Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Αυτόχειρες και ιδιοφυΐες






Ο πιο γνωστός είναι ο Λούντβιχ. Ο πιο πεισματάρης όμως, κι από μια άποψη ο πιο «τρελός», ήταν ο Πάουλ.

O πατριάρχης της οικογένειας ήταν ο Καρλ Βίτγκενσταϊν (1847-1913), ένας μεγιστάνας του χάλυβα, των όπλων και του τραπεζικού τομέα. Με τη γυναίκα του, τη συνεσταλμένη Λεοπολντίν, έκαναν εννιά παιδιά. Τα τρία από τα πέντε αγόρια αυτοκτόνησαν: ο Χανς πνίγηκε στη λίμνη Οκιτσόμπι της Φλόριντα, ο Ρούντι ήπιε ένα ποτήρι γάλα με κυάνιο σε ένα εστιατόριο του Βερολίνου και ο Κουρτ φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του ενώ υπηρετούσε για την αυστροουγγρική μοναρχία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τα τέσσερα κορίτσια, το ένα πέθανε πριν ενηλικιωθεί. Δύο από τα υπόλοιπα τρία παντρεύτηκαν, για να δουν κάποια στιγμή τους συζύγους τους να παραφρονούν και τον έναν να αφαιρεί τη ζωή του.

Πολύ θανατικό σε αυτή την οικογένεια. Αλλά και μεγάλα μυαλά. Το ένα από τα δύο αγόρια που δεν αυτοκτόνησαν, ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889-1951), έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος ίσως φιλόσοφος του 20ού αιώνα. Η ζωή του, όπως περιγράφεται στο συναρπαστικό βιβλίο του Αλεξάντερ Γουο «Ο Οίκος των Βίτγκενσταϊν» (Εκδ. Doubleday), ήταν πολύ ταραχώδης. Αναζητώντας έναν μέντορα, επέλεξε πρώτα τον διάσημο φυσικό Λούντβιχ Μπόλτσμαν, που πρόλαβε να κρεμαστεί πριν οι δύο άνδρες γνωριστούν, και στη συνέχεια τον Μπέρτραντ Ράσελ, ο οποίος υπέκυψε ύστερα από ασφυκτικές πιέσεις του μετέπειτα φιλοσόφου. Στη διάρκεια της θητείας του στον αυστριακό στρατό έγραψε το πρώτο του φιλοσοφικό έργο, τη Λογικο-φιλοσοφική Πραγματεία. Ύστερα έκανε τον δάσκαλο σε ένα φτωχό χωριό των Άλπεων (αλλά κτύπαγε πολύ δυνατά τα παιδιά κι έφυγε νύχτα), ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, για να αφοσιωθεί τελικά στη φιλοσοφία όταν μετακόμισε στο Κέμπριτζ.

Όπως γράφει όμως ο Τζιμ Χολτ στο λογοτεχνικό ένθετο των Νιου Γιορκ Τάιμς, αυτός που λάμπει στο βιβλίο είναι ο άλλος αδελφός, ο Πάουλ Βίτγκενσταϊν (1887-1961). Τιμώντας τη μουσική παράδοση της οικογένειας (που στο σπίτι είχε επτά πιάνα και κάθε τόσο καλούσε σε συναυλίες ανθρώπους σαν τον Μάλερ, τον Ρίχαρντ Στράους και τον Μπραμς), ξεκίνησε ως πιανίστας τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (ο διευθυντής της ορχήστρας αυτοκτόνησε, αλλά αυτό δεν μας εκπλήσσει πια). Στη διάρκεια του πολέμου έχασε το δεξί του χέρι από σφαίρα. Αλλά δεν πτοήθηκε: αιχμάλωτος των Ρώσων στη Σιβηρία, βάλθηκε να παίζει καθημερινά με τα παγωμένα δάκτυλα του αριστερού του χεριού σε ένα ξύλινο κουτί ένα κομμάτι του Σοπέν που είχε απομνημονεύσει. Ο σκοπός του ήταν να φτάσει σε ένα σημείο όπου θα έκανε ακόμη και τα πιο ασκημένα αυτιά να ξεχάσουν ότι είχε μόνο ένα χέρι. Και τα κατάφερε: στα κονσέρτα που έδινε μέχρι τον θάνατό του γοήτευε το κοινό, και ιδιαίτερα τις γυναίκες. Ήταν δε και επιλεκτικός. «Σας ευχαριστώ για τη σύνθεσή σας», έγραψε κάποτε στον Προκόφιεφ, «αλλά δεν καταλαβαίνω ούτε μια νότα και δεν πρόκειται να την παίξω».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου