Τετάρτη, 29 Ιουνίου 2011
Γιάννης Ρίτσος - Ύσταστος Οβολός
Ζωγραφική σε πέτρα του Γ. Ρίτσου |
Ο Ύστατος Οβολός
Δύσκολες ώρες, δύσκολες στον τόπο μας. Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος, αφέθηκε να τον βοηθήσουν,
εγγράψαν υποθήκες πάνω του, πήραν δικαιώματα, αξιώνουν,
μιλάνε για λογαριασμό του, του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα,
τον ελεούν, τον ντύνουν μ' άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα,
του σφίγγουν μ' ένα καραβόσκοινο τη μέση. Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, (μόνο τώρα βιός του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.
7. ΧΙ. 1968Από την συλλογή Κιγκλίδωμα
Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να σχολιάσω ή να συμπληρώσω. Απλά ίσως αξίζει να αναρωτηθεί κανείς για το πρόσωπο στο οποιο αναφέρεται ο ποιητής και ίσως να αποπειραθεί να διερευνήσει τους λόγους που μπορεί να αφέθηκε σε αυτήν την τύχη που το μόνο που του άφησε ως ύστατο οβολό ελευθερίας να είναι ο θανατός του. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν αναφέρεται στον θάνατο ως μια επιλογή λύτρωσης αλλά αντίθετα με την λέξη θάνατο, την ανυπαρξία, θέλει να τονίσει μέσα από την αντίθεση που δημιουργείται την δύναμη της ίδιας της ύπαρξης του ατόμου, της συνείδησης, και να δηλώσει έτσι την αδυναμία που έχουν οι "άλλοι" να την αλλοιώσουν, να την καταλύσουν ή και κατακτήσουν όσο και αν ρυθμίζουν την κάθε ανάσα. Και ακόμα αν η προσπάθεια αυτή φθάσει στον θάνατο, ο θάνατος θα διαλαλήσει την μεγάλη ήττα τους.
Και επι τη ευκαιρία δανείζομαι από μια παρόμοια ανάρτηση με εξαιρετική ανθολογία:
"Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι μια πορεία μέσα στην πίκρα. Απώλειες αγαπημένων προσώπων, αρρώστιες, φυλακίσεις, εξορίες, παρανομία, σανατόρια, θάνατοι.
Κι όμως. με την ποίησή του υψώνει πεισματικά τη φωνή του στο φως. Αμετακίνητα αγωνιστής της ζωής, προσβλέπει σε σταθερά οράματα, στην ίδια τη ζωή, στον Άνθρωπο.
Στις δύσκολες ώρες που περνάμε προστρέχουμε στην εμμονικά προσηλωμένη στο φως ποίησή του. Αντλούμε και δυναμώνουμε απ' αυτή.
Στις άγονες μέρες αντιπροτείνει την αδιάπτωτη περηφάνια που δεν του επιτρέπει να παραδίδει το χαμόγελό του:
Απελπισμένος χαμογελώ
γιατί δεν έμαθα να γυρεύω
και σωπαίνω περήφανος
γιατί δεν έμαθα να μη θέλω.(Ο ξένος)
Το μαύρο, απ' τ' άλλο του μέρος
άσπρο είναι. Δική σου δουλειά
να το αντιστρέψεις.
(3χ111 τρίστιχα)
"Και μπορεί να βλέπει το φως των αστεριών να ανθίζει πάνω από την πίκρα:
"Και μπορεί να βλέπει το φως των αστεριών να ανθίζει πάνω από την πίκρα:
"Θάθελα να σου στείλω ένα μπουκέτο αστέρια, από κείνα που ποτέ δεν παύουν ν' ανθίζουν πάνουν απ' την πίκρα μας"
(γράφει στην Καίτη δρόσου το 1950 από την εξορία)
"Αρνείται να τον γεράσουν οι καταστάσεις, δεν ξεπουλάει τη νιότη του:
"γερνάω από μια νιότη απέραντη που δεν εννοεί να γεράσει"( Το τερατώδες αριστούργημα)
και
"κάθε πρωί που ξυπνώ είμαι μιαν αιωνιότητα πιο νέος από χτες"(Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Άγιος)
"Και εστιάζει επίμονα στο νέο που γεννάει η ζωή, που κατακτάει ο άνθρωπος:
"Μες απ' τις σκοτεινές στοές των δέντρων
ανηφορίζει βέβαιος ο χυμός
κι ανάμεσα απ' τη σύγχυση των κλαδιών και των φύλλων
ο καρπός δείχνει σταθερό το πρόσωπό του
με τα μάγουλα ολοπόρφυρα απ' τη χαρά να προσφερθεί
στον άνθρωπο και στο καινούργιο δέντρο."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου