοι ότι είσαστε και άνθρωποι και ότι έχετε νοημοσύνη, μπορεί μετά από μία ώρα να αναρωτιέστε και για το ένα και για το άλλο. … νοημοσύνη θα είναι αυτό που έχετε χωρίς να έχετε μάθει τίποτα. Άρα αυτόν που έχει μόνο νοημοσύνη θα τον ονομάσουμε ΗΛΙΘΙΟ. Ο ηλίθιος θα είναι ο έξυπνος που δεν έχει γνώσεις. Άρα ηλίθιος δεν είναι ο βλάκας. Βλάκας είναι αυτός που δεν έχει καν την νοημοσύνη. … Αν έχετε μόνο νοημοσύνη έχετε ένα πρόβλημα γιατί δεν έχετε μνήμη. Φανταστείτε ότι μετά από πέντε λεπτά δεν θυμάστε τι έχετε κάνει. Φανταστείτε λοιπόν να έχετε μνήμη μόνο για πεντάλεπτο. Το χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα έχει τόσο μικρή μνήμη που την ώρα που κάνει τον γύρο δεν βλέπει ότι είναι ο ίδιος γύρος. Άρα συνεχώς ταξιδεύει. Το χρυσόψαρο δεν βαριέται γιατί βλέπει συνεχώς κάτι νέο. Άμα δεν έχετε μνήμη βλέπετε συνεχώς κάτι νέο. Άρα δεν είναι απαραίτητα καλό. Ζούμε σε μια εποχή όπου πρέπει να είμαστε νέοι και όμορφοι … Εμείς επειδή είμαστε από την μεριά των γέρων θα προσπαθήσουμε να είμαστε ωραίοι. Αν δεν είσαστε όμορφος, πρέπει να είσαστε ωραίος … Φανταστείτε ότι σας έχουν περιορίσει στο πεντάλεπτο. Το ερώτημα που πρέπει να θέσετε στον εαυτό σας είναι κατά πόσο είσαστε άνθρωπος. Θα δυσκολευτείτε να μπείτε στον τομέα της αξιολογίας (που έχει σχέση με τις αξίες) και να αποδείξετε ότι είσαστε άνθρωπος. Χρειαζόσαστε ένα μεγαλύτερο πάχος χρόνου, μεγαλύτερη μνήμη. Για έναν άνθρωπο που έχει μόνο αυτή τη μνήμη δεν αλλάζουν οι μέρες, δεν αλλάζει η εβδομάδα, ούτε ο μήνας, ούτε ο χρόνος και ζει συνεχώς στο ίδιο παρόν. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με το μοντέλο του κοινωνικού ατόμου.
0:05:32 Αν μεγαλώσουμε λίγο το βάθος της μνήμης τότε θα μπορούμε να εντάξουμε μερικά στοιχεία από αυτό που ονομάζουμε ανθρωπότητα. Άτομο είναι το στοιχείο που ανήκει στην κοινωνία. Άνθρωπος είναι το στοιχείο που ανήκει στην ανθρωπότητα. … Όταν δεν έχετε μνήμη μπορούν να σας χειραγωγήσουν. Στην ηλικία που είστε, είστε το ιδανικό κοινό για δικτατορίες γιατί; Πρώτα απ’ όλα δεν τις έχετε ζήσει. Άρα θα είναι κάτι νέο. Εφόσον θα είναι κάτι νέο θα έχετε και ενθουσιασμό. Θα είσαστε από τους πρώτους που θα παλέψουν γι’ αυτόν τον «ιερό αγώνα» γιατί οι γέροι θα είμαστε οι συντηρητικοί. Αν διαβάσετε στην ιστορία θα δείτε ότι κάθε φορά που υπήρχε ένα δικτατορικό καθεστώς ο πρώτος στόχος ήταν η παιδεία, γιατί είσαστε τα καλύτερα θύματα. Εφόσον δεν έχετε μνήμη όταν σας δίνουν δεδομένα δεν μπορείτε να τα συγκρίνετε.
0:09:33 Γενικά όλοι οι νέοι είστε πολύ καλοί στην ταχύτητα. Πάτε πιο γρήγορα από τους γέρους. Έχετε ένα μικρό ελάττωμα, δεν ξέρετε που να πάτε! Αλλά πάτε γρήγορα. Άρα το θέμα είναι ο στόχος. Ο γέρος που δεν μπορεί να τρέξει γρήγορα θα ψάξει πρώτα τον στόχο. Μετά μπαίνει το πλαίσιο της τεμπελιάς. Η τεμπελιά είναι πολύ καλή γιατί αυτό είναι το διαχωριστικό στοιχείο μεταξύ της εξυπνάδας ή όχι. Αν δεν είσαστε καθόλου τεμπέληδες πολύ συχνά είστε μόνο βλάκες, γιατί η τεμπελιά είναι το απαραίτητο στάδιο της νοημοσύνης. Αν δεν είσαστε τεμπέλης δεν σας πειράζει να κάνετε το ίδιο πράγμα. Όπως συχνά δεν έχετε μνήμη έχετε την εντύπωση ότι κάμνετε κάτι καινούργιο. Άρα η ιδέα είναι να θυμηθείτε ότι το έχετε κάνει.
0:11:52 Το θέμα των νέων γενικότερα είναι ότι δεν έχετε πολλές αντοχές. Η ταχύτητα πάει με τη λήθη. Ότι κάμνετε γρήγορα το ξεχνάτε γρήγορα. Να το θυμάστε και για τις σχέσεις σας … Το διάβασμα δεν πάει γρήγορα, αυτό λέγεται πέρασμα, συνήθως είμαστε στα περάσματα … το μάτι σας πέρασε από πάνω από πού ήταν να διαβάσετε … αυτό που περνάτε το λέτε διαβάζω, αυτό που διαβάζετε το λέτε μελετάω, αυτό που λέτε μελετάω λέτε το έμαθα. Η ταχύτητα πάει με τη λήθη, η βραδύτητα πάει με τη μνήμη. Είναι μερικά παιδιά που είναι πιο αργά, αντέχουν περισσότερο και μετά θυμώνουν-θυμούνται. Το θέμα είναι, να θυμάστε ή να μην ξεχνάτε; Ποια είναι η διαφορά.
0:16:34 Υπάρχουν μερικοί από σας που δεν έχουν παρέες; Αυτό που θα εξηγήσουμε για τις παρέες να μην το πείτε στην παρέα σας. Τα άτομα ψάχνουν τις παρέες για να βρουν τον εαυτό τους. Είσαστε με μια παρέα και σας λέει κάποιος τι κάνατε; Λέτε, τίποτα περάσαμε καλά. Αυτός είναι ο στόχος της παρέας. Όταν βγαίνετε με κάποιον για μια παρέα είναι για να βρεθείτε με κάποιον που σας μοιάζει για να μην κάνετε τίποτα και να το ευχαριστηθείτε. Αυτός είναι ο στόχος της παρέας. Ο στόχος της ομάδας είναι να βρείτε ανθρώπους που σας συμπληρώνουν για να κάνετε ένα έργο. Εδώ έχετε ένα ανθρώπινο πλαίσιο που είναι πιο δύσκολο. Στις παρέες οι δείκτες νοημοσύνης σχετίζονται. Το πιο ωραίο βέβαια είναι ότι ο καθένας μέσα στη παρέα θεωρεί ότι είναι ο πιο έξυπνος της παρέας, αλλά ξεχνάει ότι είναι ο καθένας. … Το ωραίο στις παρέες είναι ότι επιπλέον συμφωνείτε. Τα δικτατορικά καθεστώτα το πρώτο πράγμα που κάνουν όταν πιάνουν ένα νέο είναι να πιάσουν την παρέα του γιατί είναι του ίδιου τύπου, όπως επηρεάζουν αυτόν θα επηρεάσουν και την παρέα του. Εκτός αν αντιστέκονται.
0:32:24 Η έννοιες που έχουν αξίες είναι συχνά πολύπλοκες ως δομή και είναι απλές. Τι είναι μια εκκλησία; Αν σας πω περιγράψτε μου μια εκκλησία τότε θα αρχίσετε να δυσκολεύεστε …
0:43:57 Ο καθηγητής θέλει να είναι αποδεκτός, ο δάσκαλος δέχεται την αμφισβήτηση. Εδώ ακόμα κι ο Χριστός τη δέχτηκε, δηλαδή, έδειξε τα χέρια του στον Θωμά. Ο δάσκαλος γιατί δέχεται την αμφισβήτηση; Γιατί η αμφισβήτηση είναι η πρώτη μορφή διαλόγου. Η μίμηση είναι η πρώτη μορφή θαυμασμού. Ο κανονικός καθηγητής θέλει οι φοιτητές να είναι σαν αυτόν. … θέλει να απαντήσετε όπως θα απαντούσε αυτός. Ο δάσκαλος θέλει από σας απλώς να βρείτε μια λύση. Μπορεί να είναι μια διαφορετική, δεν μας πειράζει. Ο δάσκαλος θα σας πει να διασταυρώσετε αυτά που σας λέει, να μην τα πιστεύετε, να θεωρείτε ότι είναι λάθος.
0:46:20 Πρέπει να δώσεις χρόνο στον άλλον, να σε αμφισβητήσει, να πει δεν μπορεί να είναι σωστό αυτό που λες, να το βρει και αν το βρει προχωράει στο επόμενο. Αν σου πει, δάσκαλε δεν το κατάλαβα, του εξηγείς. Αλλά δεν του εξηγείς πριν. Οι καθηγητές σας εξηγούν πριν νιώσετε την δυσκολία, γιατί είναι ο τρόπος για να επιβληθούν πιο γρήγορα.
0:52:27 Δεν υπάρχει πλαίσιο εμπιστοσύνης μεταξύ δασκάλου και μαθητή διότι ο δάσκαλος δεν του κρύβει κάτι. Πάει ανάποδα. Ενώ εσείς λέτε, πρέπει να τον εμπιστεύεσαι τον δάσκαλο. Όχι, γιατί άμα το κάνετε αυτό όταν θα σας πει κάτι το οποίο είναι λανθασμένο θα συμφωνήσετε.
0:57:57 Για να αντισταθείς, θες αντοχή, θες κότσια, θες ανθεκτικότητα, είναι δύσκολο. Για να αντιδράσεις, σου λεν κάτι αντιδράς αμέσως. Η αντίσταση είναι μια έννοια που είναι πολύ σημαντική για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι το άτομο που αντιστέκεται, και γιατί αντιστέκεται; Γιατί θυμάται. Αν θυμάστε τότε η νοημοσύνη σας έχει κομμάτια ανθρωπότητας. Το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι της ανθρωπότητας που έχει η νοημοσύνη σας είναι η μνήμη, την οποία σιγά-σιγά θα την μετατρέψετε σε συλλογική μνήμη, δηλαδή δεν θα είσαστε πια μόνος, δεν θα έχετε ένα φαινόμενο σολιψισμού, θα έχετε ένα διαχρονικό σημείο.
1:10:13 Τη νοημοσύνη την έχετε ή δεν την έχετε. Η σκέψη είναι αυτό που σας διδάσκει ο δάσκαλος. Η σκέψη πάνω στην σκέψη είναι η συνείδηση. Ξέρεις ότι σκέφτεσαι. Οι υπολογιστές σκέφτονται αλλά δεν το ξέρουν. … Πολύ συχνά στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδος ποντάρουμε πολύ στην ταχύτητα, διευκολύνει τους γρήγορους μαθητές και βέβαια τους κόπανους που απαντάν από αντίδραση. Δεν βάζουνε δύσκολες ερωτήσεις. Άμα βάζαμε δύσκολες ερωτήσεις θα έπρεπε να περιμέναμε ένα τέταρτο μέχρι να έχουμε τη πρώτη απάντηση. … Η αποθέωση του μαθητή προέρχεται από την ταχύτητα της απάντησης.
1:16:13 Αυτό που έχει ξετινάξει το σύστημα της εκπαίδευσης είναι ότι πρέπει να βρούμε ψυχολογικά προβλήματα, να τον δικαιολογήσουμε, να του πούμε, ξέρεις, είσαι κόπανος αλλά δεν πειράζει θα τα καταφέρεις. Ενώ εγώ θεωρώ ότι δεν είναι κόπανος και του δίνω τη δυνατότητα να το σκεφτεί. … Άμα δεν τον σεβόμουνα θα του έλεγα, πήγαινε. … Πες μου γιατί η ερώτησή του («μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις πράξεις μία φορά αναγκαστικά ή όχι;» Εγώ τώρα ξέρω ότι δεν το έχεις βρει – με τους αριθμούς 1, 3, 4, 6 βρείτε το 24 χρησιμοποιώντας τις τέσσερεις μαθηματικές πράξεις) μου αποδεικνύει ότι δεν έχει βρει την απάντηση; Είναι πολύ κακό που έχουμε στην εκπαίδευση το να μην πειράξουμε τον μαθητή. Η διδασκαλία είναι να πειράζω. Άμα δεν πειράζω ο άλλος δεν εξελίσσεται.
1:18:48 Ο Πλάτωνας ήταν μαθητής του Σωκράτη. Ο Αριστοτέλης ήταν μαθητής του Πλάτωνα. Ο Αλέξανδρος ήταν μαθητής του Αριστοτέλη. Δεν με ενδιαφέρει γιατί οι άλλοι δεν έγιναν έτσι. Εμένα αυτό που με αγγίζει είναι ότι αυτή η τετράδα υπάρχει. Μ’ αγγίζει ο άνθρωπος, μ’ αγγίζει το σπάνιο. Δεν με ενδιαφέρει οι άλλοι αν δεν θέλουν να το κάνουν. Ας μη το κάνουν.
1:20:28 Μερικές φορές με ρωτάν οι εκπαιδευτικοί, πώς να αγγίξουμε τα παιδιά; Πρώτον, γιατί θέλετε να τα αγγίξετε; Αλλά και να θέλετε, αυτό που έχει σημασία είναι να σας αγγίξει αυτό.
1:22:16 Η νοημοσύνη φανταστείτε ότι είναι ένα ποτήρι. Μερικοί έχουν μεγάλο ποτήρι και μερικοί έχουν μικρό ποτήρι. Θα μου πείτε γιατί να πάμε στο σχολείο; Το σχολείο είναι αυτό που σας επιτρέπει να το γεμίσετε. Είναι μερικοί που έχουν σφηνάκι, αλλά είναι τίγκα. Και είναι μερικοί που έχουν ένα μεγάλο ποτήρι και είναι άδειο. Δεν χρησιμοποιήθηκαν. … Για τον Τολστόι το μεγαλύτερο ταλέντο είναι να χρησιμοποιείς το ταλέντο σου. Αλλά αυτό είναι μετά-ταλέντο. Τι εννοούμε μετα-ταλέντο; Αυτό που λέει ο Σωκράτης. Όταν ο Σωκράτης λέει, εγώ ξέρω ότι δεν ξέρω, λέμε, μας δουλεύει. Γιατί θεωρούμε ότι εφόσον ξέρει ότι δεν ξέρει τότε γιατί δεν ξέρει, ξέρει τουλάχιστον ότι δεν ξέρει. Δεν έχουν αντιληφθεί ότι το πρώτο ξέρω δεν έχει σχέση με το δεύτερο. Το δεύτερο, εφόσον είναι δεύτερο δεν έχει πια το νόημα του πρώτου. Η σκέψη πάνω στη σκέψη είναι δύο φορές η λέξη σκέψη, αλλά όμως επειδή την έχω βάλει πάνω έχει γίνει συνείδηση, δεν είναι πια σκέψη, έχει αλλάξει. Δηλαδή η γνώση της άγνοιας δεν είναι μια γνώση, είναι μετα-γνώση, είναι πιο πάνω, είναι μία συνείδηση ότι δεν ξέρω. Το ότι συνειδητοποιώ ότι δεν ξέρω δεν σημαίνει ότι ξέρω κάτι, απλώς το συνειδητοποιώ.
Αυτό που προσπαθούσα τώρα με τον μικρό είναι να συνειδητοποιήσει ότι κάτι δεν πάει καλά. Πριν μου έκανε σκέψη. Τώρα έχει μπει στη διαδικασία να κάνει σκέψη πάνω στη σκέψη. Γιατί αυτό που ρώτησα λέει στον Λυγερό ότι δεν το έχω βρει; Αν του έλεγα είναι σωστό ή όχι θα θεωρούσα ότι είναι απλός υπολογιστής. Δεν θα του έδινα την ανθρωπιά, δεν θα έμπαινα σε αυτή τη διαδικασία. Έχετε λοιπόν την εντύπωση, όταν λειτουργούμε κοινωνικά για να βοηθήσουμε κάποιον ότι στην πραγματικότητα δεν τον βοηθάμε να αναπτυχθεί, βοηθάμε τον εαυτό μας για να εκτονωθεί. Την ώρα που δεν το άφησα να πάει εσένα σε νευρίασα. … Όταν διαβάζετε τους διαλόγους του Σωκράτη τώρα, το μόνο που μπορείτε να πείτε για τον Σωκράτη είναι ότι είναι πρήχτης. Δηλαδή λες, έλεος! Από δω τον έχει, από κει τον έχει, …
1:28:23 Βλέπετε τη διαφορά μεταξύ ξεχνώ, δεν ξεχνώ και θυμάμαι; Το θυμάμαι είναι παθητικό, απλώς κρατάς. Το δεν ξεχνώ, αποφασίζεις να αντισταθείς. Μεγάλη διαφορά.
1:29:18 Εγώ αυτό που θέλω να καταλάβω είναι ότι εφόσον υπάρχει τοίχος μετά θα πρέπει να ψάξω για πόρτα. Όταν θα περάσω από την πόρτα, θα βρεθώ ακριβώς πίσω από τον τοίχο, θα είναι σαν να έχω διασχίσει τον τοίχο. Η νοημοσύνη είναι αυτό που εντοπίζει τον τοίχο. Η σκέψη είναι αυτό που σας λέει πώς να τον ξεπεράσετε. Οι δάσκαλοι στο σχολείο σας δίνουν μεθοδολογίες για να ξεπεράσετε τα όρια σας. Για να ξεπεράσετε τα όρια σας όμως δεν πρέπει να είσαστε ισορροπημένοι. Και αυτό που λέει ο Prigogine είναι ότι η δημιουργικότητα στα συστήματα τα πολύπλοκα γίνεται εκτός ισορροπίας. Όταν έχουμε την ισορροπία στα θερμοδυναμικά συστήματα έχουμε μία νέκρα. Όλα σταθεροποιούνται. … Στην εκπαίδευση δεν δίνουμε αρκετό βαθμό ελευθερίας στον μαθητή, γιαυτό πάμε γρήγορα να του δώσουμε τη λύση, και όταν δίνουμε γρήγορα τη λύση δεν καταλαβαίνει τη δυσκολία.
1:31:45 Ανοιχτά προβλήματα. Δηλαδή, όταν βλέπετε την εκφώνηση, φαίνεται απλό. Όταν βλέπετε τη λύση φαίνεται απλό. Αλλά δεν ξέρετε πώς να περάσετε από το ένα στο άλλο. Άρα έχετε ένα τετράγωνο που πρέπει να το κόψετε στα πέντε, όπως θέλετε και να τα ξανασυναρμολογήσετε τα πέντε για να φτιάξετε δύο τετράγωνα. Βλέπετε όμως ότι η εκφώνηση δεν σας βοηθάει να πείτε προς πια κατεύθυνση να πάω για να βρω. Και δυστυχώς δεν χρησιμοποιούμε πολλές ασκήσεις τέτοιου τύπου.
Τώρα μιλάω στους εκπαιδευτικούς. Μετά από δυο-τρία μαθήματα έχετε μία κατάταξη. Δύσκολα ξεκολλάτε από αυτή τη κατάταξη. … θα δείτε όταν βαθμολογείτε έναν που έχει καλούς βαθμούς δεν κοιτάζετε την κόλλα με την ίδιο τρόπο, με αυτόν που έχει κακούς βαθμούς. … Την πρώτη φορά που έκανα ένα μάθημα μαθηματικών πληροφορικής σε μία τάξη, αυτοί είχαν μια κατάταξη μεταξύ τους, βάζω μια άσκηση και πετάγεται ένας και λέει, τέλειωσα. Εγώ δεν τους ξέρω, πηγαίνω και βλέπω ότι τέλειωσε. Μέσα στη τάξη τώρα, οι άλλοι, ε, όχι και τέλειωσε αυτός! Με την κατάταξη που είχε γίνει αυτός δεν μπορούσε να είχε τελειώσει πριν από τους άλλους. Εγώ κάνω ότι δεν ακούω. Βάζω άλλη άσκηση. Καμία σχέση με την πρώτη … τέλειωσα! Εκεί τα πήραν εντελώς οι άλλοι … το πρώτο πράγμα που λεν, είναι αυτοί γνωρίζονται δεν γίνεται, ξέρει ήδη τις ασκήσεις. Γιατί θεωρούν ότι πιθανότατα θα είναι ήδη γνωστός αυτός που θεωρούσαν ότι δεν είναι καλός και ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι αυτός ήταν καλός σε τέτοια προβλήματα. Και όταν τους βάλαμε τέτοια προβλήματα, οι κανονικοί μαθητές που κάνουν δεκαπέντε φορές το ίδιο πράγμα χωρίς καμιά δυσκολία ενώ ο άλλος βαριέται.
1:44:32 Χάνουμε χρόνο, γιατί μόνο όταν χάνουμε χρόνο υπάρχει μια επένδυση στο έργο. Δίχως χάσιμο χρόνου δεν παράγουμε τίποτα … Οι συνάδελφοι μου λένε, δεν έχουμε χρόνο, δεν έχουμε τελειώσει την ύλη, τι πρέπει να κάνουμε; Εγώ τους λέω: εγώ είμαι εκτός ύλης, εγώ ασχολούμαι μόνο με ενέργεια, και το να χάνω χρόνο είναι ο μόνος τρόπος που δείχνω στον μαθητή ότι τον σέβομαι. Γιατί αυτός ο χρόνος που χάνει ο ένας είναι ο χρόνος που επενδύει ο άλλος. Κι εφόσον υπάρχει αυτό το χάσιμο χρόνου υπάρχει και μια εξέλιξη και δημιουργείται αυτή η σχέση. Βέβαια είναι μια σχέση που βασίζεται πάνω στη γνώση και δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη λειτουργεί πολύ μετά. Εμάς μας ενδιαφέρει στη ζωή για να γίνουμε άνθρωποι να υπάρχουν προβλήματα. Γιατί όταν δεν υπάρχουν τα προβλήματα δεν υπάρχουν και οι λύσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι μέσα από τις δυσκολίες μπορείτε να τις ξεπεράσετε. Ξεπερνάμε μόνο τις δυσκολίες όχι ευκολίες! Άρα όταν σας δίνει κάποιος δυσκολίες να λέτε, εντάξει, αλλά όταν το προσπαθήσετε να το κάνετε. Ευχαριστώ πολύ, νάστε καλά.
Γενοκτονία είναι να σου αφανίζω τόσα πολλά στοιχεία που να μην μπορείς να αποδείξεις ότι είσαι εσύ.
1:50:44 Στη ζωή μας ενδιαφέρει, για να γίνουμε άνθρωποι να υπάρχουν προβλήματα, γιατί όταν δεν υπάρχουν τα προβλήματα δεν υπάρχουν και οι λύσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι μέσα από τις δυσκολίες μπορείτε να τις ξεπεράσετε. Ξεπερνάμε μόνο τις δυσκολίες, όχι τις ευκολίες. Άρα όταν σας δίνει κάποιος δυσκολίες να λέτε, εντάξει."

Προδημοσίευση: Οι φιλόσοφοι και ο έρωτας

Προδημοσίευση: Οι φιλόσοφοι και ο έρωτας


 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 09/12/2012
-Η απαρχή του δικού σας ιδιαίτερου ενδιαφέροντος γι’ αυτό το ερώτημα δεν βρίσκεται, άραγε, στην εναρκτήρια χειρονομία του Πλάτωνα, που καθιστά τον έρωτα έναν από τους τρόπους πρόσβασης στην Ιδέα;
Αλαίν Μπαντιού. Μια συζήτηση με τον Νικολά Τρυόνγκ
Αυτό που ο Πλάτωνας λέει για τον έρωτα είναι αρκετά ακριβές: λέει ότι υπάρχει στην ερωτική ορμή ένα σπέρμα καθολικότητας. Η ερωτική εμπειρία είναι μια ορμή προς κάτι το οποίο θα αποκαλέσει Ιδέα. Έτσι, ακόμα κι όταν απλώς θαυμάζω ένα ωραίο σώμα, είτε το θέλω είτε όχι, βρίσκομαι καθ’ οδόν προς την ιδέα τού Κάλλους. Πιστεύω -με όρους, φυσικά, τελείως διαφορετικούς-, σε κάτι της ιδίας τάξεως, δηλαδή ότι στον έρωτα υπάρχει η εμπειρία του δυνατού [possible] περάσματος από την καθαρή ενικότητα του τυχαίου σε ένα στοιχείο που έχει καθολική αξία. Έχοντας ως σημείο αφετηρίας κάτι που, αναγόμενο στην ατομικότητά του, δεν είναι παρά μια συνάντηση, δηλαδή σχεδόν τίποτα, μαθαίνουμε ότι μπορούμε να αποκτήσουμε μια εμπειρία του κόσμου με βάση τη διαφορά και όχι μόνο με βάση την ταυτότητα. Και μπορούμε μάλιστα να αποδεχτούμε διάφορες δοκιμασίες, μπορούμε να δεχτούμε ακόμα και να υποφέρουμε γι’ αυτό. Ωστόσο, στον σημερινό κόσμο είναι ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση ότι ο καθένας δεν ακολουθεί παρά μόνο το συμφέρον του. Από αυτή την άποψη, ο έρωτας είναι μια εμπειρία που κινείται αντίρροπα. Αν ο έρωτας δε συλλαμβάνεται ως η μόνη ανταλλαγή με αμοιβαία οφέλη, ή αν δεν έχει υπολογιστεί αρκετά εκ των προτέρων ως μια αποδοτική επένδυση, τότε ο έρωτας είναι πράγματι αυτή η εμπιστοσύνη στο τυχαίο. Μας οδηγεί στις παρυφές μιας θεμελιώδους εμπειρίας της διαφοράς και, κατά βάθος, στην ιδέα ότι μπορούμε να αποκτήσουμε την εμπειρία του κόσμου από τη σκοπιά της διαφοράς. Ως προς αυτό, ο έρωτας έχει μια καθολική εμβέλεια, είναι μια προσωπική εμπειρία της δυνητικής καθολικότητας, και είναι από φιλοσοφική άποψη ουσιώδης, όπως το είχε πράγματι ο Πλάτωνας πρώτος διαισθανθεί.

-



Σε διάλογο επίσης με τον Πλάτωνα, ο ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν, ο οποίος είναι κατά τη γνώμη σας ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του έρωτα, είχε υποστηρίξει ότι «δεν υπάρχει διάφυλη σχέση». Τι εννοούσε;
Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα θέση, προερχόμενη από τη σκεπτικιστική και ηθοστοχαστική σύλληψη, η οποία όμως καταλήγει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Ο Ζακ Λακάν μας υπενθυμίζει ότι στην πραγματικότητα η σεξουαλικότητα είναι για τον καθένα, σε μεγάλο βαθμό, προσωπική του υπόθεση, αν μπορώ να το πω έτσι. Υπάρχει ασφαλώς η μεσολάβηση του σώματος του άλλου, άλλα εντέλει η απόλαυση θα είναι πάντοτε προσωπική σας απόλαυση. Το σεξουαλικό δεν συνδέει, χωρίζει. Το να είστε γυμνός(-ή), κολλημένος(-η) πάνω στον άλλον είναι μια εικόνα, μια φαντασιακή παράσταση. Το πραγματικό είναι ότι η απόλαυση σας παρασύρει μακριά, πολύ μακριά από τον άλλον. Το πραγματικό είναι ναρκισσιστικό, ο δεσμός είναι φαντασιακός. Άρα, συμπεραίνει ο Λακάν, δεν υπάρχει διάφυλη σχέση. Μια διατύπωση που προκάλεσε σκάνδαλο, γιατί εκείνη την εποχή όλοι μιλούσαν ακριβώς για «διάφυλες σχέσεις». Εάν δεν υπάρχουν διάφυλες σχέσεις στη σεξουαλικότητα, ο έρωτας είναι αυτό που έρχεται να αναπληρώσει την έλλειψη διάφυλης σχέσης. Ο Λακάν δεν λέει καθόλου ότι ο έρωτας είναι η μεταμφίεση της διάφυλης σχέσης, λέει ότι δεν υπάρχει διάφυλη σχέση, ότι ο έρωτας είναι αυτό που έρχεται στη θέση της μη σχέσης. Είναι πολύ πιο ενδιαφέρον. Αυτή η ιδέα τον οδηγεί να πει ότι στον έρωτα το υποκείμενο επιχειρεί να προσεγγίσει το «είναι του άλλου». Στον έρωτα ακριβώς το υποκείμενο εκ-τίθεται πέραν του ίδιου του εαυτού του, πέραν του ναρκισσισμού. Στο σεξ, σε τελική ανάλυση, είστε σε σχέση με τον ίδιο σας τον εαυτό μέσα από τη διαμεσολάβηση του άλλου. Ο άλλος σας χρησιμεύει για να ανακαλύψετε το πραγματικό τής απόλαυσης. Στον έρωτα, αντίθετα, η μεσολάβηση του άλλου έχει προσίδια αξία. Αυτό είναι η ερωτική συνάντηση: εφορμάτε προς κατάκτηση του άλλου, προκειμένου να τον κάνετε να υπάρξει μαζί σας όπως ακριβώς είναι. Πρόκειται για μια σύλληψη πολύ πιο βαθυστόχαστη από εκείνη την τελείως κοινότοπη, σύμφωνα με την οποία ο έρωτας δεν θα ήταν παρά μια φαντασιακή παράσταση πάνω στο πραγματικό τού φύλου.
Στην πραγματικότητα, και ο Λακάν επίσης εγκαθίσταται στα φιλοσοφικά διφορούμενα που αφορούν τον έρωτα. Η ρήση του ότι ο έρωτας «αναπληρώνει την έλλειψη της διάφυλης σχέσης» μπορεί πράγματι να κατανοηθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Σύμφωνα με τον πρώτο, τον πιο κοινότοπο, ο έρωτας έρχεται να καλύψει φαντασιακά το κενό της σεξουαλικότητας. Τελικά, είναι αλήθεια ότι η σεξουαλικότητα, όσο θαυμάσια κι αν είναι, και μπορεί να είναι, καταλήγει μέσα σ’ ένα είδος κενού. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο διέπεται από τον νόμο της επανάληψης: πρέπει να ξαναρχίζουμε, ξανά και ξανά από την αρχή. Κάθε μέρα, όταν είμαστε νέοι! Έτσι, ο έρωτας θα ήταν η ιδέα ότι κάτι παραμένει μέσα σ’ αυτό το κενό, και αυτό που συνδέει τους εραστές είναι κάτι άλλο και όχι αυτή η σχέση, η οποία δεν υπάρχει. Όταν ήμουν πολύ νέος με είχε παραξενέψει, σχεδόν αηδιάσει, ένα χωρίο της Σιμόν ντε Μπoβουάρ στο Δεύτερο Φύλο, όπου περιγράφει, μετά τη σεξουαλική πράξη, το αίσθημα που κυριεύει τον άνδρα, ότι το σώμα της γυναίκας είναι ωχρό και άτονο, και το συμμετρικό αίσθημα της γυναίκας, ότι το σώμα του άνδρα, εκτός από το εν στύσει όργανο, είναι γενικά άχαρο, ακόμα και κάπως γελοίο. Στο θέατρο, η φάρσα ή το βοντβίλ μας κάνουν να γελάμε με τη χρήση αυτών των θλιμμένων σκέψεων. Η επιθυμία του άνδρα είναι εκείνη του κωμικού Φαλλού, τεράστια κοιλιά και ανικανότητα, και η ξεδοντιασμένη γριά γυναίκα της οποίας κρέμονται τα στήθη είναι το πραγματικό μέλλον κάθε ομορφιάς. Η ερωτική τρυφερότητα όταν αγκαλιασμένοι βυθιζόμαστε στον ύπνο, θα ήταν κάτι σαν τον μανδύα του Νώε ριγμένο πάνω σ’ αυτές τις δυσάρεστες θεωρήσεις. Αλλά ο Λακάν πιστεύει επίσης το εντελώς αντίθετο, δηλαδή ότι ο έρωτας διαθέτει μια εμβέλεια την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε οντολογική. Ενώ η επιθυμία απευθύνεται στον άλλον, με έναν τρόπο πάντοτε λίγο φετιχιστικό, σε επιλεγμένα αντικείμενα, όπως τα στήθη, οι γλουτοί, το πέος..., ο έρωτας απευθύνεται στο ίδιο το είναι του άλλου, στον άλλον όπως αυτός αναδύεται, με την πλήρη εξάρτυση του είναι του, στη ζωή μου, η οποία κατ’ αυτό τον τρόπο διαρρηγνύεται και ανασυντίθεται.





-Λέτε ότι, εντέλει, υπάρχουν όσον αφορά τον έρωτα πολύ αντιφατικές φιλοσοφικές αντιλήψεις.
Διακρίνω τρεις βασικές αντιλήψεις. Κατ’ αρχάς, τη ρομαντική αντίληψη, η οποία επικεντρώνεται στην έκσταση της συνάντησης. Έπειτα, μιλήσαμε λίγο για τον ιστότοπο συναντήσεων Meetic, την αντίληψη, που μπορούμε να αποκαλέσουμε εμπορική ή νομική, σύμφωνα με την οποία ο έρωτας θα ήταν τελικά ένα συμβόλαιο. Ένα συμβόλαιο ανάμεσα σε δύο ελεύθερα άτομα που θα δήλωναν ότι αγαπιούνται, εστιάζοντας στην ισότητα της σχέσης, στο σύστημα με τα αμοιβαία οφέλη, κτλ. Υπάρχει επίσης μια σκεπτικιστική αντίληψη, που θεωρεί τον έρωτα αυταπάτη. Αυτό που επιχειρώ να διατυπώσω στη δική μου φιλοσοφία είναι ότι ο έρωτας δεν ανάγεται σε καμία από αυτές τις απόπειρες και ότι είναι μια κατασκευή αλήθειας. Αλήθεια σε σχέση με τι, θα ρωτήσετε. Ε, λοιπόν, αλήθεια αναφορικά με ένα πολύ ιδιαίτερο σημείο, δηλαδή: τι είναι ο κόσμος όταν αποκτούμε την εμπειρία του με βάση το δύο και όχι το ένα; Τι είναι ο κόσμος όταν τον εξετάζουμε, τον οργανώνουμε και τον βιώνουμε με βάση τη διαφορά και όχι με βάση την ταυτότητα; Θεωρώ ότι αυτό είναι ο έρωτας. Είναι το πρόταγμα που περιλαμβάνει φυσικά τη σεξουαλική επιθυμία και τις απαιτήσεις της, τη γέννηση ενός παιδιού, καθώς επίσης και χίλια δυο άλλα πράγματα, και για να πούμε την αλήθεια, οτιδήποτε από τη στιγμή που πρόκειται να ζήσουμε μια δοκιμασία από τη σκοπιά της διαφοράς.
Το βιβλίο του Αλαίν Μπαντιού, «Εγκώμιο για τον έρωτα», θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη

Έρωτας H ωραιότερη τρέλα της ζωής!!

Έρωτας

H ωραιότερη τρέλα της ζωής!!

Η ερωτική εμπειρία είναι από τις πιο σπουδαίες και για πολλούς η πλέον σημαντική εμπειρία της ζωής του ανθρώπου.
Μια βαθύτερη σκέψη πάνω στον έρωτα δεν μπορεί παρά να είναι ένας στοχασμός πάνω στην έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το ανικανοποίητο, η νοσταλγία, το αίσθημα της μοναξιάς, η επιθυμία για ολοκλήρωση και τελειότητα, ο ψυχικός πόνος.

Εκείνο που κυρίως γοητεύει στον έρωτα είναι ο απόλυτος χαρακτήρας του, η απαίτησή του για αιωνιότητα και τελειότητα, η σιγουριά των ερωτευμένων ότι έχουν βρει το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να ικανοποιήσει το ατέλειωτο των πόθων τους. Το αγαπημένο πρόσωπο, εξιδανικεύεται, θεοποιείται, λατρεύεται, γίνεται στήριγμα της φαντασίας. Η αναπόφευκτη συνέπεια όλων αυτών είναι να κάνουμε τον άλλο υποχείριο και να απογοητευόμαστε όταν τον βλέπουμε στην πραγματικότητά του.

Οι απογοητεύσεις του έρωτα που στρέφεται προς ένα και μοναδικό πρόσωπο, η αγωνία της εγκατάλειψης που μας κατακυριεύει όταν παύει η αγάπη, είναι, μια ευκαιρία για ωρίμανση, όχι μόνο γιατί  επιτρέπουν έναν υψηλότερο βαθμό αυτονομίας, αλλά, και γιατί επιτρέπουν να αναπτυχθούν πιο ώριμες σχέσεις με τον κόσμο. Στον έρωτα δεν είναι σπάνιο, μαζί με το αίσθημα της ένωσης με τον εραστή, να νιώθουμε και το αίσθημα της συμφιλίωσης με όλους τους ανθρώπους και με το σύμπαν, ένα αίσθημα παγκόσμιας αγάπης.

Ένα από τα χαρακτηριστικά φαινόμενα της ερωτικής εμπειρίας είναι η άμεση προσκόλληση στο αντικείμενο. Η παρουσία ή προσέγγιση του άλλου μας αιχμαλωτίζουν με ένταση και αμεσότητα που δεν συναντιούνται σε άλλες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερωτική σχέση «μαγεύει» τον ερωτευμένο και τον βασανίζει με την έμμονη ιδέα της εικόνας του άλλου. Αυτό το βίωμα έχει έναν αιφνίδιο, εξωπραγματικό, σχεδόν καταναγκαστικό χαρακτήρα.

Αντικρίζοντας το αγαπημένο πρόσωπο, ο ερωτευμένος νιώθει ένα αίσθημα απίστευτης πληρότητας και συγχρόνως έχει την εντύπωση ότι ως εκείνη τη στιγμή ζούσε σε κατάσταση στέρησης. Η παρουσία του αγαπημένου προσώπου είναι πηγή ευεξίας που μοιάζει να έχει ανεξάντλητες δυνατότητες. Στην πραγματικότητα όμως, ο έρωτας ζει και τρέφεται απ'αυτό που συμβαίνει σε μας, μέσα μας. Το πρόσωπο στο οποίο έχει προσηλωθεί το βλέμμα και η επιθυμία μου αποκτά για μένα μοναδική σημασία. Μόνο εκείνο μπορεί να ανακαλέσει τις πιο ενδόμυχες, και ιδιαίτερες διαστάσεις μου. Η ζωτικότητα που δοκιμάζουμε όταν αγαπούμε πηγάζει από την ανανεωμένη διάθεση για «αναζήτηση» που προκαλεί και τρέφει το πάθος.

Η αναστάτωση και η επιθυμία που προκαλεί η όψη του άλλου μαρτυρούν πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να ενωθούμε ξανά με αυτό που έμοιαζε χαμένο και που τώρα εμφανίζεται με καινούργια και ακόμη πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά.. Από τη συνάντηση δύο μοναδικοτήτων δεν μπορεί παρά να προκύψει μια ιδιαίτερη, ανεπανάληπτη σχέση. Να γιατί, όταν εκείνη η σχέση τελειώσει, είναι δικαιολογημένη η νοσταλγία, ο πόνος για κάτι που χάθηκε οριστικά, αφού καμιά νέα συνάντηση δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναζωντανέψει εκείνη την ίδια εμπειρία.



Όταν στη ζωή βρεθούμε να βιώνουμε μια εμπειρία στην οποία ένα άτομο ξένο προς εμάς γίνεται πηγή έκστασης, τότε βρισκόμαστε σε «οριακή κατάσταση». Τη στιγμή που αντιλαμβάνομαι ότι η ευτυχία μου περνάει μέσα από ένα άλλο ανθρώπινο ον, εγκαταλείπομαι σ'αυτό, οφείλω να τρέμω και από φόβο, γιατί παραδίνοντας τον εαυτό μου στα χέρια του βρίσκομαι στο έλεός του. Στην ουσία, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που μας αφοπλίζει απέναντι στη ζωή και μας επιβάλλει πρωτότυπες, άγνωστες έως τότε και προσωπικές επιλογές και αποφάσεις.. Από τη μια δοκιμάζει ο ερωτευμένος μια κατάσταση ανανέωσης, σχεδόν μια αναγέννηση, και από την άλλη βιώνει το τέλος μιας πλευράς της προσωπικότητάς του εκείνης που δεν ήταν ζωτικά και ριζικά συνυφασμένη με την ύπαρξή του. Χαρακτηριστικό του έρωτα είναι η βίαιη ρήξη του αμυντικού ναρκισσιστικού πυρήνα του ατόμου. Το άτομο αποσπάται από τη μοναξιά του για να ξαναέρθει σε επαφή με ζωογόνες πλευρές του εαυτού του, απωθημένες έως εκείνη τη στιγμή.

Το ερώτημα είναι πως προκύπτουν όλα αυτά, πως συμβαίνει να γίνεται σημαντική μια μορφή. Τα μάτια που μας σαγηνεύουν με τη μυστηριώδη γοητεία τους είναι τα μάτια που μας κοιτούσαν όταν ήμαστε μικρά παιδιά, τότε που δεν είχαμε ακόμη συνείδηση της ατομικής μας υπόστασης. Με την πάροδο ωστόσο του χρόνου αυτός ο δεσμός με το παρελθόν δεν έχει πια μεγάλη σημασία, αυτό που μετράει είναι ότι εκείνη τη δεδομένη στιγμή εκείνη η χειρονομία, εκείνα τα μαλλιά, εκείνη η φωνή, εκείνα τα χέρια έχουν για μένα τεράστια σημασία, «είναι» η ομορφιά που ψάχνω και που συμπίπτει με την επιθυμία μου που αφυπνίζεται από τον άλλο. Αυτή είναι η εμπειρία που βιώνουμε.
Στη ερωτική διάσταση εκστασιαζόμαστε όχι από το πλάσμα που έχουμε απέναντί μας, αλλά από τη σκέψη που αυτό προκάλεσε. Σκέψεις που ενυπάρχουν στον άνθρωπο, αλλά που μόνο ένα πρόσωπο κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια. Η βίαιη εμφάνιση του φαντασιακού μας κόσμου χάρη στον άλλο, που είναι ένας και μοναδικός, εξηγεί το λόγο για τον οποίο στην ερωτική σχέση κανένας δεν είναι ανταλλάξιμος. Η όποια καθυστέρηση απ'τη μεριά του αγαπημένου προσώπου, η αργοπορία του σε ένα ραντεβού ή στο τηλεφώνημα, ή το να μην κατορθώσουμε να έχουμε νέα για το αγαπημένο πρόσωπο, χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε την αιτία γι'αυτό, μας βάζει σε κατάσταση αφόρητης αγωνίας.  Αυτή τη στιγμή του πόνου που προκαλεί η απουσία του άλλου, της πληγής που ανοίγει το αντικείμενο της αγάπης, της έντασης του πόθου που μόνο το αγαπημένο πρόσωπο μπορεί να προκαλέσει, ο ερωτευμένος αισθάνεται ξαφνικά ότι είναι ζωντανός.
Ένα μοντέλο τεσσάρων σταδίων του έρωτα είναι το ακόλουθο:
  1. Έλξη. Αυτό το στάδιο είναι αποτέλεσμα περασμένων εμπειριών και ιδιοτήτων των εξωτερικών χαρακτηριστικών, με την εξωτερική ομορφιά να προεδρεύει όλων.

  2. Εξέταση. Οι σύντροφοι εξετάζουν το βαθμό της κοινωνικής τους εναρμόνισης όσον αφορά το κοινωνικό και οικονομικό τους υπόβαθρο, την πνευματική τους εναρμόνιση, τη μόρφωση και τους τομείς ενδιαφερόντων - όπως και τη συναισθηματική τους εναρμόνιση ή αίσθηση άνεσης με τη συντροφιά του άλλου. Σε αυτό το στάδιο οι σύντροφοι προσπαθούν να παρουσιάσουν την εικόνα τους με τα πιο θετικά χρώματα.

  3. Αυτοαποκάλυψη. Σε αυτό το στάδιο δημιουργείται η οικειότητα, όπου προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα (θετικά κι αρνητικά), αποκαλύπτονται στο σύντροφο.

  4. Αμοιβαίες προσδοκίες και ικανοποίηση αναγκών. Σε αυτό το στάδιο, κάθε σύντροφος μαθαίνει τις προσδοκίες του άλλου και κάνει μια συνειδητή προσπάθεια να ανταποκριθεί σε αυτές, όποιος κι αν είναι ο χαρακτήρας τους, οικονομικός, κοινωνικός, συναισθηματικός ή ερωτικός.
Η ερωτική σχέση ενός ζευγαριού, εφόσον υπάρχει έλξη μεταξύ τους, αρχίζει από την πρώτη τους συνάντηση. Εάν δεν υπάρχει έλξη, δεν υπάρχει σχέση. Καθώς αναπτύσσεται η σχέση, οι δύο σύντροφοι αλληλοεξετάζονται και, εάν δεν υπάρχει κοινωνική, πνευματική ή συναισθηματική εναρμόνιση, η σχέση θα τερματιστεί. Εάν υπάρχει, η σχέση θα συνεχίσει να αναπτύσσεται. Καθώς ο βαθμός οικειότητας μεταξύ  τους αυξάνεται, οι σύντροφοι αρχίζουν να αποκαλύπτουν τις ευάλωτες και αρνητικές τους πλευρές. Εάν ο σύντροφος δεν κατανοεί ή φοβάται αυτό που του αποκαλύπτεται, η σχέση τελειώνει εκεί. Εάν υπάρχει κατανόηση και συναισθηματική προσέγγιση του άλλου, η σχέση συνεχίζεται και φτάνει στο στάδιο της αμοιβαίας προσδοκίας. Εάν ο ένας σύντροφος δεν ικανοποιεί τις ανάγκες και τις προσδοκίες του άλλου, η σχέση τερματίζεται. Εάν οι ανάγκες και οι προσδοκίες εκπληρώνονται και ικανοποιούνται, το αποτέλεσμα είναι ο έρωτας - αλληλεξάρτηση με σεβασμό στην ανεξαρτησία του άλλου.

Η ερωτική διάσταση συνοδεύεται πάντα με μια θανάσιμη αγωνία και φέρει μαζί μ'αυτήν ένα αίσθημα ενοχής. Ο ψυχολόγος ερμηνεύει αυτό το αίσθημα ενοχής με το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε εμπειρίες στενά συνδεδεμένες, συμπληρωματικές αλλά δραματικά συγκρουόμενες: την απαγόρευση και την παράβαση. Το να αγαπούμε και να μας αγαπούν σημαίνει πως αργά ή γρήγορα θα έρθουμε αντιμέτωποι με τις απαγορεύσεις που έχουν επιβάλει οι άνθρωποι.

Όποιος βιώνει προσωρινά τη μεταμόρφωση που συνοδεύει την ερωτική εμπειρία ξέρει ότι μόνο το status quo τίθεται υπό αμφισβήτηση, ενώ το σύνολο σ'αυτή  την αλλαγή βλέπει μια απαράδεκτη ανατροπή και γι'αυτό επιστρατεύει τις απαγορεύσεις, εξωθώντας τους ερωτευμένους στην παράβαση.

Κάθε φορά που, μέσα από ορθολογιστικές διαδικασίες, αρνούμαστε μια ερωτική εμπειρία δεν κάνουμε άλλο από το να υποτασσόμαστε σε νόμους του συνόλου με τους οποίους έχουμε πλέον ταυτιστεί, που τους έχουμε εσωτερικεύσει. Έχοντας αφομοιώσει τη δομή που δεν επιτρέπει να ικανοποιούμε ελεύθερα τις επιθυμίες μας, υποχωρούμε στις εξωτερικές πιέσεις με αποτέλεσμα να καταπνίγουμε τις ανάγκες μας - και τις φαντασιώσεις που διεγείρει η επιθυμία - από ευπείθεια προς μια απαγόρευση που ενώ προέρχεται από τα έξω μοιραία πλέον φωλιάζει μέσα μας, χωρίς καν να το ξέρουμε.

Προς τι όμως η απαγόρευση; Όταν ταυτιστούμε μ'αυτήν, εσωτερικεύοντάς την, βοηθάει στο να προληφθεί η αγωνία, το άγχος και να αποφευχθεί το δυσάρεστο αίσθημα του φταίχτη που τον πιάνουν να κάνει κάτι επιλήψιμο. Για να προστατευτούμε από τις ενοχές συμμορφωνόμαστε με την απαγόρευση που με τη σειρά της συγκρατεί την ένταση της επιθυμίας. Κι ωστόσο ο πόθος είναι αυτός που μας δίνει τα εφόδια ν'αντιμετωπίσουμε με καινούργια δύναμη τη ζωή, που μας ανοίγει το δρόμο για καινούργιες αξίες και καινούργιες έννοιες. Κάτι ή κάποιος μέσα μας μας λέει ότι μπαίνουμε σε ξένα χωράφια, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο η απαγόρευση συνοδεύεται από την αμυδρή ενδεχομένως και συγκρατημένη, αλλά πάντως επίμονη αίσθηση ότι έχουμε το κουράγιο να την παραβιάσουμε.

Η κοινωνία, εννέα στις δέκα φορές εμφανίζει τον έρωτα - πάθος σαν παράνομο ερωτικό δεσμό, σαν μοιχεία. Η λογοτεχνία εμφανίζει τη μοιχεία σαν μια από τις σημαντικότερες ασχολίες των δυτικών. Λίγα είναι τα μυθιστορήματα που δεν κάνουν κάποια αναφορά σ'αυτήν.

Ψυχική δύναμη είναι η ικανότητα να πολεμούμε ό,τι αντιμάχεται την πορεία εξέλιξης και τη στιγμή που διακρίνοντας το εμπόδιο αισθανθούμε ότι έχουμε την ενέργεια να το εξουδετερώσουμε, τότε η ψυχή αποκτά συνείδηση του εαυτού της. Εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι πραγματικά υπάρχω γιατί, αν μη τι άλλο, χρησιμεύω στον εαυτό μου. Έχοντας όμως επωμιστεί την ευθύνη του προσανατολισμού, η συνείδηση της ύπαρξής μου περνά αναπόφευκτα απ'το μονοπάτι της ανησυχίας και φοβάμαι μήπως χαθώ. Ο έρωτας και ο φόβος πηγαίνουν πάντοτε μαζί. Όταν απουσιάζει ο φόβος η ερωτική μας διάσταση έχει τελειώσει ή δεν έχει υπάρξει ποτέ. Θα έλεγα λοιπόν ότι το ανθρώπινο ον έχει την αίσθηση του εαυτού του όταν καταφέρει να παρανομήσει. Αν μπορέσει να ξεπεράσει την απαγόρευση που φέρει εντός του, μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί, αλλά μόνο τότε αισθάνεται ότι είναι άνθρωπος κι ότι ζει.

Επιστρέφοντας στις πρώτες εμπειρίες του βρέφους, εκείνες που δεν μπορεί να συγκρατήσει στη μνήμη, αλλά που έχουν αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στον υπό διαμόρφωση εσωτερικό του κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι το άγχος και ο φόβος του αποχωρισμού είναι ένα συνεχώς επανερχόμενο θέμα που ξεκινάει από τη στιγμή της γέννησης. Είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι στα πρώτα στάδια του έρωτα δημιουργείται η αυταπάτη πλήρωσης ενός βασικού, δομικού κενού.





Όλοι μας έχουμε το αίσθημα της έλλειψης κι αυτό είναι κάτι που μας ωθεί στην αναζήτηση της πλήρωσης του κενού σε βαθμό που μπορούμε ακόμη και να σκεφτούμε ότι οι εξωτερικές εικόνες είναι αποτέλεσμα ψευδαισθήσεων, δημιούργημα  της φαντασίας μας στην προσπάθεια να βρούμε τη χαμένη ολότητα. Η κατάσταση της μόνιμης ανάγκης, το αίσθημα της έλλειψης που μας ωθεί στην αναζήτηση του άλλου για την αποκατάσταση της ολότητας, αντιπροσωπεύει για τον άνθρωπο μια συνεχή υπόσχεση για διαφοροποίηση και αλλαγή. Όλοι όσοι έχουν την τύχη να ερωτευθούν, συνειδητοποιούν τη μεταμόρφωση που έχει συντελεστεί όταν βγουν από τη συγκεκριμένη ερωτική εμπειρία, ενώ όσο διαρκεί απλώς τη διαισθάνονται. Πρέπει να πούμε όμως ότι χρειάζεται και λίγο θάρρος, γιατί η υπόσχεση για πλήρωση κρύβει και τον κίνδυνο μιας αποτυχίας. Μπορεί τη δεδομένη στιγμή να προκύψει κάτι που θα παρεμποδίσει τη μεταμόρφωσή μου και τότε ο άλλος από «ζωντανή υπόσχεση» γίνεται ζωντανή μαρτυρία της αδυναμίας μου να μεταμορφωθώ.

Η αποδοχή της έλλειψης είναι ένα άλλο δομικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλη η ζωή μας είναι ένας αγώνας για να συλλάβουμε εκείνο το κάτι που μας διαφεύγει και για να μπορέσουμε να αγωνιστούμε πρέπει να μάθουμε να κουβαλάμε στις πλάτες μας το βάρος της απουσίας του άλλου. Όσο κι αν ο άλλος ανταποκρίνεται στην υποσυνείδητη επιθυμία μας, η ανάγκη για ολότητα είναι τόσο μεγάλη που τίποτε δεν μπορεί να την ικανοποιήσει πραγματικά.
Το πεπρωμένο πάνω στο οποίο δομείται η ζωή μας, είναι να μάθουμε να υπομένουμε τη στέρηση και την απογοήτευση για τον άνθρωπο που έχουμε κοντά μας. Όποιος, κι αν είναι αυτός, ό,τι κι αν αντιπροσωπεύει ή έχει αντιπροσωπεύσει για μας, εκφράζει μια απουσία. Όσο κι αν αγαπήσουμε έναν άλλο κι όσο κι αν αυτός μπορέσει με τη σειρά του να ανταποδώσει τα αισθήματά μας, η πιθανότητα να τον χάσουμε υπάρχει πάντοτε.

Στην ερωτική διάσταση η απουσία εγκαθιστά τον άλλο αυθαίρετα κυρίαρχο στον εσωτερικό μου κόσμο. Όταν ο άλλος απουσιάζει γεμίζει όλη μας την ύπαρξη. Με την απουσία γίνεται «κυρίαρχη σκέψη».

Αν η επιθυμία είναι εξ ορισμού ανικανοποίητη, όταν αγαπούμε ξανανιώθουμε έντονα το αίσθημα της μοναξιάς. Και στη ζωή και στην ερωτική διάσταση, οι ανάγκη μας σπρώχνει μπροστά, αλλά η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ, γιατί όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προσδοκίες μας. Ο άνθρωπος στην αδιάκοπη περιπλάνησή του, παραμένει αιωνίως πικραμένος από την εμπειρία του, αλλά το ανικανοποίητο είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να ωριμάσει. Ξέρουμε πως η προσωπικότητά μας αναπτύσσεται μόνο υπό την ώθηση αυτού που μας λείπει.

Στην ερωτική εμπειρία ο άλλος μας διαφεύγει διαρκώς. Στην ουσία, πρέπει να είμαστε μόνοι, να νιώσουμε τη μοναξιά για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η παρουσία του άλλου. Αμέσως μετά τη γέννηση, το μόνο μέσο που διαθέτουμε για να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο είναι τα μάτια μας που συναντούν άλλα μάτια. Από κει πιστεύω πως ξεκινάει η σαγήνευση μέσω του βλέμματος που αποτελεί και μια από τις κυριότερες συγκινήσεις της ζωής μας. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες τη στιγμή που ως ενήλικες θα συναντήσουν εκείνα τα μάτια θα ξαναζήσουν μια στιγμή που γι'αυτούς υπήρξε θεμελιώδης. Μέσα από το βλέμμα ζουν την τεράστια ένταση της επιθυμίας για επικοινωνία που έμεινε ανικανοποίητη.

Τα μάτια του αγαπημένου προσώπου με το βάθος τους μας συνδέουν με τον κόσμο. Κι εδώ ξανασυναντούμε την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Όπως στην πρώτη νηπιακή ηλικία ο «διάλογος με τα μάτια» δεν στάθηκε ικανός να ικανοποιήσει την ανάγκη μας να καταλάβουμε την πραγματικότητα μέσα από τον άλλο, έτσι και τώρα η εκπομπή μηνυμάτων υπογραμμίζει την μεγάλη απόσταση που μας χωρίζει από τον άλλον κι είναι σαν να βιώνουμε και πάλι μόνο τη μοναξιά μας. Τη στιγμή που ζητώ από τον άλλο να αντιπροσωπεύσει για εμένα όλα όσα εγώ δεν κατάφερα να είμαι, προωθώ έναν ανεπανόρθωτο αποχωρισμό. Είναι σαν να φέρω εξαρχής μια αίσθηση απώλειας κι έτσι προσπαθώντας να κερδίσω τη χαμένη ολότητα βρίσκομαι διαρκώς σε αναζήτηση αυτού που μου λείπει.





Είναι τεράστιο λάθος να πιστέψουμε ότι έχουμε σαγηνευτεί από τον άλλο. Η αλήθεια είναι ότι σαγηνευόμαστε από τις δικές μας εικόνες που ο άλλος καταφέρνει απλώς να ανακαλεί στη μνήμη μας. Όταν πέφτω στην αγκαλιά του άλλου πρόθυμος για όλα, στην πραγματικότητα είμαι έτοιμος για τα πάντα, προκειμένου να κατανοήσω πλήρως τον εσωτερικό μου κόσμο. Ο άλλος είναι μια ευκαιρία, είναι το όργανο και το ερέθισμα, αλλά αυτό που βγαίνει στην επιφάνεια είναι η δική μου προσωπική, εσωτερική διάσταση.

Ο ερωτευμένος δεν βιώνει μόνο την απώλεια της υποκειμενικότητάς του, θέλει να είναι και αντικείμενο και επιθυμώντας ένα άλλο πρόσωπο με τη σειρά του το καθιστά δικό του αντικείμενο. Ως εκ τούτου, ο ερωτευμένος ζει μονίμως μια θεμελιώδη αντίφαση μια δυναμική σύγκρουση που πυροδοτείται από την επιθυμία του να είναι αντικείμενο και συγχρόνως υποκείμενο. Το σώμα καθίσταται το σύμβολο αυτής της σύγκρουσης. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε τι σημαίνει από ψυχολογική άποψη το να νιώσουμε ότι έχουν πάψει να μας αγαπούν. Είναι σαν να γινόμαστε ξαφνικά αόρατοι. Όταν χάσουμε τα μάτια που μας έχουν ποθήσει, τα χέρια που μας έχουν χαϊδέψει, εκείνη η «διαφορετική» διάσταση που επιβεβαίωσε και εξύψωσε το σώμα μας, τότε αυτό περνάει στην αφάνεια, εκμηδενίζεται.

Όταν μας επιθυμούν, ο τρόπος που αισθανόμαστε τον εαυτό μας δεν συμπίπτει με την προσωπικότητά μας, αλλά με τη σαρκική μας υπόσταση κι αυτή η μεταμόρφωση οφείλεται στον πόθο. Αυτή η εμπειρία εγκυμονεί βέβαια και κινδύνους κι αυτό εξηγεί γιατί, τουλάχιστον στον δικό μας πολιτισμό, φοβόμαστε τόσο να γίνουμε αντικείμενο πόθου. Όταν συμβεί αυτό, εγκαταλείπουμε την υποκειμενικότητά μας. Αυτή όμως ακριβώς η απώλεια της υποκειμενικότητας είναι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να ζήσουμε μια νέα εμπειρία. Και σ'αυτό το σημείο αρχίζει η σχεδόν απατηλή διαδικασία της ερωτικής σχέσης. Όλοι δοκιμάζουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον άλλο ζώντας τον ως αντικείμενο, αγνοώντας την ψυχική του διάσταση. Υπάρχει μια βαθιά ψυχολογική αιτία γι'αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν την εντύπωση ότι ποτέ δεν αγκαλιάστηκαν από κανέναν, αν εξαιρέσουμε τη μητέρα, ποτέ δεν είχε κανείς το κουράγιο να τους μετατρέψει σε αντικείμενα, δεν υπήρξαν αντικείμενα και άρα δεν είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν την αυτογνωσία τους μέσα από τον άλλον. Πρόκειται για μια μορφή ψυχικής διαταραχής που καθιστά αδύνατη τη μεταφορά του συγκεκριμένου ατόμου σε θέση αντικειμένου. Αυτό είναι κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο. Το αίσθημα αποστροφής που νιώθουμε για κάποιον άνθρωπο μας λέει την ιστορία του, ότι δηλαδή δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει αντικείμενο.         

Υπάρχει πάντοτε ακόμη και στις πλέον εξελιγμένες ψυχικές συνθήκες μια ανεκπλήρωτη επιθυμία που ασφαλώς έχει τις καταβολές της στην παιδική ηλικία. Η επιθυμία να είμαστε αντικείμενα για κάποιον όπως ήμαστε για τους γονείς τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Αυτό είναι μια πρωτογονική μνήμη που κουβαλούμε πάντοτε μέσα μας.

Ας σκεφτούμε πως ξεκινάει μια σχέση: όλα είναι φαντασίωση. Όταν λέμε στο πρόσωπο που μας ενδιαφέρει τις δύο μοιραίες λεξούλες «σ'αγαπώ», στην πραγματικότητα βάζουμε τις βάσεις για να του εξιστορήσουμε το μέρος των φαντασιώσεών μας που τον αφορούν. Αυτή η φαντασίωση του έρωτα είναι καθαρά δική μας επινόηση, γιατί ως εκείνη τη στιγμή δεν έχουμε γνωρίσει την πραγματικότητα του άλλου. Είναι ένα κρίσιμο σημείο για την κατανόηση της φαινομενολογίας αυτής της στιγμής. Ο ερωτευμένος έχει ονειροπολήσει γύρω από το αγαπημένο του πρόσωπο, έχει ονειρευτεί με ανοιχτά μάτια, έχει πλάσει μια ολόκληρη ιστορία, αλλά όταν δηλώνει τον έρωτά του δεν κάνει άλλο από το να επιβεβαιώνει την δική του εσωτερική ζωή. Έχοντας φτάσει σ'αυτό το κρίσιμο σημείο, θέλει να ζωντανέψει τις φαντασιώσεις και τους πόθους του, να μεταφέρει στο λόγο και στην απτή διάσταση της σχέσης τη συγκίνηση που έχει ζωντανέψει μέσα του, να τη θέσει κάτω από «το βλέμμα του άλλου». Έτσι όμως εκθέτει τον εαυτό του και κινδυνεύει να δεχτεί μια απόρριψη.

Αυτό όμως που πραγματικά μας δίνει ο έρωτας είναι η ψυχολογική ολότητα, γιατί το ψυχολογικό κενό ήταν αυτό που δημιούργησε τις προϋποθέσεις. Στην πραγματικότητα είναι μια μύηση που δεν τελειώνει ποτέ, γιατί ποτέ δεν πρόκειται να καλυφτεί απόλυτα και παντοτινά το κενό. Απ'τη στιγμή όμως που θα γευτούμε το εξαιρετικό εκείνο αίσθημα της πληρότητας που δίνει η συνεύρεση με τον άλλον, θα ξέρουμε τουλάχιστον που οφείλεται το κενό μας. Οι πρώτες εμπειρίες, είναι πολύ βασικές, γιατί παρέχουν τις πληροφορίες που επιτρέπουν να αναγνωρίζουμε έξω από μας την αιτία του αισθήματος του ανολοκλήρωτου. Η δραματική, αλλά και πολύ διεγερτική πλευρά αυτής της διαδικασίας μύησης είναι ότι απ'τη στιγμή που θα ξεκινήσει δεν τελειώνει ποτέ. Ο κίνδυνος σ'αυτό το αίσθημα της ολοκλήρωσης έγκειται στο γεγονός ότι είναι δυναμικό και όχι στατικό. Καθώς ωριμάζουμε ψυχολογικά, διαρκώς μεταμορφωνόμαστε και ενδέχεται να φτάσουμε σε κάποιο σημείο όπου να μη μας καλύπτει πλέον το αγαπημένο πρόσωπο, να μη γεμίζει το κενό που νιώθουμε. Αυτό είναι το δραματικό στοιχείο που μονίμως αντιμετωπίζουμε στις ερωτικές μας σχέσεις.

Αν ο άλλος αντιπροσωπεύει κάτι που λείπει από μένα, πρέπει να το αρπάξω, να το κλέψω από τον κόσμο, γιατί αυτό που επιθυμώ δεν μου προσφέρεται αυθόρμητα κι άρα πρέπει να το αποσπάσω με τη δύναμή μου. Μόλις αποκτήσουμε αυτό που μας δίνει το αίσθημα της πληρότητας, αρχίζουμε να αντιμετωπίζουμε με τρόμο, πόνο και αγωνία την πιθανότητα να το χάσουμε. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν σχέσεις χωρίς έντονες φωτοσκιάσεις, χωρίς ρίγη και προαισθήματα, αλλά είναι άλλου τύπου. Ο έρωτας χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή της απομάκρυνσης και της επανεύρεσης, από την ανάγκη να επιβεβαιώσουμε το κεκτημένο, να λέμε «είσαι δικός μου για πάντα», ενώ την ίδια στιγμή μια φωνή μέσα μας ψιθυρίζει πως δεν είναι έτσι. Η ουσιαστική σχέση με τον άλλον δεν είναι κάτι που κερδίζεται μια κι έξω, αλλά απαιτεί συνεχή προσπάθεια.

Μια βαθιά σχέση προϋποθέτει αυτή την παραδοχή της απόστασης και της διαφοράς. Η ψυχική απόσταση εξάλλου είναι αυτή που επιτρέπει την συνύπαρξη του ζευγαριού, γιατί ο ένας βιώνει την παρουσία του άλλου, ο οποίος όμως είναι απών λόγω του ότι είναι διαφορετικός. Κι εκεί ξαναοδηγούμαστε, κατά κάποιο τρόπο, στην πρότερη μοναξιά μας, αλλά με μια μεγάλη διαφορά. Είναι μια μοναξιά την οποία πολεμήσαμε και κατανοήσαμε. Είχαμε το θάρρος να αντικρίσουμε την πραγματικότητα. Θάρρος που σημαίνει ότι διαθέτουμε μια βαθιά κατανόηση που αποτρέπει τη διάλυση του δεσμού, που άλλωστε θα ήταν μια παιδική αντίδραση. Το θάρρος του να βλέπουμε πως έχουν τα πράγματα σημαίνει πως μπορούμε να δεχτούμε τη διαφορά, να ζήσουμε μ'αυτήν.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αρνούμενοι να αφεθούμε στον έρωτα, στερούμε από τον εαυτό μας τη χρυσή ευκαιρία για αυτογνωσία. Μόνο όταν δεχτούμε τη συναισθηματική μας ζωή όπως είναι, μπορούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας. Για να διακρίνω το φως και τη δύναμή μου, πρέπει να κοιτάξω ερευνητικά μέσα στο σκοτάδι μου.
Συμπεράσματα
  1. Μια στενή, προσωπική σχέση προσφέρει μια από τις καλύτερες ευκαιρίες για την επίλυση άλυτων ζητημάτων / προβλημάτων της παιδικής ηλικίας.

  2. Ασυνείδητες δυνάμεις, πολύ περισσότερο από λογικούς παράγοντες, επιλέγουν τα πρόσωπα που θα ερωτευτούμε.

  3. Η ασυνείδητη επιλογή αφορά τον καταλληλότερο άνθρωπο με τον οποίο μπορεί το άτομο να ξαναβιώσει εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Ένας τέτοιος άνθρωπος συνδυάζει τα πιο σημαντικά στοιχεία και των δύο γονιών.

  4. Τα αρνητικά στοιχεία επηρεάζουν τις ερωτικές επιλογές - ιδίως της έμμονης αγάπης - σε μεγαλύτερο βαθμό απ'ότι τα θετικά γνωρίσματα, διότι η προσβολή ή αποστέρηση που έχει προκληθεί από αυτά πρέπει να επουλωθεί.

  5. Όσο πιο τραυματική είναι η συγκεκριμένη εμπειρία της παιδικής ηλικίας και όσο μεγαλύτερη η ομοιότητα μεταξύ του γονιού από τον οποίο προκλήθηκε και του / της συντρόφου τόσο πιο έντονη θα είναι η εμπειρία του έρωτα.

  6. Η εμπειρία του έρωτα προκαλεί την επιστροφή σε μια αρχική συμβίωση με τη μητέρα, μια τέλεια ένωση με τα σύνορα του εγώ. Γι'αυτό ερωτευόμαστε ένα άτομο τη φορά. Η επιστροφή στο χαμένο παράδεισο δημιουργεί εκ νέου την προσδοκία ότι ο ερωτευμένος / η θα καλύψει όλες τις βρεφονηπιακές ανάγκες.

  7. Εφόσον η διαδικασία του έρωτα υπαγορεύεται από μια εσωτερική ρομαντική εικόνα, οι εραστές αισθάνονται ότι ανέκαθεν γνώριζαν ο ένας τον άλλο. Έτσι λοιπόν η διαδικασία αυτή εμπεριέχει την αναβίωση πολύ συγκεκριμένων και ισχυρών εμπειριών της παιδικής ηλικίας, οι ερωτευμένοι πιστεύουν ότι ο εραστής τους είναι «μοναδικός/ή» και ότι ο χαμός του/της ή η εξαφάνισή του/της θα είναι αβάσταχτη.

  8. Όταν ένα ζευγάρι ερωτεύεται, η ασυνείδητη επιλογή του είναι αμοιβαία και συμπληρωματική. Έτσι, οι δύο σύντροφοι μπορούν να εκφράσουν τα δικά τους «κεντρικά προβλήματα/ζητήματα». Μαζί δημιουργούν το δικό τους «κεντρικό ζήτημα», το ζήτημα στο οποίο θα επικεντρωθούν οι περισσότερες από τις μελλοντικές τους συγκρούσεις.

  9. Η κατανόηση της σχέσης μεταξύ των άλυτων ζητημάτων της παιδικής ηλικίας και των μετέπειτα προβλημάτων μειώνει τα συναισθήματα της ενοχής και της μομφής και βοηθά και τους δύο συντρόφους να αναλάβουν τις ευθύνες τους όσον αφορά τα προβλήματα ή ζητήματα της σχέσης τους. Βοηθά τα ζευγάρια να μετατρέψουν τα προβλήματά τους σε ευκαιρίες για ωρίμανση ατομική ή κοινή, ως ζευγάρι.

  10. Τα ζευγάρια που ακούν προσεκτικά τα συναισθήματα και τις ανάγκες του άλλου, που εκφράζουν κατανόηση και προσφέρουν στον άλλο αυτά που χρειάζεται είναι ικανά να διατηρούν επ'άπειρον την ερωτική φλόγα. Ο λόγος είναι ότι η έκφραση της κατανόησης - η εκπλήρωση των επιθυμιών του άλλου, που επεκτείνονται από την εμβέλεια της σχέσης μεταξύ της δυναμικής του ζευγαριού και των ζητημάτων της παιδικής ηλικίας - είναι ο καλύτερος τρόπος ωρίμανσης, ατομική ή του ζευγαριού. Καθώς οι σύντροφοι ωριμάζουν ψυχολογικά, ωριμάζει και η σχέση τους. Και η ωρίμανση είναι το αντίθετο της εξουθένωσης.
Και, για μια ακόμη φορά, σχετικά με τα πολλά πρόσωπα της αγάπης:
Όπως υπάρχουν τόσα μυαλά όσο και κεφάλια,
έτσι υπάρχουν τόσες αγάπες όσες είναι κι οι καρδιές.
- Λέων Τολστόι.-
Υ.Γ.
Το κείμενο που διαβάσατε είναι «παρμένο» από το βιβλίο του ...  με τίτλο ...  Πρόκειται βέβαια για μια περίληψη.
Για τον έρωτα βρίσκει κανείς πολλές ενδιαφέρουσες περιγραφές στη βιβλιογραφία. Το συγκεκριμένο κείμενο μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση καθώς γίνεται αναφορά σε πολλές και σημαντικές λεπτομέρειες, με τις οποίες μπορεί να ταυτιστεί ο κάθε αναγνώστης. Παράλληλα  υπογραμμίζεται συχνά η συσχέτιση των βιωμάτων του σήμερα με τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Την τεράστια σημασία αυτής της συσχέτισης μας διδάσκει άλλωστε η ψυχανάλυση.
Κατά τη διαδικασία του έρωτα προβάλλουμε αυτά που μας λείπουν ή νιώθουμε ότι μας λείπουν, όπως κι αυτό που θα θέλαμε να είμαστε, στον άλλο. Τον εξιδανικεύουμε και νιώθουμε/ελπίζουμε ότι καλύπτει όλες μας τις ανάγκες κι ότι μαζί του  (θα) είμαστε ευτυχισμένοι. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας αυτής γίνεται ασυνείδητα. Τα ουσιαστικά κίνητρα επιλογής συντρόφου, όπως και τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούμε δεν τους συνειδητοποιούμε.
Συνήθως ερωτευόμαστε όταν δεν είμαστε / περνάμε καλά. Κι αυτό συμβαίνει επειδή οι συναισθηματικές μας  ανάγκες  σ'αυτές τις περιόδους είναι αυξημένες. Αισθήματα μοναξιάς, αποτυχίας, ακεφιάς, χαμηλής αυτοεκτίμησης κ.α. μας οδηγούν ευκολότερα στην «αναζήτηση» του έρωτα που, όπως περιγράφηκε τόσο ωραία στο πιο πάνω κείμενο, θα μας κάνει να νιώσουμε την ένταση, τη ζωντάνια, το πάθος και τη «ζωή».
Οι στατιστικές αναφέρουν ότι ο άνθρωπος ερωτεύεται κατά μέσο όρο 3-5 φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του. Υποθέτω ότι 2-3 φορές θα συμβεί αυτό μέχρι να παντρευτεί κανείς και άλλες 1-2 φορές κατά τη διάρκεια του γάμου, είτε επειδή η συζυγική σχέση «δεν πάει καλά», είτε επειδή περνά ο ίδιος / η ίδια αυτό που ονομάζουμε «υπαρξιακή κρίση» (στο θέμα αυτό θα γίνει εκτενή αναφορά δε άλλο σημείο).
Η γνώση περί ασυνείδητων κινήτρων, αναγκών, φόβων κλπ. δε σημαίνει ότι δε θα έπρεπε να ερωτευόμαστε, ούτε ότι αυτός που ερωτεύεται  έχει πρόβλημα. Πρόκειται για μια αναπόφευκτη ανθρώπινη διαδικασία, που είναι άλλωστε και η ομορφότερη .... τρέλα της ζωής!

Απο το βιβλίο του A. Carotenuto με τίτλο " Έρως και πάθος¨.