Μεγάλοι Έλληνες Ποιητές
Γιάννης Ρίτσος. Ποιήματα
Ειρήνη
Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
'Οταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές πούκαψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της
μπουμπούκια η ελπίδα
κ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως
παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
(απόσπασμα)
Από τον "ΕΠΙΤΑΦΙΟ"
ΙV
Γιε μου, ποια Μοίρα στογραφε και ποια μου τόχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθεια μου ν' ανάψει;
Πουρνό - πουρνό μου ψύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες μην έφεξε συχνά - πυκνά απ' το παραθύρι
και βιαζόσουν σα νάτανε να πας σε πανηγύρι.
Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κι είσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.
Και γω η φτωχειά κ' η ανέμελη και γω η τρελλή κ' η σκύλα,
σούψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
Μια - μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θωρί
κι αγαλλόμουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.
Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ' έτρεξα ξοπίσω
τα στήθεια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κι έφτασ' αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
ΙΧ
Ω Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον ʼγγελο από πέρα.
Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.
Κι αν είσουν δίκειος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.
Γιε μου, καλά μου τάλεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:
Εμεί ταγίζουμε ζωή στο χέρι : περιστέρι,
κ' εμείς ούτ' ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.
Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ' αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιε μου, πια δε μούμεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.
Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ' ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο; Στοιχεία Ταυτότητος Xρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. - εξίσου πιθανόν το 903 μ.X. Eσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη Σχολή του Aγώνα. Eπάγγελμά μου: λόγια και λόγια, - τι νά 'κανα; Pακοσυλλέκτη με είπαν. Kαι τώντι. Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα κα- πέλα της υπόγειας Kόρης, κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δυο φθαρμένα σαντάλια, μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσα- κούλα του Mεγάλου Tυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία χρόνια, μού δωσαν την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909. Bολεύτηκα μ' αυτήν, και μένω. Tέλος, το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσι- γάρο. Tότε κατάφτασαν οι κόλακες· με προσκυνούσαν· μου περ- νούσαν στα δάχτυλα λαμπρά δαχτυλίδια. Oι ανίδεοι δεν ξέραν πως τά 'χα φτιάξει εγώ με τ' άδεια τους φυσίγγια πού 'χαν μείνει στους λόφους. Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους αντάμειψα πλούσια με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Aκρα Mινώα.
Η καμπάνα
Ποιος ήταν που κρέμασε ( και πότε;) πάνω ακριβώς απ το τραπέζι
καταμεσίς στο ταβάνι, αυτή τη μαύρη καμπάνα; - πριν μήνες; πριν χρόνια;
Σκυμμένοι στο πιάτο μας, δεν την είχαμε δει. Ποτέ δε σηκώσαμε
λίγο πιο πάνω το κεφάλι, - ποιος ο λόγος άλλωστε; Μα, τώρα,
το ξέρουμε είναι εκεί, αμετάθετη. Ποιος τάχα την πρωτό δε; ποιος μας το πε
αφού κανείς μας δε μιλάει; Ίσως, μια νύχτα, ακολουθώντας το ποτήρι,
στραγγίζοντας την τελευταία σταγόνα του κρασιού, μέσ απ το άδειο
θαμπωμένο ποτήρι, να την πήρε το μάτι μας. Σκύψαμε αμέσως
ακόμη πιο πολύ. Πεινάμε, δεν πεινάμε, τρώμε· περιμένοντας πάντα,
από στιγμή σε στιγμή, ένα μεγάλο αόρατο χέρι να χτυπήσει την καμπάνα
εννέα ή δώδεκα φορές ή μία και μόνη, απέραντα μόνη, απειθάρχητα μόνη,
ενώ, από μέσα μας, μετράμε κιόλας, μήπως συμπέσουμε τουλάχιστον στους χτύπους.
''Απροσάρμοστοι'', Τρακτέρ, Ποιήματα 1930-1960, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1972, σσ. 41-42.
Απροσάρμοστοι
Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές
που να μη στέλνουμε από μιαν αξήγητη δειλία
μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές
και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.
Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,
κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια·
οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά
και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.
Το πρόσωπο μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,
φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει
να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική
και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.
Το κάθε τι, και πιο πολύ τ' όνειρο, να μας τυραγνά
τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ' αγνά
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.
Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά
-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας την αγάπη
κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά
όμως το χέρι ν' απλωθεί ζητώντας την εντράπη.
Τα μέτρια ν' αποφεύγουμε μ' αδιάλλαχτην αποστροφή,
αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.
Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί
οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση
κ' εμείς μ' αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί
και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.
Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ' ευθύς ξανά
να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν' ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.
Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής
να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ' έτσι χάζι
τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ' τον κύκλο μιας οπής
και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.
Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί
κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσα τους,
να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί
στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.
Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ' οι ολόφωτοι ουρανοί
να ισκιώνονται απ' τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,
να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί
και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.
Γ. Ρίτσος, ''Εαρινή Συμφωνία''
ΧVI, Ποιήματα 1930-1960, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1972, σσ. 237-238.
XVI
Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.
Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
'Ενα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
'Ενα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδι
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
'Ενα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου