ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η «ΖΗΤΟΥΜΕΝΗ» ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Κεφάλαιο ΙΙ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Λ Ο Γ Ο Σ
4. Ο λόγος περί του όντος (συνέχεια 2)
Η επιστήμη του καθαυτό όντος
Ο κατακερματισμένος
χαρακτήρας της ανθρώπινη γνώσης είναι ένα γεγονός που θα μπορούσε να
δικαιολογήσει, όπως αργότερα στην περίπτωση του Compte,
μια θετικιστική αντίληψη της γνώσης. Αλλά το γεγονός αυτό δεν μπορεί να
γίνει αποδεκτό από τον Αριστοτέλη γιατί θα έθετε σε αμφισβήτηση, όπως
πολύ σωστά διέκρινε ο Trelenburg,
την βάση των ίδιων των επιμέρους επιστημών. Η κάθε επιστήμη είναι
ιδιαίτερη, χωρίς όμως να είναι η ίδια σε θέση να δικαιώσει την
μερικότητά της: διότι ενώ αφορά σε μια συγκεκριμένη περιοχή του όντος
δεν μπορεί να αποκτήσει ερείσματα παρά μόνο διασαφηνίζοντας την σχέση
της ως προς την ολότητα του όντος. Εξ ού και το παράδοξο: ο Αριστοτέλης ο
ίδιος, ενώ αναγγέλλει την δημιουργία μιας επιστήμης του καθαυτό όντος
που ορίζεται ακριβώς από την μη-μερικότητα, αποδεικνύει επίσης ότι κάθε
γνήσια επιστήμη είναι αναγκαστικά μερική. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε
ότι είναι δύσκολο να αποδώσουμε στον Αριστοτέλη μια τόσο καταφανή
αντίφαση, ότι τα προαναφερθέντα επιχειρήματα προορίζονται για την
καταπολέμηση της ρητορικής των σοφιστών, την πλατωνική διαλεκτική και
τις προσωκρατικές αντιλήψεις του Καθολικού, και ότι ο Αριστοτέλης
συνέλαβε την επιστήμη του καθαυτό όντος κατά τρόπο που να μην μπορεί να
υποβληθεί σε μια τέτοια κριτική. Είδαμε όμως ότι η πολεμική κατά τον
Προσωκρατικών, των σοφιστών και του Πλάτωνος αφορούσε στην ίδια την
δυνατότητα ύπαρξης μιας επιστήμης του Καθολικού, των κοινών αρχών ή των
πρώτων αρχών (θεωρώντας προσωρινά όλες αυτές τις εκφράσεις ισοδύναμες).
Δεν υπάρχει επομένως αμφιβολία ότι η επιστήμη του καθαυτό όντος
εντάσσεται σ’ αυτήν την τριπλή αξίωση.
Η επιστήμη του καθαυτό
όντος εμφανίζεται κατ’ αρχήν ως η κληρονόμος της συνοπτικής και
συμπαντικής προδιάθεσης που συνδέεται, όπως μαρτυρείται στην αρχή των Μεταφυσικών,
με την γενικά αποδεκτή αντίληψη της φιλοσοφίας· διότι το καθαυτό όν
είναι «αυτό που είναι κοινό σε όλα τα πράγματα», αυτό «που κατ’ εξοχήν λέγεται
για το σύνολο των πραγμάτων», και η επιστήμη του καθαυτό όντος ορίζεται
ακριβώς από την αντίθεσή της προς τις ειδικές επιστήμες. Πιο
συγκεκριμένα, σε αυτήν ακριβώς την επιστήμη ανήκει η μελέτη των κοινών
αρχών ή αξιωμάτων, δηλαδή αυτών των αρχών οι οποίες, επειδή δεν ανήκουν
σε κάποια ειδική επιστήμη, παρότι αποτελούν προϋπόθεση για όλες τις
άλλες, δεν ανάγονται στην δεινότητα ούτε του μαθηματικού, ούτε του
γεωμέτρη, ούτε του φυσικού, ούτε κανενός «ειδικού» σοφού. Και τέλος,
αυτές οι κοινές αρχές είναι ταυτόχρονα και πρώτες αρχές διότι είναι
απαραίτητο να τις κατέχουμε προκειμένου να γνωρίσουμε οποιοδήποτε όν·
επομένως «αυτό που πρέπει αναγκαστικά να γνωρίζει κανείς, για να
γνωρίσει οτιδήποτε, θα πρέπει να το κατέχει ήδη από την αρχή». Στην
περίπτωση αυτή η επιστήμη του καθαυτό όντος έχει την αξίωση να αναδείξει
ένα άλλο χαρακτηριστικό που αποδίδεται συνήθως στην σοφία, δηλαδή να
καταστεί «η θεωρητική επιστήμη των πρώτων αρχών και των πρώτων αιτίων».
Επιστήμη του καθ’ όλον, ή πιο συγκεκριμένα, επιστήμη των αρχών των
πάντων, δηλαδή των κοινών αρχών ή ακόμη των πρώτων αρχών: αυτή η τριπλή
σύλληψη της συμπαντικής επιστήμης αναβιώνει, χωρίς αμφιβολία, μέσα από
το αριστοτελικό σχέδιο μιας επιστήμης του καθαυτό όντος. Ταυτόχρονα όμως
η κριτική που απηύθυνε ο Αριστοτέλης στις αξιώσεις των Πλατωνικών και
των σοφιστών για την δημιουργία μιας συμπαντικής επιστήμης, έμοιαζε να
καταδικάζει ένα τέτοιο σχέδιο σε αποτυχία.