Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Νικολάγεβιτς Τολστόι, 1828 - 1910

 
Κορυφαίος Ρώσος μυθιστοριογράφος και ηθικός στοχαστής, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της (ρεαλιστικής) λογοτεχνίας σε παγκόσμια κλίμακα. Και οι δυο γονείς του ανήκαν σε παλιές αριστοκρατικές οικογένειες, που μέλη τους κατείχαν υψηλά αξιώματα στο στρατό και τη διοίκηση. Ο πατέρας του Νικολάι Ίλιτς ήταν ένας καλόκεφος και ήρεμος άνθρωπος, με λεπτή ειρωνική διάθεση και πολύ ζωηρή αίσθηση της προσωπικής του αξιοπρέπειας. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα (1812-13).

Το 1822 πήρε γυναίκα του την πλουσιότατη πριγκίπισσα Μαρία Νικολάγεβνα Βολκόνσκαγια, κόρη μεγάλου αξιωματούχου, και το 1824 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο προικώο κτήμα του στη Γιάσναγια Πολυάνα (όχι μακριά από τη Μόσχα). Εκεί γεννήθηκε, στις 28 Αυγούστου του 1828, ο κατοπινός μεγάλος συγγραφές κι εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια αποκτώντας πολύτιμα βιώματα. Σε ηλικία 2 χρονών έχασε τη μητέρα του, στην οποία, όπως αναφέρει ο ίδιος, όφειλε πολλές από τις ιδιότητες του χαρακτήρα του, καθώς και την κλίση του προς τη λογοτεχνία. Επτά χρόνια αργότερα έχασε και τον πατέρα του. Έτσι, την ανατροφή του, καθώς και των μεγαλύτερων αδελφών του, ανέλαβε η μακρινή συγγενής τους Ερκόλσκαγια, που εμφύσησε στον κατοπινό συγγραφέα τις αντιλήψεις του για τις πνευματικές χαρές που δίνουν στον άνθρωπο η αγάπη και η ήσυχη ζωή μακριά από τους πειρασμούς της κοσμικότητας. Μετά και το δικό της θάνατο το 1840, την ανατροφή των παιδιών συνέχισε άλλη συγγένισσα, η Γιουσκόβα, που επίσης άσκησε ισχυρότατη επίδραση στη διαμόρφωση των αντιλήψεων του Τολστόι για τη ζωή και το αμφισβητήσιμο δικαίωμα του ανθρώπου να ζει πλούσια, όταν γύρω του οι άλλοι πεινούν. Παράλληλα, Γάλλοι και Γερμανοί δάσκαλοι δίδαξαν στα παιδιά τις γλώσσες τους και αρκετές από τις γνώσεις της εποχής. Ιδιαίτερα στο Γερμανό δάσκαλό του Φίοντορ Κέσελ όφειλε ο Τολστόι τη γνωριμία του με τη γερμανική φιλοσοφία.

Το 1844 ο νεαρός Τολστόι γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της πόλης Καζάν, αλλά το ενδιαφέρων του για τις φιλοσοφικές και στη συνέχεια για τις νομικές σπουδές ήταν μάλλον χλιαρό. Τα φοιτητικά του χρόνια σφραγίστηκαν από το διχασμό ανάμεσα στην παρόρμηση να παίρνει μέρος σε ανέμελα γλεντοκόπια και στις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να ζήσει ενάρετο βίο. Στην περίοδο αυτή διαμορφώθηκε και η συνήθειά του για άγρυπνο αυτοέλεγχο, που δέσποσε σε όλη την κατοπινή ζωή του. Ιδεώδες του γίνεται η επιδίωξη της ηθικής τελειότητας, αλλά καίριο γνώρισμα του χαρακτήρα του μένει η επιθετικότητα, με στόχο την υπερίσχυση των αντιλήψεών του, και η φιλοδοξία να πρωτεύει σε κάθε τομέα. Θέλοντας να νικήσει την αβεβαιότητα για τον εαυτό του και την ανασφάλεια που του δημιουργούσε η διάσταση ανάμεσα σε ιδανικό και πραγματικότητα, αναζητεί στήριγμα στην Αγία Γραφή και τα έργα του Ρουσσώ, που τα διαβάζει με πάθος. Παράλληλα, αρχίζει να δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο γράψιμο, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του, το οποίο άρχισε τότε (1847) και συνέχισε ως το θάνατό του με μικρές διακοπές. Ξαναγυρίζοντας στο πατρικό, αναλαμβάνει την διαχείριση της μεγάλης κτηματικής περιουσίας του, αλλά δεν άντεξε το φορτωμένο πρόγραμμα εργασίας που επέβαλε στον εαυτό του. Την επόμενη χρονιά, πήγε στη Μόσχα και μετά στην Πετρούπολη. Η τριετία 1848-51 σπαταλήθηκε σε κοσμικές απολαύσεις, χαρτοπαιξίες, γλέντια. Ένα μέρος του χρόνου του το διέθετε στο κυνήγι.

Καθώς βρισκόταν στη φύση, ξυπνούσαν έντονα οι τύψεις για τον άσωτο βίο του και δυνάμωνε η διάθεσή του ν’ασχοληθεί με τη συγγραφή. Έτσι, σαν αντίδοτο στο συνειδησιακό έλεγχο, γράφει στις αρχές του 1851 το αφήγημα «Ανιστόρηση της χθεσινής μέρας» και το πρώτο από τα τρία αυτοβιογραφικά του βιβλία (παιδικά χρόνια, εφηβεία , νεανικά χρόνια) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1852. Τον ίδιο χρόνο επίσης αποφάσισε να καταταγεί εθελοντής στο στρατό, υποχρεώνοντας και μ’αυτό τον τρόπο τον εαυτό του να απαρνηθεί την προηγούμενη ζωή του.

Η μακρά διαμονή στον Καύκασο (τρία ολόκληρα χρόνια) στάθηκε μια περίοδος πραγματικής μαθητείας στη ζωή και την τέχνη για τον Τολστόι . Δεν του έλειψαν οι ευκαιρίες για γλέντια, αλλά και τα διαστήματα απομόνωσης (εκούσιας ή ακούσιας), η συμμετοχή σε στρατιωτικά γεγονότα, η επαφή με τους ανθρώπους του λαού, που του πρόσφεραν τη δυνατότητα να γνωρίσει με τρόπο άμεσο και πλήρη συναισθήματα, ένστικτα και νοοτροπίες των ανθρώπων. Η θερμή βίωση των συνθηκών και των περιστατικών που έβλεπε γύρω του, η εξοικείωση με τα πράγματα και ο στοχασμός της περασμένης του ζωής τον έκαναν όχι μόνο να βρει τη φυσικότητα και την αλήθεια που αναζητούσε, αλλά και του έδωσαν υλικό για μια σειρά από αφηγήσεις, μερικές από τις οποίες πολύ κοντά στο διήγημα ("Επιδρομή", "Το πρωινό ενός γαιοκτήμονα") που γράφτηκαν το 1852 και δημοσιεύθηκαν το 1856.

Στις αρχές του 1854 μετατέθηκε στη στρατιά του Δούναβη και το φθινόπωρο, όταν ο Κριμαϊκός πόλεμος βρισκόταν στη μεγάλη του ένταση, ζήτησε να μετατεθεί στην πολιορκούμενη Σεβαστούπολη, όπου βίωσε την πολιορκία τόσο σαν μαχητής αλλά και σαν παρατηρητής. Λογοτεχνικός του καρπός μια σύντομη τριλογία (η Σεβαστούπολη το Μάη του 1855, Η Σεβαστούπολη τον Αύγουστο του 1855), που δημοσιεύθηκε το 1855 και το 1856 ενθουσιάζοντας αμέσως τον Τσάρο Αλέξανδρο Β', ο οποίος φρόντισε να μεταφραστεί αμέσως στα γαλλικά .

Μετά την άλωση της Σεβαστούπολης, μετατέθηκε στην Πετρούπολη, όπου οι λογοτεχνικοί και οι κοσμικοί κύκλοι τον υποδέχτηκαν θερμά. Ήδη τον θεωρούσαν έναν από τους σημαντικότερους ρώσους συγγραφείς. Βρήκε τότε την ευκαιρία να επιτεθεί με οξύτητα στις κατεστημένες απόψεις που δεν συμφωνούσαν με τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Ήδη θεωρούσε αμάρτημα να είναι κανείς ιδιοκτήτης γης όπου οι αγρότες λιμοκτονούσαν, καθώς και το να βάζει κανείς τους άλλους να δουλεύουν για λογαριασμό του με το αιτιολογικό ότι αυτός είναι πλούσιος ενώ οι άλλοι όχι. Θέλοντας να είναι συνεπής με τις απόψεις του, πήγε στην Γιάσναγια Πολιάνα, με σκοπό να απελευθερώσει τους δουλοπάροικούς του. Το σχέδιό του όμως συνάντησε την άρνηση των χωρικών, οι οποίοι έλπιζαν ότι η τσαρική κυβέρνηση θα έδινε στο πρόβλημα τους μια λύση πιον ριζική απ’ αυτή που πρότεινε ο αφέντης τους. Από το 1856 χρονολογούνται τα έργα του «Συνάντηση σε ένα απόσπασμα με ένα άγνωστο Μοσχοβίτη», «Οι δύο Ουσσάροι και το βάσανο». Ένα σύντομο ειδύλλιο που είχε τότε δεν κατέληξε σε γάμο.

Το 1857 ο Τολστόι παραιτήθηκε από το στρατό κι έφυγε στο εξωτερικό (Παρίσι, Ελβετία). Οι θεσμοί όμως της Δυτικής Ευρώπης, καθώς και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων εκεί, δεν του άρεσαν καθόλου. Επέστρεψε ξανά στη Ρωσία, έχοντας σταθεροποιήσει την πεποίθηση ότι ο λαός πρέπει να μορφωθεί. Γι’ αυτό ιδρύει στην Γιάσναγια Πολυάνα ένα σχολείο για παιδιά και μεγάλους, όπου διδάσκει ο ίδιος με δικές του παιδαγωγικές μεθόδους. Το 1857 γράφει την «Λουκέρνη» και το 1858 τον «Αλβέρτο και τους Τρεις θανάτους» . Στην τετραετία όμως (1859-1962) εγκαταλείπει σχεδόν τη συγγραφή. Μοναδικό του κείμενο ο «Πολικούσκα», που αποτελεί την πρώτη του απόπειρα να γράψει διήγημα με ξεκάθαρα λαϊκό περιεχόμενο.

Το 1860 ο Τολστόι έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στο εξωτερικό, για να παρασταθεί στον άρρωστο αδελφό του Νικολάι που τον υπεραγαπούσε. Επισκέφτηκε τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, το Βέλγιο, την Αγγλία και την Ιταλία επιδιώκοντας να πλουτίσει τις παιδαγωγικές του γνώσεις. Όταν επέστρεψε, συνέχισε τη διδασκαλία κι εξέδωσε μάλιστα κι ένα μηνιαίο περιοδικό, όπου παρουσίαζε και υπερασπιζόταν τις εκπαιδευτικές του αντιλήψεις, που ως ένα σημείο είχαν επηρεαστεί από τις ιδέες του Ρουσσώ και του Πεστελότσι, ενώ συνέταξε και βιβλία για τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Ούτε όμως έτσι έβρισκε γαλήνη. Ένα αποτρόπαιο περιστατικό τον έφερε σε τέτοια απόγνωση, ώστε να αυτοεξοριστεί για ένα διάστημα στη Σαμάρα. Στο ταξίδι του αυτό γνώρισε τη δεκαεφτάχρονη Σοφία Αντρέγεβνα Μπερς, που άνηκε σε μεσαία τάξη της Μόσχας και είχε πλούσια πνευματικά ενδιαφέροντα. Την παντρεύτηκε και την έφερε στην Γιάσναγια Πολυάνα. (1862). Έτσι έκλεισε η πρώτη περίοδος της ζωής του, που αργότερα την έκρινε με μεγάλη αυστηρότητα, θεωρώντας την ως μια συνεχή υποδούλωση στη φιλοδοξία, την ασωτία και τη λαγνεία. Όσο άδικες κι αν είναι οι κρίσεις του αυτές, υπογραμμίζουν πάντως την ανάγκη που ένιωθε να ξεκαθαρίσει και να συστηματοποιήσει τη ζωή του, επιδιώκοντας την ηθική και την καλλιτεχνική του τελειοποίηση. Ο γάμος του πρόσφερε τέτοια ευκαιρία και ο Τολστόι έζησε μια σχετικά μακρόχρονη περίοδο ευτυχίας κοντά στη νεαρή γυναίκα του με την οποία απόκτησε δεκατέσσερα παιδιά ηρέμησε και μπόρεσε να συγκεντρώσει την εκπληκτική ενεργητικότητά του στη λογοτεχνική δραστηριότητα. Ήδη είχε εγκαταλείψει βαθμιαία τις ρομαντικές και αισθηματολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τα κείμενα της πρώτης περιόδου.

Πλησίαζε όλο και πιο πολύ τους ανθρώπους και τα πράγματα που παρατηρούσε, και το ενδιαφέρον του συγκεντρωνόταν κυρίως στην ψυχολογική διερεύνηση των προσώπων.
Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, όπως απεικονίζεται στους «Κοζάκους» (δημοσιεύθηκε το 1863), βιβλίο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ή της ανθρωπότητας μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου, όπως την πραγματεύτηκε στην τριλογία της Σεβαστούπολης και τους τρεις θανάτους, αποτελούν αξιολογότατα επιτεύγματα του Τολστόι. Παρά τις επιδράσεις που ανιχνεύει κανείς από τον Ρουσσώ, τον Ντίκενς, τον Σταντάλ, τον Γκογκόλ κ.α., τα έργα αυτά είναι σαφώς προσωπικές δημιουργίες και λειτουργούν ως πιστοποιητικά προόδου του Τολστόι, που είναι πλέον σχεδόν έτοιμος να δώσει ωριμότερα έργα.

Το 1856 ο Τολστόι αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα την επάνοδο ενός εξόριστου Δεκεμβριστή στη Ρωσία. Δημοσιεύθηκε τελικά το 1884 με τον τίτλο "Δεκεμβριστές", αλλά σύντομα ένιωσε την ανάγκη να πλατύνει χρονολογικά τη διαπραγμάτευση, αρχίζοντας από τη χρονιά της συνωμοσίας (1825). Και πάλι όμως το σχέδιο πλάτυνε, για να περιλάβει τα μεγάλα γεγονότα της ρωσικής ιστορίας που εκτυλίχτηκαν το 1812. Έτσι έφτασε στη σύλληψη της μεγάλης τοιχογραφίας, που είναι το μυθιστόρημα «Πόλεμος και Ειρήνη», από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η ιστορική εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων αποτελούσε βέβαια για τη Ρωσία παρελθόν, αλλά η επίδρασή της ήταν ολοζώντανη, λόγω της παράδοσης που είχε δημιουργήσει. Εξάλλου ο Τολστόι βρήκε στο οικογενειακό του περιβάλλον τα πρότυπα πολλών από τα κυριότερα πρόσωπα του έργου. Κοντά στα παλαιότερα συγγραφικά του προσόντα, που ήταν η βαθιά παρατηρητικότητα και η ισχυρή βίωση και μετουσίωση υπαρκτών προσώπων και πραγματικών περιστατικών, προστέθηκε τώρα η επινόηση και στη λειτουργία της δημιουργικής φαντασίας. Έτσι, μετά από ένα χρόνο εντατικής δουλειάς, δημοσιεύθηκε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος με τίτλο «Η χρονιά 1805» (1865), που στη συνέχεια πλάτυνε και ο τίτλος άλλαξε σε «Πόλεμος και Ειρήνη».

Εκείνο που κάνει εντύπωση στο μεγάλο αυτό έργο (που αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό) δεν είναι τόσο ότι απεικονίζει με σχεδόν τέλειο τρόπο τις πτυχές της Ρωσίας εκείνων των χρόνων, αρχίζοντας από τη ρώσικη φύση, περνώντας μέσα από τις διάφορες νοοτροπίες ευγενών και εκπροσώπων του λαού και τις παρουσιάσεις ηθών και εθίμων και φτάνοντας ως τη διερεύνηση υψηλών πνευματικών και κοινωνικών διεργασιών. Πιο πολύ ακόμη εντυπωσιάζουν η τέλεια συγχώνευση της τέχνης με την πραγματικότητα και –παρά το μέγεθος και την πολυμέρειά του– η στερεότητα της καλλιτεχνικής του δομής. Χάρη στην ποιότητα του λόγου που μένει προσηλωμένος στην ουσία χωρίς να ξεπέφτει σε περιττά στολίδια, τα διάφορα νήματα της αφήγησης υφαίνονται, άλλοτε διαπλέκονται και άλλοτε ξεπλέκονται με τον πιο αυθόρμητο τρόπο. Όλα όσα γίνονται στις σελίδες του φαίνονται φυσικά, αναγκαία, σχεδόν μοιραία. Η ζωή και ο θάνατος απεικονίζονται με την ίδια σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, επιβάλλοντας το σεβασμό και μια αίσθηση επισημότητας. Γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας αδελφώνονται ισότιμα με μικρο-περιστατικά της καθημερινότητας και αυτή η ισοτιμία τους φαίνεται ως αιτιολογημένη και απαραίτητη. Εξάλλου οι πρωταγωνιστές όσο και τα πρόσωπα έχουν ελάχιστο πόλο να παίξουν. Παρουσιάζονται με τη ξεχωριστή τους ατομικότητα σε ένα πλαίσιο ανθρωπιάς. Η παρουσία του συγγραφέα δε φαίνεται σχεδόν καθόλου, εκτός από το τέλος, όταν παρεμβαίνει για να κηρύξει μια θεμελιώδη θέση του: ο άνθρωπος δε δημιουργεί τίποτα, δε δεσπόζει σε τίποτα. Απλώς παρευρίσκεται και παρακολουθεί την αναπότρεπτη πορεία των πραγμάτων. Η θέση αυτή συνοψίζει την ουσία του τεράστιου αυτού έργου.

Εδώ βλέπουμε μια ομοιότητα με τον Όμηρο, όπου πίσω από τα πάντα κρύβεται ένα θεϊκό χέρι και οι θνητοί δεν είναι παρά πιόνια σε μια σκακιέρα των Θεών (μοίρας).
Όταν τελείωσε το μυθιστόρημα, ο Τολστόι αισθανόταν εξαντλημένος κι αποθαρρημένος. Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν πια τη ζωή ήταν επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ. Ωστόσο, σχεδίαζε να γράψει και άλλα έργα με ιστορικά θέματα, σχέδιο που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Στα χρόνια 1870-71 ο Τολστόι ρίχνεται με πάθος στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών και εκφράζεται με μεγάλο θαυμασμό για τον Όμηρο.

Παράλληλα, ξαναρχίζει να ενδιαφέρεται για τα παιδαγωγικά θέματα, και το 1873 εκδίδει ένα Αλφαβητάριο. Αλλά ήδη από το 1870 έχει αρχίσει να σχεδιάζει ένα καινούργιο έργο με κεντρικό πρόσωπο μια πολύ αξιόλογη και καλή γυναίκα, που είναι όμως ένοχη μοιχείας. Το 1873 καταπιάνεται οριστικά με τη συγγραφή του, αλλά δεν προχωρεί με την ίδια άνεση του «Πόλεμος και Ειρήνη». Διακοπές, βαριεστιμάρα και μίσος και άλλοτε παθιασμένη αγάπη για τη δουλειά χαρακτηρίζουν τη διάθεση του συγγραφέα. Εντούτοις, το έργο «Άννα Καρένινα» βγήκε τελικά άρτιο και αποτελεί καύχημα της ρώσικης λογοτεχνίας. Δημοσιεύθηκε κι αυτό αρχικά σε συνέχειες από το 1875 ως το 1877, οπότε κυκλοφορεί και σε μορφή βιβλίου αναθεωρημένο και ξαναπλασμένο. Έτσι δε διατηρεί ίχνος από τις ψυχικές μεταπτώσεις του συγγραφέα. Η αρμονική δομή του διαπνέεται από μια τραγική αίσθηση της ζωής. Στο χαρακτήρα του Καρένιν ο Τολστόι εκφράζει όλη την αντιπάθειά του για τον κομφορμισμό και την υποκριτική επιτήδευση. Παρόλα αυτά, είναι κι αυτός θύμα της μοίρας. Υπάρχουν βέβαια ως αντίβαρο στοιχεία γαλήνης, αλλά γενικά στο έργο εκφράζεται η διάσταση ανάμεσα στη ζωή που κάνει ο συγγραφέας, νιώθοντας ότι δεν είναι εκείνη που θα έπρεπε, και σε μια νέα ζωή, που δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί αλλά βρίσκεται στο στάδιο της γέννησής της.

Μετά την «Άννα Καρένινα» ο Τολστόι περνάει μια βαθιά κρίση (εκδηλώθηκε το 1879) που τον έφερε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και στην οποία ασφαλώς συνέβαλαν μια σειρά από οικογενειακές συμφορές, όπως οι θάνατοι του έβδομου και του όγδοου παιδιού του και μερικών ακόμα συγγενών που του ήταν πολύ προσφιλείς. Αλλά το βασικότερο αίτιό της βρίσκεται στην αμφιβολία που τον κατάτρεχε πάντα, ακόμη και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές του οικογενειακού του βίου, σχετικά με το αν έχει το δικαίωμα να ζει μια τόσο ωραία ατομική ζωή και ν’ ασχολείται μ’ ένα τέτοιο είδος τέχνης, όταν όλες του οι ελπίδες για μια ιδανική ζωή σωριάζονταν η μια μετά την άλλη. Τη διέξοδο τελικά αναζητεί ο Τολστόι σε μια θρησκευτική πίστη δικής του διατύπωσης. Θέλει να ζει απαλλαγμένος από συμβατικότητες και ανέσεις. Αποκηρύσσει την καλοπέραση, την ψευτοπρόοδο, τον ψευτοπολιτισμό. Υποστηρίζει ότι κύρια στοιχεία του βίου πρέπει να είναι η φυσικότητα, η αγάπη, η αλήθεια και η εργασία που καλύπτει τις βιοτικές ανάγκες. Ασχολείται ο ίδιος με την καλλιέργεια της γης, ντύνεται όπως οι μουζίκοι, φτιάχνει μόνος του τα παπούτσια του και κηρύττει την πραότητα ως την πραγματική ουσία της διδασκαλίας του Ιησού, τον οποίο δε θεωρεί Θεάνθρωπο, αλλά «πνευματικό» τέκνο του Θεού.

Αυτές του οι αντιλήψεις για τη θρησκεία, την ενεργό δύναμη της αγάπης, τις έννοιες του δικαίου, του κράτους, της ιδιοκτησίας, βρήκαν μεγάλη απήχηση, προκαλώντας συρροή οπαδών στη Γιάσνα Πολιάνα και επηρεάζοντας αποφασιστικά και τον Γκάντι. Ο Τολστόι τις εκθέτει σε μια σειρά από βιβλία όπως: «Κριτική της δογματικής Θεολογίας» (1880), «Μια εξομολόγηση» (1882) , «Σε τι συνίσταται η πίστη μου» (1884), «Λοιπόν τι πρέπει να κάνουμε» (1885-86), «Η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας» (1891-1893), «Πώς να διαβάζεται το ευαγγέλιο και που βρίσκεται η ουσία του» 1896, «Η χριστιανική διδασκαλία» (1897), «Το μέγα αμάρτημα» (1905), «Δεν μπορώ να σιωπήσω» (1908) κ.α.

Προπαγανδίζει τις ιδέες του με επιμονή και οργανώνει περίτεχνα τη διάδοση των βιβλίων του. Όποια απαγορεύει η Τσαρική λογοκρισία εκδίδονται στην Αγγλία από το θαυμαστή και συνεργάτη του Β. Τσέρτκωφ. Χάρη στην ακαταπόνητη δραστηριότητά του στον τομέα αυτό, ο Τολστόι αναγνωρίζεται ως μια μεγάλη ηθική δύναμη. Οι αγώνες του για την υποστήριξη όσων ενεργούν κατά συνείδηση, για την κατάργηση της θανατικής ποινής, για την παραχώρηση γης στους αγρότες, για την ανακούφιση των φτωχών και των χτυπημένων από θεομηνίες, τον έχουν πλέον κάνει σεβαστό σε όλη την οικουμένη. Ωστόσο, η απόφαση που πήρε το 1888 να μοιράσει τα κτήματά του στους χωρικούς προκάλεσε βαθύτατη ρήξη στις σχέσεις του με τη σύζυγό του που τον πίκρανε στα τελευταία του χρόνια.

Παράλληλα, ο Τολστόι είχε διαμορφώσει μια νέα αντίληψη και για την τέχνη, που την εξέφρασε στα δοκίμιά του «Τι είναι η τέχνη» και «Ο Σαίξπηρ και η δραματική τέχνη». Η τέχνη, κατά τον Τολστόι, οφείλει να πραγματώνει το ιδανικό της ανθρώπινης αδελφοσύνης, μεταφέροντάς το από τη σφαίρα της λογικής στη σφαίρα του συναισθήματος. Αυτές τις απόψεις τις έκφρασε στα διηγήματα: «Με τι ζουν οι άνθρωποι» (1881), «Όπου υπάρχει αγάπη είναι εκεί ο Θεός» (1885), «Τρία γεροντάκια» (1886). Άλλα σημαντικά λογοτεχνικά έργα της εποχής είναι το ημιτελές «σημειώσεις ενός τρελού» (1884), «Το κράτος του ζόφου» (1886), θεατρικό έργο που παρουσιάστηκε το 1888, «Ο θάνατος του Ιβάν Ίiλιτς» (1887), μια έξοχη πραγματεία γύρω από τη σημασία της ζωής και του θανάτου, «Ο διάβολος» (1889), «Η σονάτα του Κρώυτσερ» (1889). Στα δύο τελευταία εναντιώνεται στη σεξουαλική ελευθερία. Άλλα έργα του είναι «Ο πατήρ Σέργιος» (1890-1898), «Αφέντης και δούλος» (1895).

Το 1899 ο Τολστόι γράφει το τελευταίο από τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα του, την «Ανάσταση», στις σελίδες του οποίου ο τυφλός εγωισμός μετατρέπεται σε υψηλό αλτρουισμό. Ο ήρωάς του ο Νεχλιούντωφ πασκίζει ενσυνείδητα να εξιλεώσει τα σφάλματα της παλαιότερης ζωής του, διαλέγοντας ένα νέο τρόπο ζωής κι ακολουθώντας εκούσια στην εξορία την γυναίκα που είχε άλλοτε αποπλανήσει. Ο Τολστόι είχε χρησιμοποιήσει σε παλαιότερα αφηγήματά του αυτό το ψευδώνυμο, παρουσιάζοντας έτσι κάποιες πλευρές του. Η επανάληψή του τώρα στο έργο των γερατειών αποκαθιστά ένα είδος συμβολικού δεσμού ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία περίοδο της ζωής του. Αυτό το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται για την εξαιρετικά σφιχτοδεμένη δομή του. Καθώς δεν υπάρχουν παρεκβάσεις και παράλληλες δράσεις, αυτό είναι το συμπαγέστερο από όλα τα έργα του Τολστόι. Άλλα μεγάλα προσόντα του είναι η πειστική απεικόνιση των ψυχολογικών καταστάσεων, η πειστικότητα της περιγραφής και η αφηγηματική αρτιότητα. Γι’ αυτό του το έργο τον αφόρισε η Εκκλησία το 1901. Άλλα έργα της τελευταίας περιόδου είναι «Το ζωντανό πτώμα» (1900), το ημιτελές «το φως που φέγγει και τα σκοτάδια» (1894-1902), «Χατζή Μουράτ» (1904), «Αλιόσα Γκόρσοκ» (1905), που δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό του.

Σε βαθιά γεράματα ο Τολστόι χτυπιέται από ένα καινούργιο ξέσπασμα της κρίσης που τον βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια της ωριμότητας του για το είδος της ζωής που έκανε. Συνέπειά της ήταν να εγκαταλείψει στις 28 Οκτωβρίου το σπίτι του μαζί με το γιατρό του και την αγαπημένη του κόρη Αλεξάνδρα, σε μια τελευταία προσπάθεια να ζήσει κοντά στο Θεό. Πεθαίνει από πνευμονία στις 7 Νοεμβρίου 1910 μέσα στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αστάποβο.


Βιβλιογραφία:
«Τρία παιδιά του αιώνα τους» Τάσου Αθανασιάδη,
«Η φυγή και ο θάνατος του Τολστόι» (Αθήνα 1950) του ίδιου,
«Βεβαιότητες και αμφιβολίες» (Ο Τολστόι και η ανθρωπότητα) (Αθήνα 1980) του ιδίου, Πέντε Ρώσοι κλασικοί (Αθήνα 1978) Αλεξανδρόπουλος Μήτσος,
Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου