Μύθοι και
πραγματικότητα |
|||||
NIKOΣ A. ΔONTAΣ Kρητικός Mουσικής |
|||||
Ο ΜΥΘΟΣ είναι
σχεδόν πάντοτε πιο γοητευτικός από την ιστορική
αλήθεια. Η περίπτωση του Μότσαρτ δεν αποτελεί εξαίρεση. Παράδειγμα -και
καλή αρχή για μία ψύχραιμη προσέγγιση- αποτελεί το ίδιο το όνομα του
συνθέτη. Αναρίθμητες είναι οι φορές που υπέγραψε επιστολές και
παρτιτούρες ως Βόλφγκανγκ Αμαντέ, δηλαδή με τη γαλλική εκδοχή του
ονόματος Θεόφιλος (Theophilus) με το οποίο βαπτίστηκε. Αντίθετα, τη
λατινική εκδοχή Aμαντέους χρησιμοποίησε σε όλη του τη ζωή μονάχα τρεις
(3) φορές, και αυτές στο πλαίσιο αστεϊσμού. Φυσικά, έχει πράγματι μικρή
σημασία ποιο όνομα προτιμούσε ο Μότσαρτ και αν σήμερα έχει επικρατήσει
να τον αποκαλούμε Αμαντέους. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το όνομα
που προτίμησαν οι βιογράφοι του ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα μαρτυρά
είτε προχειρότητα σχετικά με όσα έχουν υιοθετηθεί γύρω από το πρόσωπο
του συνθέτη, είτε στρέβλωση των βιογραφικών του στοιχείων. Λίγο μετά
τον θάνατό του ο Μότσαρτ λατρεύτηκε ως ένας από τους «μεγάλους» της
ευρωπαϊκής μουσικής. Eτσι, η λατινική εκδοχή του ονόματός του
υιοθετήθηκε καθώς κρίθηκε ότι δεν του άρμοζε τίποτε λιγότερο από μία
αγιογραφική βιογραφία, απαλλαγμένη από κάθε υποψία σκιάς. Το όνομά του
όφειλε να είναι αντίστοιχα «σημαντικό». Oταν περίπου δύο αιώνες αιώνα
αργότερα ο Φόρμαν αποφάσισε να σταθεί στον αντίποδα της εξιδανίκευσης,
τοποθετήθηκε στο άλλο άκρο, περιγράφοντας τον συνθέτη ως ανώριμο,
ανόητο πλάσμα που, όμως, το «άγγιξε ο Θεός». Αν τον 19ο αιώνα η
«αγιογραφία» του Μότσαρτ πρόδιδε τον ευσεβισμό της αστικής κοινωνίας, η
εκδοχή του Φόρμαν φανερώνει τον ανιστόρητο χαβαλέ της σημερινής ποπ
κουλτούρας. Προφανώς, καμία από τις δύο εκδοχές δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Σήμερα, όλο και περισσότερες βιογραφίες του συνθέτη
αποκαθιστούν το όνομά του, όπως η πολύ καλή μονογραφία του Γκέοργκ
Κνέπλερ και αυτή του Ούλριχ Κόνραντ, που μόλις εκδόθηκε.
Ατελείωτα ταξίδια Ο Ιωάννης Χρυσόστομος Βολφκάνγκους Θεόφιλος Μότσαρτ γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1756. Από τα επτά παιδιά της Aννας Μαρίας και του βιολιστή και μουσικοπαιδαγωγού Λεοπόλδου Μότσαρτ έζησαν μόνον αυτός και η κατά τεσσεράμισι χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του Μαρία Aννα, που χαϊδευτικά την φώναζαν Νάνερλ. Πολύ νωρίς η Νάνερλ φάνηκε όχι μόνον δεκτική στα μαθήματα μουσικής που της παρέδιδε ο αυστηρός πατέρας της, αλλά έδειξε ξεχωριστό ταλέντο. Oμοια και ο μικρός Βόλφγκανγκ, που σύντομα τη ξεπέρασε. Διέθετε σπάνιο μουσικό ταλέντο: είχε άριστο αυτί, εξαίρετη μουσική μνήμη, πρωτοφανή άνεση στον αυτοσχεδιασμό και μεγάλη δεξιοτεχνία στο πιάνο, το εκκλησιαστικό όργανο και το βιολί. Δεν ήταν καν έξι ετών, όταν ο Λεοπόλδος αποφάσισε να επιδείξει τα ταλαντούχα παιδιά του στον πρίγκιπα εκλέκτορα του Μονάχου. Λίγους μήνες αργότερα έπαιξαν δύο φορές για τη Μαρία Θηρεσία στα ανάκτορα του Σένμπρουν. Ακολούθησαν εκτενή ταξίδια επί μακρόν σε όλη την Ευρώπη. Τα δύο παιδιά μελετούσαν και έπαιζαν δημόσια ατελείωτες ώρες, αρκετές φορές σε δύο ή και τρεις συναυλίες την ημέρα. Oπως έχει δείξει επανειλημμένα η ιστορία, σπάνια χαρίσματα δεν αρκούν ώστε να μετασχηματισθεί ένα ταλέντο σε ιδιοφυΐα. Πρέπει να συνοδεύονται από άλλα, μη μετρήσιμα μεγέθη, όπως είναι η δημιουργική φαντασία. Επίσης, θα πρέπει να τους δοθούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να αναπτυχθούν. Δεν εξελίσσονται όλα τα ιδιοφυή παιδιά σε σημαντικούς συνθέτες, ούτε όλοι οι μεγάλοι συνθέτες υπήρξαν ιδιοφυή παιδιά. Μάλιστα, η παρατήρηση δείχνει πως τα περισσότερα παιδιά-θαύματα εξελίσσονται συνήθως σε σπουδαίους δεξιοτέχνες. Τα ταξίδια του Μότσαρτ στην παιδική και εφηβική του ηλικία υπήρξαν αποφασιστικά για την εξέλιξή του. Τον έφεραν σε επαφή με τους σπουδαιότερους συνθέτες της εποχής και εκ των πραγμάτων απέκτησε τεράστια οικειότητα με το αντικείμενό του. Επιπλέον, ο μικρός Βόλφγκανγκ ενδιαφερόταν για τα πάντα και ρωτούσε διαρκώς τον πατέρα του. «Σε βεβαιώ πως οι άνθρωποι που δεν ταξιδεύουν (εννοώ αυτούς που ασχολούνται με τις τέχνες και τα γράμματα) είναι δυστυχισμένα πλάσματα», έγραφε το 1778. «Eνας άνθρωπος με μέτριο ταλέντο θα παραμείνει μέτριος είτε ταξιδεύει είτε όχι. Oμως κάποιος με ξεχωριστό ταλέντο (που χωρίς ασέβεια δεν μπορώ να αρνηθώ ότι διαθέτω) θα μαραθεί αν παραμένει διαρκώς στο ίδιο μέρος», κατέληγε. Στα ταξίδια του ο Μότσαρτ γνώρισε πολλά και απορροφούσε τα πάντα σαν σφουγγάρι, όπως θυμόταν η Νάνερλ. Τον γοήτευαν οι σχεδιαστές, οι ζωγράφοι και οι χαράκτες. Ζητούσε δείγματα δουλειάς τους, που στη συνέχεια φύλασσε ευλαβικά. Τον συνάρπαζαν τα μαθηματικά, αγάπη που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του, όπως μαρτυρούν τα σχετικά συγγράμματα στη βιβλιοθήκη του. Μάθαινε κόλπα με την τράπουλα και στα δώδεκά του ήξερε να ξιφομαχεί. Τα χέρια και τα πόδια του ήσαν σε διαρκή κίνηση, ακόμα και ως ενήλικας, όπως θυμόταν η σύζυγός του, Κονστάντσε: «Eπαιζε διαρκώς με κάτι: με τις τσέπες του, με το ρολόι του, με τα τραπέζια, με τις καρέκλες, σα να ήταν πλήκτρα». Δεκαπέντε ετών, από το Μιλάνο, ο ίδιος ο συνθέτης έγραφε στην Νάνερλ: «Η μόνη μου διασκέδαση εδώ είναι να επικοινωνώ με τους κωφάλαλους στη γλώσσα των χεριών, διότι αυτό το καταφέρνω τέλεια». Αγαπούσε το θέατρο και από μικρός είχε παρακολουθήσει πάρα πολλές παραστάσεις. Παιδί ακόμα, είχε γράψει ένα νούμερο για μία φάρσα. Στα 27 του, κατά το διάλειμμα ενός χορού, εκτέλεσε ο ίδιος μία παντομίμα στο ύφος της commedia dell' arte.
Με τα χρόνια ο Μότσαρτ εξελίχθηκε από παιδί-θαύμα σε έναν ιδιαίτερα προικισμένο έφηβο συνθέτη. Ζητούμενο στα ταξίδια με τον πατέρα του ήταν πλέον μία καλή μόνιμη θέση σε κάποια αξιόλογη πριγκιπική Αυλή. Oμως παρά τις επιτυχίες, παρά τον θαυμασμό, δεν υπήρξε καμία πρόταση. Η μόνη ευκαιρία που του προσφέρθηκε ήταν στη γενέτειρά του, το Ζάλτσμπουργκ, από τον τοπικό πρίγκιπα αρχιεπίσκοπο. Ο Μότσαρτ ήταν 22 ετών και οι περιορισμένες δυνατότητες της επαρχιακής Αυλής δεν τον κάλυπταν. Εύλογα, θα αποτελούσε κάθε άλλο παρά ιδανικό υπάλληλο για τον πρίγκιπα αρχιεπίσκοπο: οι προστριβές ήσαν αναπόφευκτες. Το 1777 ο Μότσαρτ έφυγε με την μητέρα του για το Μόναχο, το Μάνχαϊμ και τελικά το Παρίσι, όπου του προτάθηκε να γίνει οργανίστας στις Βερσαλίες. Αρνήθηκε πάλι. Η αποτυχία του να επιβληθεί στη μουσική ζωή κάποιας από τις πόλεις στις οποίες περιόδευε είχε σχέση με τον χαρακτήρα και τις επιλογές του. Το ταξίδι στο Παρίσι αποτελούσε χαρακτηριστική περίπτωση. Ο έμπειρος πατέρας του είχε δώσει στον Βόλφγκανγκ έναν κατάλογο με 70 ονόματα σημαντικών ανθρώπων, με τους οποίους θα όφειλε να έρθει σε επαφή ώστε να τον βοηθήσουν. Συμβούλευε τον γιο του να προσαρμόσει τη μουσική του στο γούστο των Γάλλων: «Αν κατορθώσεις να κερδίσεις το χειροκρότημα και να σου δώσουν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, στο διάβολο τα υπόλοιπα», του έγραφε. Είναι αλήθεια, πως ο Μότσαρτ υπήρξε σε όλη του την σταδιοδρομία ιδιαίτερα προσαρμοστικός: έγραφε για κάθε είδους ανθρώπους, σεβόταν τοπικές παραδόσεις και γούστα, προσάρμοζε τη μουσική του στα μέτρα των ερμηνευτών. Oμως πάνω απ' όλα ήταν πιστός στις δικές του επιδιώξεις. Στις απαιτήσεις που είχε από τον εαυτό του δεν χωρούσαν γνώμες τρίτων, πολύ δε λιγότερο συμβουλές σαν αυτή του Λεοπόλδου. Ενδεχομένως ένιωθε ήδη ότι η μουσική του είχε ποιότητες πέραν των καθαρά μουσικών, πέραν των καθαρά αισθητικών. Πολλά λέγονται για την αυστηρότητα του Λεοπόλδου απέναντι στον «ανυπάκουο» γιο του. Oμως, από τη στενότατη αλληλογραφία τους προκύπτει ότι ο πατέρας ουδέποτε σχολίασε αρνητικά τη μουσική του γιου του. Ακόμα και αν δεν την κατανοούσε πλήρως, αντιλαμβανόταν το μέγεθός της. Κρίνοντας από την επιτυχία του συνθέτη Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ στο Παρίσι λίγα χρόνια νωρίτερα, πιθανότατα ο Λεοπόλδος είχε δίκιο. Ο Γκλουκ είχε μετέλθει όλων των μέσων που πρότεινε ο πατέρας στον γιο του με αποτέλεσμα να σαρώσει ως θύελλα την πόλη. Ωστόσο, ο Βόλφγκανγκ ούτε γνώριζε την τέχνη αυτή, ούτε -το κυριότερο- είχε διάθεση να τη μάθει. Πολύ γρήγορα βρήκε δικαιολογίες ώστε να μην ακολουθήσει τις συμβουλές του πατέρα. Η παραμονή στο Παρίσι αποδείχτηκε ιδιαίτερα οδυνηρή για τον πρόσθετο λόγο ότι εκεί πέθανε ξαφνικά η μητέρα τού Μότσαρτ. Κατά την επιστροφή ο Βόλφγκανγκ δοκίμασε ακόμα μία απογοήτευση, καθώς στο Μόναχο η υψίφωνος Αλοΐζια Βέμπερ απέκρουσε τον έρωτά του. Ο Μότσαρτ συνέθεσε για τη φωνή της μερικές από τις πιο εντυπωσιακές συναυλιακές άριες. Αρκετά χρόνια αργότερα (1782) νυμφεύτηκε την αδελφή της, Κονστάντσε, την οποία αγάπησε βαθιά και η οποία φρόντισε το έργο του μετά τον θάνατό του. Η καταξίωση Επιστρέφοντας από το Παρίσι ο Μότσαρτ δεν είχε άλλη επιλογή: μπήκε εκ νέου στην υπηρεσία του πρίγκιπα αρχιεπισκόπου του Ζάλτσμπουργκ (1779). Αν και ακόμα νεότατος, ήταν πια αρκετά έμπειρος: είχε συνθέσει ήδη δέκα όπερες, δεκατέσσερις λειτουργίες, πολλές Συμφωνίες και έργα μουσικής δωματίου. Hταν ξεκάθαρο ότι δεν μπορούσε να περιοριστεί στο Ζάλτσμπουργκ. Η ευκαιρία για απόδραση του δόθηκε από τον ίδιο τον πρίγκιπα αρχιεπίσκοπο, που τον κάλεσε στην Βιέννη, όπου είχε μεταβεί για τη στέψη του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄. Ο Μότσαρτ δεν έχασε την ευκαιρία, πολύ περισσότερο αφού επιθυμούσε να συνεισφέρει στις κοινωνικές και πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις του νέου αυτοκράτορα. Ο Ιωσήφ Β΄ είχε καταργήσει την δουλοπαροικία καθώς επίσης τα φορολογικά προνόμια του κλήρου και των ευγενών. Το 1781 είχε εκδώσει διάταγμα για ανεξιθρησκία και το 1784 έκανε τη γερμανική επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Το 1776 ίδρυσε στη Βιέννη το Εθνικό Θέατρο και δύο χρόνια αργότερα την Εθνική Oπερα, για την προαγωγή του γερμανόφωνου πολιτισμού: εκεί θα παίζονταν όχι μόνον έργα Γερμανών συνθετών και συγγραφέων αλλά και σε γερμανική γλώσσα. Αποφασισμένος να παραμείνει στη Βιέννη ο Μότσαρτ ήρθε σε ρήξη με τον εργοδότη του. Eτσι, από τον Μάρτιο του 1781 μέχρι τον θάνατό του, περίπου μία δεκαετία αργότερα, ο συνθέτης έζησε στην πρωτεύουσα.
Τα δύσκολα τελευταία χρόνια Το 1787 η Αυστρία ενεπλάκη με την οθωμανική αυτοκρατορία σε έναν ακόμα πόλεμο που θα διαρκούσε μέχρι το 1791, χρονιά θανάτου του Μότσαρτ. Οι ευγενείς εγκατέλειψαν τη Βιέννη και η πολιτιστική ζωή της πόλης παρήκμασε. Το περίφημο θέατρο στο Καίρτνερτορ έκλεισε για τρεισήμισι χρόνια. Ο Μότσαρτ υπήρξε από τους πρώτους συνθέτες που ζούσε από συνδρομητικές συναυλίες και δεν στηριζόταν αποκλειστικά σε αυλές ευγενών. Κατά τα χρόνια του πολέμου στη λίστα συνδρομητών που κυκλοφόρησε ώστε να βγάλει τα έξοδα των συναυλιών του, δεν δήλωσε συμμετοχή παρά μονάχα ο βαρόνος Γκότφριντ βαν Σβίτεν. Πέντε χρόνια νωρίτερα η αντίστοιχη λίστα έφερε 176 υπογραφές. Την ίδια εποχή η Κονστάντσε αρρώστησε σοβαρά. Τα έξοδα για τα θεραπευτικά λουτρά που είχε ανάγκη, ήσαν ιδιαίτερα μεγάλα και εκτός από γιατρούς και φάρμακα περιλάμβαναν την επιπλέον δαπάνη μιας δεύτερης κατοικίας σε άλλο τόπο, για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο Μότσαρτ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Aρχισε να εργάζεται όλο και περισσότερο σε άλλες πόλεις, στις οποίες ήταν ήδη διάσημος. Η Πράγα, το Μάνχαϊμ και η Μαγεντία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ιδιαίτερα στη Μαγεντία η μουσική του συνόδεψε την επικράτηση ενός δημοκρατικού αστικού υψηλού πολιτισμού και την επανάσταση ενάντια στο προνόμια των ευγενών. Στις πόλεις όπου τα θέατρα και οι αίθουσες συναυλιών μεταβάλλονταν από χώροι διασκέδασης των ευγενών σε τόπους δημόσιας αστικής ζωής, εκεί το δημιουργικό έργο του Μότσαρτ ήταν ιδιαίτερα αγαπητό. Ακόμα και στη Βιέννη, λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατό του, ο Μότσαρτ παρουσίασε τον Μαγικό αυλό σε θέατρο έξω από την πόλη: κοινό του δεν ήσαν οι συνήθεις αριστοκράτες και μεγαλοαστοί. Η επιτυχία ήταν τεράστια, ήρθε όμως αργά. Δεν θα λέγαμε το ίδιο για έναν συνθέτη, που όπως ο Χάιντν έζησε 77 χρόνια ή, έστω, που όπως ο Μπετόβεν έφτασε τα 57. Οικονομικές δυσκολίες και θάνατος
Συχνά, με αφορμή την κηδεία του συνθέτη υπερτονίζεται η κακή οικονομική του κατάσταση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μότσαρτ πράγματι είχε στραφεί για δανεικά στον τέκτονα φίλο του Μίχαελ Πούχμπεργκ. Οι συνθήκες στη Βιέννη δεν του επέτρεπαν να φέρει κοντά του τον πατέρα και την αδελφή του, προκειμένου να τους προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Oμως, σε καμία φάση της ζωής του ο Μότσαρτ δεν κινδύνεψε να πεινάσει. Το 1787 τα έσοδά του ήσαν τρεις φορές περισσότερα από αυτά ενός γιατρού σε νοσοκομείο της Βιέννης. Εκτός από τα 800 γκούλντεν που λάμβανε κάθε χρόνο από το αυτοκρατορικό ταμείο, ο συνθέτης είχε πάντοτε σημαντικές προσόδους από διάφορες εργασίες, στις οποίες μπορούσε να βασίζεται ακόμα και κατά τα δύσκολα έτη 1790 και 1791. Είναι αλήθεια πως όταν αποφάσισε να ταξιδέψει στη Φρανκφούρτη με δικά του έξοδα, προκειμένου να παραστεί στη στέψη του αυτοκράτορα, χρειάστηκε να εκποιήσει τα ασημένια επιτραπέζια σκεύη του. Πράγμα που σημαίνει βεβαίως, ότι είχε την άνεση να τα διαθέτει. Είναι αλήθεια, ότι η τελευταία κατοικία των Μότσαρτ στη Βιέννη είχε λιγότερο φως και δεν ήταν ευρύχωρη όσο η προηγούμενη. Ωστόσο, βρισκόταν σε μία από τις ακριβότερες περιοχές της Βιέννης, πολύ καλύτερη από εκείνες στις οποίες διέμενε παλαιότερα. Επίσης, με κανέναν τρόπο δεν ήταν υποδεέστερη: διέθετε τέσσερα δωμάτια αρκετά μεγάλα όχι μόνον για το γραφείο, το πιάνο και το συζυγικό κρεβάτι, αλλά και για ένα μπιλιάρδο καθώς και αρκετά έπιπλα για την υποδοχή πολυάριθμων φίλων. Ενδεχόμενος λόγος για την οικονομική στενότητα του συνθέτη ήταν ο μάλλον σπάταλος τρόπος ζωής του. Από μικρό παιδί ήταν συνηθισμένος να εργάζεται σκληρά αλλά και να απολαμβάνει. Η οικογένειά του διέθετε πάντοτε υπηρέτες, ο ίδιος ντυνόταν ακριβά, είχε περούκες, κοσμήματα. Εστεμμένοι, όπως η Μαρία Θηρεσία και ο βασιλιάς της Αγγλίας τον είχαν τιμήσει με ακριβά δώρα, ενώ ο ίδιος ο Πάπας τον είχε χρίσει, 14χρονο παιδί ακόμα, Ιππότη της Χρυσής Περικνημίδος, τιμή που είχε αποδοθεί στον διάσημο Γκλουκ σε ώριμη ηλικία! Ο Μότσαρτ λοιπόν δεν έβλεπε τον λόγο να απαρνηθεί όλα αυτά όσο η φήμη του μεγάλωνε. Την ίδια άνεση επιθυμούσε για τη γυναίκα του, ενώ έχει ήδη γίνει αναφορά στα μεγάλα έξοδα λόγω της κακής υγείας της, που εμφανίστηκε επίσης κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνθέτη. Το έντονο κοινωνικό πρόσωπο του Μότσαρτ Από το 1784 ο Μότσαρτ είχε γίνει μέλος Στοάς τεκτόνων. Εκείνη την εποχή, στόχος της αδελφότητας ήταν η καταπολέμηση των προνομίων της απολυταρχικής κοινωνίας και ο σεβασμός προς όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση. Η σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπισε ο Μότσαρτ τα ιδανικά της Στοάς φαίνεται από την επιλογή των θεμάτων για τις όπερές του, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τα πραγματεύεται. Παράλληλα, η μουσική ιδιοφυΐα του παιδιού-θαύματος είχε μετασχηματιστεί σε αυτή ενός ώριμου συνθέτη, που γνώριζε με ποιον τρόπο μπορούσαν να συνδιαλεχτούν γόνιμα η φωνητική και η ενόργανη μουσική του. Είναι η εποχή των Γάμων του Φίγκαρο (1786) και του Ντον Τζοβάνι (1787), λυρικών έργων στα οποία τα ιδεώδη του Διαφωτισμού βρίσκουν την πιο πλήρη μουσικοθεατρική τους πραγμάτωση.
Η απροθυμία πολλών μελετητών του 19ου αλλά και του 20ού αιώνα να σχετίσουν τον Μότσαρτ με τόσο «δυσάρεστα» πράγματα όσο η πολιτική, έχει οδηγήσει στην απάλειψη κάθε σχετικού προβληματισμού από τις βιογραφίες του. Ωστόσο είναι αδιανόητο ο σημαντικότερος συνθέτης της εποχής, ένας άνθρωπος τόσο ευαίσθητος σε κάθε είδους ερεθίσματα, με τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τα πάντα, ο συνθέτης των Γάμων του Φίγκαρο και του Ντον Τζοβάνι, να μην υποδέχτηκε τις εξελίξεις στο Παρίσι γεμάτος ενθουσιασμό, να μην αντελήφθη ότι στη Γαλλία η αριστοκρατία κατέρρευσε κι ότι αυτή ήταν η ίδια αριστοκρατία που κι εκείνος περιφρονούσε από τη στιγμή που εξέφρασε τις πρώτες κριτικές σκέψεις. Επιστολές του Λεοπόλδου Μότσαρτ αποδίδουν με ακρίβεια την κατώτερη θέση των αστών που υπηρετούσαν σε Αυλές και τη θέση των μουσικών που δεν διέφερε από αυτήν οιουδήποτε τεχνίτη. Oταν το 1771, μετά την επιτυχημένη παρουσίαση της θεατρικής σερενάτας Ο Ασκάνιος στην Aλμπα στο Μιλάνο, ο Λεοπόλδος αναζήτησε μία θέση για τον 16χρονο γιο του στην Αυλή του αρχιδούκα Φερδινάνδου, δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι η ίδια η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, εκείνη που άλλοτε είχε θαυμάσει τον Βόλφγκανγκ ως παιδί-θαύμα, θα προειδοποιούσε ως εξής τον γιο της Φερδινάνδο: «Αν σας ευχαριστεί, δεν προτίθεμαι να σας εμποδίσω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν πρέπει να φορτώνεστε άχρηστους ανθρώπους […]. Εξευτελίζει απλώς την Αυλή σας, όταν αυτοί οι άνθρωποι ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο ως ζητιάνοι». Η Κονστάντσε βεβαιώνει ότι στον σύζυγό της άρεσε το διάβασμα. Γνωρίζουμε ότι η βιβλιοθήκη του Μότσαρτ περιλάμβανε περίπου 40 τόμους. Περισσότερα από τα μισά βιβλία ήσαν συλλογές ποίησης και θεατρικά έργα, βιβλία φιλοσοφίας, βιβλία φυσικών επιστημών, μία βιογραφία του Ιωσήφ Β΄, άπαντα τα έργα του Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας, έργα φιλοσόφων του Διαφωτισμού αλλά και κάποια σχετιζόμενα με τη Γαλλική Επανάσταση, θέμα απαγορευμένο στην Αυστρία, για το οποίο η Κονστάντσε δεν ήταν πρόθυμη να μιλήσει. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Μότσαρτ ήταν συνδρομητής σε περιοδικά, ενώ από επιστολές του γνωρίζουμε ότι ενημερωνόταν τακτικά από εφημερίδες. Στη Μαγεντία της επανάστασης Τον Οκτώβρη του 1790, λίγους μήνες μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα στο Παρίσι, ο Μότσαρτ ταξίδεψε στη Μαγεντία. Κατέλυσε σε ένα πανδοχείο απέναντι από το Καζίνο του Γουτεμβέργιου, όπου υπήρχε μία από τις πιο ενημερωμένες βιβλιοθήκες του γερμανικού χώρου, ανοικτή από τις εννέα το πρωί ως τις δέκα το βράδυ. Μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί τη δίψα του συνθέτη για νέα από τις εξελίξεις στο Παρίσι, αφού στη Βιέννη αστυνομικό διάταγμα της 25ης Ιανουαρίου 1790 είχε υποχρεώσει όλες τις εφημερίδες σε λογοκρισία. Η Μαγεντία αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση πόλης στον γερμανόφωνο χώρο και ήταν εκτός της περιφέρειας επιρροής του σχετικού διατάγματος. Το θέατρό της διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην ιστορία του γερμανικού εθνικού θεάτρου. Την εποχή της επίσκεψης του Μότσαρτ στην τοπική θεατρική εφημερίδα διατυπωνόταν η πρόθεση για την «καθιέρωση ενός μόνιμου θεάτρου στη Μαγεντία, σύμφωνου με τις αρχές που απαιτούν οι Λέσινγκ, Σίλερ και Μότσαρτ». Το ρεπερτόριο του θεάτρου περιλάμβανε ήδη τέσσερις όπερες του Μότσαρτ, την Απαγωγή από το σεράι, την Ψευτοπεριβολάρισσα, τους Γάμους του Φίγκαρο και τον Ντον Τζοβάνι, που παίζονταν στα γερμανικά, ώστε να είναι βέβαιο ότι το κοινό εισπράττει το μήνυμα. Το 1791, λίγο μετά την επίσκεψη του Μότσαρτ, σε κριτική παράστασης αναφερόταν: «Aκόμα και η παραμικρή αναφορά στην αριστοκρατία προκαλούσε χειροκροτήματα στην πλατεία μέχρι και τα τελευταία καθίσματα, που ήσαν τόσο επιθετικά ώστε τα πρόσωπα στα θεωρεία να χλομιάζουν και να ερυθριούν». Στη Μαγεντία η μάχη ανάμεσα σε αστούς και αριστοκράτες μαινόταν και ο προγραμματισμός των έργων του Μότσαρτ στο θέατρο, θα πρέπει να ειδωθεί σε αυτό το πλαίσιο. Το συγκεκριμένο ταξίδι έφερε τον συνθέτη πολύ κοντά στις εξελίξεις. Στη Μαγεντία, που μετά το 1792 κατελήφθη από στρατεύματα Γάλλων επαναστατών, συγκλήθηκε στις 17 Μαρτίου 1793 η Γερμανική Εθνοσυνέλευση του Ρήνου, όπου μετείχαν 125 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι διαφορετικών τόπων. Βεβαίως, ο Μότσαρτ δεν πρόλαβε να δει αυτή την εξέλιξη, έζησε όμως τον αναβρασμό: την απαίτηση για κατάργηση της δουλοπαροικίας, την άρνηση καταβολής φόρων, την άρνηση υποχρεωτικής εργασίας, τις συνελεύσεις συντεχνιών και πολιτών που μάταια προσπαθούσαν να διαλύσουν οι αρχές με στρατιωτικές δυνάμεις. Oλα αυτά περνούσαν καθημερινά στις εφημερίδες. Υποθέσεις… Ο Μότσαρτ υπήρξε πολυγραφότατος ακόμα και με τα δεδομένα της εποχής του. Στα 35 χρόνια που έζησε συνέθεσε, λόγου χάριν, περί τις 60 Συμφωνίες (υπολογίζοντας και όσες έχουν χαθεί), 22 σκηνικά έργα και 17 Λειτουργίες. Στην ίδια ηλικία ο επίσης παραγωγικότατος Χάιντν είχε γράψει 37 Συμφωνίες, μόλις 2 σκηνικά έργα και 3 Λειτουργίες από ένα σύνολο 24 λυρικών έργων και 15 Λειτουργιών που συνέθεσε στη διάρκεια της 77χρονης ζωής του. Στην περίπτωση οποιουδήποτε άλλου συνθέτη, τα τελευταία έργα του Μότσαρτ δεν θα ήσαν παρά… τα πρώτα της ωριμότητάς του. Ο Γκλουκ έγραψε την όπερα Ορφέας και Ευρυδίκη σε ηλικία 48 ετών, ο Μπετόβεν άρχισε να συνθέτει την Ηρωική (3η Συμφωνία) στα 33, ο Χάιντν το ορατόριο Η Δημιουργία στα 66 του. Υποθέσεις βεβαίως, καθώς είναι γνωστό πως άλλοι σημαντικοί συνθέτες, όπως ο Ροσίνι και ο Σιμπέλιους, έπειτα από ιδιαίτερα γόνιμα νεανικά χρόνια πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής του στη σιωπή. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου