Κάποτε ένας πλούσιος αποφάσισε να κάνει ελεημοσύνη χίλια φλουριά στους φτωχούς. Όμως δεν ήξερε σε ποιους φτωχούς να τα δώσει.
Πήγε έτσι στον ιερέα της ενορίας και του λέει:
-Θέλω να δώσω χίλια φλουριά στους φτωχούς, όμως δεν ξέρω σε ποιους. Τα δίνω λοιπόν σε σένα, να τα μοιράσεις εσύ όπως νομίζεις.
Ο παπάς είπε:
-Τα χρήματα είναι πολλά και εγώ δεν ξέρω
σε ποιον και πως να τα δώσω. Φοβάμαι μήπως δώσω στον έναν πάρα πολλά
και στον άλλο λίγα. Καλύτερα εσύ ο ίδιος να μου πεις σε ποιους φτωχούς
και πως να μοιράσω τα χρήματα.
Ο πλούσιος απάντησε:
-Αν και συ δεν ξέρεις σε ποιον φτωχό να
δώσεις τα χρήματα, ο Θεός όμως ξέρει. Να τα δώσεις στον πρώτο φτωχό που
θα χτυπήσει την πόρτα σου.
Στην ενορία του παπά ζούσε ένας πολύ
φτωχός άνθρωπος. Είχε πολλά παιδιά και ο ίδιος ήταν άρρωστος και δε
μπορούσε να εργαστεί. Μια μέρα, που ο φτωχός διάβαζε τον 36ο ψαλμό,
σταμάτησε στην φράση "νεώτερος ἐγενόμην καὶ γὰρ ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον, οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους" και σκέφτηκε:
"Όμως ο Θεός εμένα με έχει εγκαταλείψει,
αν και δεν έχω κάνει κακό. Τώρα θα πάω να βρω παπά και θα τον ρωτήσω
γιατί γράφονται τέτοιες ψευτιές στην Αγία Γραφή;"
Αμέσως σηκώνεται και πάει στον παπά. Αυτός άμα τον είδε συλλογίστηκε:
"Να ο πρώτος φτωχός που έρχεται".
Κι έδωσε σε αυτόν τα χίλια φλουριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου