Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

. Καλημέρα με βροχούλα! Ioanna Tsakona




Βρέχει ασταμάτητα από το πρωί...
Κάθαρση είναι αυτή η βροχή, σα να ξέπλυνε μαζεμένα από καιρό ρούχα που είχαν στοιβαχτεί σε βουνό δυσθεώρητο....Στη θέση των ρούχων σκέψεις και αισθήματα. Η βροχή αυτή ξεπλένει τα πάντα Γράφω και σβήνω, ξανά και ξανά, σα να νιώθω ότι το Del έχει γίνει σύμβολο δύναμης, και ότι όσο απλά σβήνω τις λέξεις τούτου του κειμένου, τόσο εύκολα μπορώ να διαγράψω εμμονές που με καταδιώκουν... Κυριακάτικη βροχούλα τι μου κάνεις / χαίρομαι / λυπάμαι / μετρώ / αξιολογώ κάθε στιγμή ξεχωριστά. Κι εκτός από το πλήκτρο Del να προσθέσω και το Ins στις σκέψεις και τη ζωή μου.κι όμως ...Βρέχει για όλους το ίδιο, απλά ο καθένας επιλέγει να αντιμετωπίσει διαφορετικά τη δική του βροχή..Είναι ωραία η βροχή όταν στέκεσαι κοιτώντας τον ουρανό κι αφήνοντας την να σε λούσει, είναι ωραία όμως κι όταν αγκαλιά με τον άνθρωπό σου, μ'ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα τη βλέπεις απ'το παράθυρο, είναι ωραία κι όταν απλά κάθεσαι να την ακούς..ή όταν χορεύεις και τραγουδάς στους ρυθμούς της..κι όμως αυτές οι λίγες σταγόνες μπορούν να κάνουν τεράστια διαφορά Είναι όμορφα να βρέχει και να κοιτάζεις προστατευμένος πίσω από το τζάμι τις σταγόνες. Να αστράφτει και να βλέπεις τον ουρανό να φωτίζεται στιγμιαία.... Να είσαι τυλιγμένος στα ζεστά σου σκεπάσματα και να ακούς τους ήχους της. ..πάντα η βροχή μου βγάζει τρυφερά συναισθήματα.....έχει μια μελαγχολία απίστευτη. και αισθάνομαι να μου περιορίζει τους ορίζοντες!!!!Όταν βρέχει , άλλος θέλει να χορέψει μαζί με τις 
σταγόνες ακούγοντας τον ρυθμό που του δίνουν οι πτώσεις τους. Άλλος , απλά 
στέκεται με το πρόσωπο στον ουρανό , να βραχεί μέχρι το κόκκαλο . Άλλος κλείνει καλά τα μπατζούρια μην πιτσιλιστει . Άλλος βγαίνει έξω , αλλά κρατάει ομπρέλα ,μην του χαλάσουν τα μαλλιά του Βρέχει για ... όλους το ίδιο, όμως ,για τον καθένα βρέχει ... διαφορετικά...Έλα όμως που χρειάζεται και η βροχούλα για να ξεπλένει και να δροσίζει τη γη και τα αισθήματα!!!γι αυτό λένε ότι η βροχή είναι σαν τον έρωτα ..Φεύγει , έρχεται, δυναμώνει, δροσίζει, παγώνει, ποτίζει, μουσκεύει..Πόσο μοιάζουν η βροχή κ ο Έρωτας.............Όταν κατορθώσει αργότερα και βγει ο ήλιος όλα θα είναι πιο καθαρά θα δείτε !!
 Καλημέρα με βροχούλα!...φίλοι μου!!!!

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Πάψε να διεκδικείς ερωτικά ανθρώπους τρόπαια


Περί έρωτος κι άλλων δαιμονίων, λοιπόν. Mε πολλά τον έχουν παρομοιάσει κι από τ’ αγαπημένα είναι η εξίσωση «έρωτας ίσον πόλεμος». Και στον πόλεμο υπάρχουν πολιορκητές και πολιορκημένοι, όπως στον έρωτα υπάρχουν διεκδικητές και διεκδικούμενοι.
Το παιχνίδι απλό, πότε κυνηγάει ο ένας, πότε ο άλλος, μία, τρόπον τινά, ισορροπία να επέρχεται. Υπάρχει, όμως, και μια ειδική κατηγορία που βρίσκεται μονίμως στη θέση του διεκδικούμενου. Είναι οι, ας τους αποκαλέσουμε, συναισθηματικά βαριοκώληδες. Αυτοί που αν περιμένεις να ξεκουνηθούν, θα περάσουν χρόνια, θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου, θ’ αποκτήσει μετρό η Θεσσαλονίκη.
Μην αυταπατάσαι πως δεν καταλαβαίνουν ή πως είναι εκ φύσεως συνεσταλμένοι. Είναι που την έχουν δει τρόπαιο. Και, ως είθισται, τα τρόπαια κάθονται ακίνητα και κάνουν μόστρα, δεν πάνε ν’ απονεμηθούν από μόνα τους σε νικητές. Ας κερδίσει ο καλύτερος.
Έχουν στρατηγική, υπομονή και ναρκισσισμό. Σε πείθουν με τον τρόπο τους ότι είναι κάτι το σπουδαίο, κάτι για το οποίο αξίζει ν’ ανασκουμπωθείς και να οργανωθείς με σκοπό να εκπορθήσεις το κάστρο τους. Πουλάνε γοητεία και μυστήριο με το τσουβάλι, κι εσύ, το ανυποψίαστο θύμα, τσιμπάς το δόλωμα. Για να το παίζει αυτός ιστορία, κάτι θα ξέρει, δεν μπορεί. Η αδικία καλό πράγμα δεν είναι κι ας παραδεχτούμε πως είναι δυνατοί παίκτες.
Ωραία και μοιραία τα κελεπούρια μας, μυστικοπαθή ψώνια, καθώς δε θα τους ακούσεις να παινεύονται για τα χαρίσματά τους. Ύπουλα θα τροφοδοτήσουν όνειρα και πόθους, ακόμη πιο ύπουλα θα σε φέρουν στα νερά τους και θα ζητήσουν έμμεσα να βγάλεις εσύ το φίδι της διεκδίκησης απ’ την τρύπα. Το δαχτυλάκι τους, ωστόσο, δε θα το κουνήσουν, ούτε για να σου γνέψουν «έλα εδώ». Σου έχουν σφηνώσει στον εγκέφαλο ότι αξίζει να προσπαθήσεις γι’ αυτούς, γιατί η ανταμοιβή σου θα σε αποζημιώσει και με το παραπάνω.
Μέχρι τότε, θα μοιάζετε με το καρότο και το γάιδαρο. Ξέρεις, αυτό που ο αναβάτης πλησιάζει το γάιδαρο μ’ ένα καρότο και, μόλις το κακόμοιρο ζωντανό πάει να δαγκώσει, του το απομακρύνει. Επαναλαμβανόμενο το σκηνικό. Η φρούδα ελπίδα του καρότου κάνει το γάιδαρο να περπατάει, η ίδια κι εσένα να επιμένεις.
Καθισμένοι στη βιτρίνα τους, περιμένουν πότε κάποιος θα σπάσει το προστατευτικό τζάμι και θα τους αρπάξει από μέσα. Ένα κουτί ποπ-κορν, παρακαλώ, στα παιδιά μην παρακολουθούν και ξεροσφύρι τη μάχη που γίνεται για τα μάτια τους τα δυο. Μάχη φυσικά, τι πίστευες; Θα πρέπει να κονταροχτυπηθείς με το πλήθος των υπόλοιπων θαυμαστών τους κι ας κερδίσει ο καλύτερος.
Ίσως να ‘ναι δειλία, ίσως κρυφή, μα ακραία ανασφάλεια, ίσως τραυματικό παρελθόν. Ίσως κάποτε κι εκείνοι να πόνταραν τα ρέστα τους και στο τέλος να έμειναν ρέστοι. Ίσως, πάλι, να ‘ναι εγωκεντρισμός ή βαρεμάρα. Πού να τρέχουμε τώρα, καλά είναι και στ’ αποδυτήρια. Ποιος ξέρει, άλλωστε, τι να κρύβει ο καθένας μέσα του.
Ε λοιπόν, αυτόν τον αγώνα δεν αξίζει να τον δώσεις. Είναι χαμένος από χέρι. Όχι γιατί δε θα κερδίσεις, αλλά γιατί το βραβείο δεν αξίζει τίποτα. Δε σου αξίζουν, πουλάκι μου, άνθρωποι χειριστικοί, άνθρωποι που σε έχουν μονίμως στην αναμονή και στην αμφιβολία. Δεν είναι για σένα όσοι αφήνουν νοερές, απραγματοποίητες υποσχέσεις να πλανώνται. Τη μία τους νιώθεις έτοιμους να υποκύψουν και την επόμενη στιγμή ξαναφοράνε τα χαλινάρια τους.
Μην ανοιχτούν πρώτοι, μην εκτεθούν πρώτοι, μην, μην. Κι ας καίγονται από μέσα τους, δε θα πάνε εκεί που θέλουν, αλλά θα περιμένουν ποιος θα κινηθεί πιο γρήγορα και θα τους φτάσει. Σταμάτα να τους τροφοδοτείς τη ματαιοδοξία. Και να κόψεις πρώτος την κορδέλα, δε θ’ αλλάξει κάτι. Όπως κυνηγούσες πριν, θα κυνηγάς και μετά. Μέχρι να βαρεθούν τη δική σου επιβεβαίωση και να ξαναγίνουν το νέο έδαφος που αξίζει να κατακτηθεί απ’ την αρχή. Κι όχι από σένα.
Κάνε μου, λοιπόν, τη χάρη και κόψε τη φόρα σου. Κόψε τη, έστω κι ένα εκατοστό πριν κουτουλήσεις στο γυαλί. Γιατί το δικό σου κεφάλι θα σπάσει, το τρόπαιο είναι μέταλλο, τι ζημιά να πάθει; Παραχώρησε λοιπόν τη νίκη στους επίδοξους συνδιεκδικητές κι άσε αυτούς ν’ απογοητευτούν απ’ τον αντίλαλο του κενού όταν θα φωνάξουν «Νενικήκαμεν». Εσύ δεν είσαι ούτε τόσο ανώφελα πεισματάρης, ούτε τόσο ανασφαλής, ούτε τόσο αφελής, ώστε να πιστεύεις πως σου αξίζουν τέτοια σαδιστικά παιχνιδάκια.
Να παλέψεις, ποιος είπε να μην παλέψεις; Να διεκδικήσεις και να προσπαθήσεις. Αλλά καν’ το για όσους σου δείχνουν πως είσαι και δική τους επιθυμία. Αλισβερίσι είναι οι σχέσεις, παρ’ το χαμπάρι, για να λάβεις πρέπει πρώτα να δώσεις, αλλά και για να ξαναδώσεις, οφείλεις ν’ απαιτήσεις αντάλλαγμα. Να κάνεις εσύ πρώτος και δύο και τρία και δέκα βήματα, μόνο που είναι απαραίτητο να κάνει κι ο απέναντι σου, έστω κι ένα προς εσένα.
Ισοτιμία, όχι, δεν υπάρχει και δεν είναι κι απαραίτητη. Κάποιοι μπορούν και δίνουν τόνους, άλλοι κιλά, όμως όσα μπορούσαν, τόσα σου έδωσαν κι αυτό, αν μη τι άλλο, αναγνώρισέ τους το. Ακόμη κι αν εσένα δε σου φτάνει, θα ξέρεις πως τουλάχιστον ένα κομμάτι τους, ήταν πρόθυμοι να στο παράσχουν. Αναγκαία είναι η αμοιβαιότητα, αλλιώς χαραμίζεσαι. Κι ας ανέβεις εσύ τα ενενήντα εννιά απ’ τα εκατό σκαλιά, αν πιστεύεις ότι αξίζει κι ας είναι όλο κι όλο το εκατοστό που πρέπει να κατέβει ο άλλος. Αλλά να το κατέβει το γαμημένο.
Συντάκτης: Κατερίνα Δούκα
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου
πηγη
Aπόφοιτος του Μαθηματικού τμήματος στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και απόφοιτος του University of East London στο τμήμα Ψυχολογίας. Μετέπειτα ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές Κλινικής-Κοινοτικής Ψυχολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. H αγάπη του για τον αθλητισμό τον ώθησε να εξειδικευτεί στην Αθλητική Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Hamilton αλλά και να επιμορφωθεί εξ αποστάσεως στο Barcelona soccer coaches clinic αποκτώντας γνώση, που μετέπειτα αποδείχθηκε πολύτιμη, αποκτώντας και πιστοποίηση προπονητή από την UEFA. Παράλληλα με τις σπουδές του επιμορφώνεται συνεχώς σε ψυχομετρικά και διαγνωστικά εργαλεία αξιοποιώντας έτσι και τις γνώσεις που απέκτησε από την πρώτη σχολή του. Αυτό το διάστημα ολοκλήρωσε επιτυχώς τις εξειδικεύσεις της Παιδοψυχολογίας-Παιδοψυχιατρικής και του Οικογενειακού Δικαίου για Κοινωνικούς επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και τώρα πλέον επιμορφώνεται στο Life Coaching. H αγάπη για την ψυχολογία στάθηκε ως αφορμή για να γεννηθεί η θέληση περαιτέρω ενημέρωσης και γνώσης ώστε να την μοιραστεί μαζί σας.

Τα δάκρυα του άντρα είναι η ασπίδα της ψυχής του, όχι το όπλο του. Κωνσταντίνος Καρύδης 02/08/2017


Αυτή τη μαλακία με το “οι άντρες δεν κλαίνε”, πότε λέτε να την κόψετε;
Έχουμε μπει στο 2017, μήπως να συντονιστείτε λίγο με την γη, τα συναισθήματά σας και την ύπαρξή σας και να σταματήσετε αυτό το παραμύθι για τον άντρα τον σκληρό, τον πολλά βαρύ και τίποτα που αν δακρύσει θα έχει γίνει με τη μία λουλού του καναπέ;
Όχι ρε μάγκα, άκου λίγο.
Οι άντρες κλαίνε. Κι όχι μόνο κλαίνε αλλά όταν το κάνουν, είναι η αλήθεια της ψυχής τους αυτή.
Οι άντρες κλαίνε για τα σοβαρά.
Για τις αλήθειες τους.
Για τις μάχες που χάσανε.
Για το οριστικό, εκείνο που τελείωσε και μαζί του τελείωσε και η ελπίδα του.
Οι άντρες κλαίνε μόνοι τους.
Τα δάκρυά τους, θα επιτρέψουν να τα δουν εκείνοι οι 1-2 κολλητοί που μαζί έχουν μοιραστεί την ζωή τους όλη.
Εκείνοι που είναι “αδέρφια τους” και μην μπερδεύεστε με αυτή την αηδία του Facebook και των social media τύπου “αδερφέ”, “φίλε”, “παλικάρι μου”.
Τα δάκρυά τους θα τα δουν τα αδέρφια τους.
Χωρίς λόγια. Χωρίς πολλά πολλά. Χωρίς επεξηγήσεις.
Η εξήγηση κι η επεξήγηση, είναι μόνο τα δάκρυά τους.
Ο άντρας κλαίει μάγκα μου. Κλαίει για εκείνα που δεν κατάφερε να νιώσεις.
Κλαίει για εκείνα που δεν κατάφερες να τον κάνεις να νιώσει.
Το κλάμα του άντρα είναι η ασπίδα του. Δεν είναι το όπλο του.
Δεν είναι το μέσον προβολής του. Δεν είναι ο δρόμος της συγχώρεσης.
Ο άντρας, ο αρσενικός, δεν κλαίει για σένα.
Κλαίει για εκείνον. Είναι εγωιστικό το κλάμα του. Είναι για την πάρτη του και την ψυχή του.
Μόνον.

Από όλα τα λόγια τα μεγάλα, τώρα μας έμεινε μια σκέτη “καλησπέρα” Αριάδνη Αρβανίτη

Από όλα τα λόγια τα μεγάλα, τώρα μας έμεινε μια σκέτη “καλησπέρα”
Γράφει η Αριάδνη Αρβανίτη
Την καλησπέρα μου… Δεν έχω κάτι άλλο να σου στείλω ούτε τίποτε περισσότερο να σου πω και να μοιραστώ μαζί σου. Μια απλή, τυπική καλησπέρα, που κρύβει μέσα της τα ανείπωτα όλου του κόσμου και της ψυχής μου.
Πέρασε τόσος καιρός που έχουμε να μιλήσουμε που μαζεύτηκαν πολλά να σου πω. Τόσα πολλά που έγιναν θάλασσα κι έπνιξαν τις σκέψεις μου και μαζί με αυτές και την φωνή μου. Τίποτε δεν έμεινε. Μια καλησπέρα κι ένα αντίο μονάχα, κι αυτό μισό, δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί.
Μην ανησυχείς. Δεν θα σου πω τίποτε για να σε πονέσω ή να σε πληγώσω. Αυτά ανήκουν στο παρελθόν, σε μια άλλη ζωή, μια ζωή που πίστευα ότι θα μπορούσα να ζήσω μαζί σου. Αλλά αυτό το κορίτσι που γνώρισες χάθηκε και μαζί της πήρε κι όλα τα λόγια που ήθελε να σου πει. Τα έκανε ένα κουβάρι, τα μάζεψε όπως – όπως και το έβαλε βιαστικά στα πόδια. Λέξεις μπλεγμένες κι ανάκατες. Τις κουβαλούσε μέσα της κι έτρεχε μπας και τις βάλει σε σειρά, σε μία τάξη. Αλλά όλο και κάποια λέξη της έπεφτε στο δρόμο έτσι όπως έτρεχε κι όλο και κάποια κουβέντα χανόταν κάθε που σκόνταφτε κι έπεφτε. Ώσπου, πλέον δεν είχαν σημασία τα λόγια και τα κουβάρια της. Πλέον ελάφρυνε το φορτίο της και αλλάξανε πολλά.
Γιατί όσο πιο μακριά έφευγα τόσο πιο πολύ άλλαζα και μεταμορφωνόμουν από το δειλό κοριτσάκι που ήξερες σε μια δυνατή γυναίκα. Δεν άφησε μονάχα ο χρόνος τα σημάδια του πάνω μου… Τα άφησες κι εσύ. Κι αφού δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς από τον χρόνο τουλάχιστον θα ξέφευγα εγώ από εσένα. Και πράγματι, το έκανα!
Μονάχα την καλησπέρα μου, λοιπόν σου στέλνω! Τίποτε άλλο. Τα λόγια έμειναν ανείπωτα όπως και τα όνειρα που έκανα μαζί σου. Τα πάντα έμειναν στις σκέψεις μου, απραγματοποίητα όνειρα που δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν πράξεις, να πάρουν ουσία και μορφή.
Ίσως για εμάς το όνειρο να τέλειωσε λιγάκι πιο νωρίς.  Δεν πειράζει. Ίσως, δεν μας άξιζε το κάτι παραπάνω. Ίσως, κάποια άλλη στιγμή, σε μιαν άλλη ζωή. Μα όχι τώρα. Τώρα πέρασε ο καιρός και τα χρόνια μας. Τώρα το παρόν μας ανήκει αλλού.
Α! Κι ένα μυστικό θα σου πω! Αγάπη μόνο! Παντού και πάντα! Μην χαλιέσαι, δεν αξίζει!.. Κάποιος άλλος με έμαθε αυτό αλλά πάντα μου ήθελα να το μοιραστώ μαζί σου.
Κι αν κάποτε ανταλλάξαμε λόγια μεγάλα τώρα μας έμεινε μονάχα μια λέξη μικρή να μοιραστούμε. Δεν πειράζει! Δεν πονάει άλλο το μέσα μου πια. Ούτε για σένα ούτε για τίποτε! Για κανέναν! Έχω δίπλα μου μονάχα ότι αξίζει και αγαπώ. Επιλογές είναι όλα!
Να είσαι καλά!
Καλησπέρα!

Είναι άγριο πράγμα ο έρωτας, σου λέω! Σάκης Χαλβαντζής


Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής
Άγριο πράγμα ο έρωτας… Βάσανο μεγάλο, ανυπόφορο κι ασύλληπτο.
Λίγο ονειρεμένο, λίγο ομιχλώδες κι ένοχα θολό.
Προκαλεί κορεσμό στη μοναξιά.
Καθορίζει το μέγεθος της επιτυχίας ή της αποτυχίας σου.
Ανάβει φωτιά στην άγονη πλήξη σου, στα σεντόνια σου τα ίδια.
Σε κρατάει σε συνεχή διέγερση. Παρασιτεί επάνω σου, διεγειροντάς σε.
Προσφέρει απλόχερα πόνο. Εκείνον το πόνο το γλυκό. Της ηδονής!
Αυτοδεσμεύει τη καρδιά, παγώνοντας παράλληλα κάθε σκέψη του μυαλού σου. Παύεις να σκέφτεσαι… κι αποζητάς συνέχεια τη μέθη. Τη μέθη των φιλιών, της αγκαλιάς, του ιδρώτα. Κι έτσι μεθυσμένος κι «άρρωστος» γεμίζεις την καθημερινότητά σου με περηφάνια, με ικανοποίηση, με ευτυχία.
Εξαγοράζεις χρόνια. Νομίζεις πως εξαγοράζεις χρόνια…
Εικοσιτετράωρες αγωνίες αγοράζεις. Κούραση αγοράζεις. Γήρας.
Ώσπου αρχίζει να σ’ εκβιάζει πάλι η μοναξιά σου. Μ’ εκείνη τη σαγηνευτική της ησυχία, την εκκωφαντική ησυχία που κρύβει.
Αναθεωρείς, απομυθοποιείς κι επανεξετάζεις.
Κι ως διά μαγείας ομολογείς τα λάθη σου. Στον ίδιο σου τον εαυτό, πρώτα. Ομολογείς όλα εκείνα που σε κρατούσαν δέσμιο κι αιχμάλωτο του εγωισμού σου.
Ελευθερώνεσαι από την ματαιοδοξία σου για απόλυτους έρωτες  κι απόλυτες ευτυχίες.
Ξερνάς μαζί με το αλκοόλ, όλη την αλήθεια που θα σε σώσει.
Την αλήθεια που θα σε σώσει από έρωτες άπιαστους και πόθους ανέφικτους.
Την αλήθεια που θα σε σώσει από επερχόμενους συντρόφους κι αναμενόμενο πόνο –όχι άλλον πόνο.
Αραδιάζεις μία – μία τις ξεχαρβαλωμένες προσδοκίες σου στο πάτωμα και μένεις εν τέλει μ’ εκείνη την αλλόκοτη γεύση του απραγματοποίητου στο στόμα.
Άγριο πράγμα ο έρωτας…

Τυφλη εμπιστοσυνη. |Της Μαγδας Μπακουση

Μαζί σου. Μαζί σου νιώθω τον πιο καλό μου εαυτό να με κυριεύει. Αυτός ο παράξενος και πρωτόγνωρος έρωτάς σου. Τόσο περίεργος, τόσο ψυχρός αλλά τόσο όμορφος. Λάτρεψα το γεγονός πως κατάφερες να μπεις και να μείνεις στο χάος μου. Νιώθω μια φλόγα να φουντώνει κάθε φορά που ακούω τη φωνή σου! Μια φλόγα που έχουμε μέσα μας και την κρατάμε αναμμένη ό,τι κι αν συμβεί. Κι αν πάει ποτέ να σβήσει, ξέρω πως θα την σώσεις.

Είναι και αυτή η ελπίδα μαζί σου. Η ελπίδα πως για λίγο θα ζήσω πραγματικά. Πως μαζί θα αλλάξουμε έστω και λίγο αυτόν τον κόσμο. Πιστεύω σε σένα και πιστεύω και σε ‘μας. Ας μην πρέπει. Τι σημασία έχουν τα πρέπει για ‘μας; Δε συμβιβαζόμαστε εμείς, μωρό μου. Ο μόνος συμβιβασμός που κάναμε εμείς οι δύο, είναι να ζούμε τον έρωτά μας σε συνθήκες μη ευνοϊκές. Συμβιβαστήκαμε έστω και με τα λίγα. Έστω και με δυο φιλιά στα κλεφτά και λίγες απαγορευμένες συναντήσεις. Μου είναι αρκετό όμως, γιατί ακόμη και όταν λείπεις
-και λείπεις συνέχεια- σε νιώθω εδώ να με κοιτάζεις μ’αυτά τα μάτια… Να με αγγίζεις και να νιώθω πιο ασφαλής από ποτέ.

Θα έδινα τα πάντα μου, κάθε απόκρυφό μου μυστικό και κάθε δύναμη για να χωρέσω στην καθημερινότητά σου και συ να μπεις για τα καλά στη ζωή μου! Αλλά δεν μπορώ. Και αντί να με ρίχνει, μου δίνει περισσότερη δύναμη και θάρρος για να ‘μαι εδώ για σένα.

Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο. Να το θυμάσαι. Και τους εαυτούς μας θα τους κρατήσουμε. Ποτέ δε θα αλλάξουμε, ποτέ δε θα μετανιώσουμε για ΤΙΠΟΤΑ. Πάντα θα μας δένει κάτι. Κάτι μεγάλο, κάτι μικρό, δεν έχει σημασία γιατί θα είσαι εδώ ό,τι κι αν συμβεί.

Σε εμπιστεύομαι. Παραδίνομαι σε σένα…


Περι ερωτα ο λογος… | Της Ταρασιας Γεωργιαδου

Το ρολόι δείχνει 3 το πρωί.
Σηκώθηκα αθόρυβα και πήγα στη κουζίνα να ετοιμάσω καφέ.
Δεν είναι η πρώτη φορά.
Σ’ άφησα να κοιμάσαι γαλήνιος στην αγαπημένη εμβρυική σου στάση.
Σπάνια καταλαβαίνεις τα μεταμεσονύχτια ξυπνήματα μου. Ανοίγεις τα μάτια σου και για ελάχιστα δευτερόλεπτα αναρωτιέσαι που βρίσκω την έμπνευση να γράφω χαράματα, εγώ σε κοιτάζω και χαμογελώ.
Και θέλω να σου φωνάξω «να εδώ μπροστά μου είναι» και να δείξω εσένα!!!
Αν ήξερα να ζωγραφίζω θα έφτιαχνα το πρόσωπο σου.
Αν ήξερα να παίζω μουσική θα σου έγραφα μια ροκ μπαλάντα.
Γιατί αυτό είσαι. Ένας ήρεμος επαναστάτης.
Κάποια στιγμή θα δοκιμάσω.
Θα δοκιμάσω να πραγματοποιήσω ότι μπορώ να σκεφτώ για σένα, όσο ακατόρθωτο και αν μου φαίνεται μόνο και μόνο για να τεστάρω τα όρια μου.
Γιατί αυτό είναι έρωτας!!!
Να σπας τα όρια σου, να νικάς τις αντιστάσεις σου!!!
Να αναμειγνύεις χιλιάδες χρώματα και στο τέλος να βάφεις ένα πίνακα λευκό, σκεπτόμενη πως ότι και να χρωματίσεις,  ΕΣΥ θα είσαι πάντα κάτι παραπάνω.
Να μην ξέρεις τις νότες και όμως τα δάχτυλα σου να παίζουν μουσική.
Να ξυπνάς μέσα στη νύχτα για να ακούσεις την ανάσα του και να γαληνεύεις  μέχρι το ξημέρωμα.
Να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέπτη και να γελάς, πως καταφέρνει και σε βρίσκει πάντα την πιο όμορφη του κόσμου.
Να είναι εκεί για την πρώτη καλημέρα και την τελευταία καληνύχτα της ημέρας.
Να θυμώνεις μαζί του και αυτός να σε κοιτάζει με τόση αφέλεια που δεν μπορείς να του κρατήσεις κακία.
Να κάνεις πρώτη σκέψη και να διαβάζει αυτή και τη δεύτερη που ακολουθεί.
Να σου λέει πρόσεχε και να ξέρεις ότι εννοεί  «σ ‘ αγαπάω».
Και να νιώθεις τόσο τυχερή που έχετε έρωτα!!!
Γιατί ο έρωτας δεν είναι προσπάθεια, δεν είναι συνταγή, δεν έρχεται με πλάνο και οδηγίες χρήσης.
Γιατί ο έρωτας δεν ρωτάει ποτέ αν μπορείς να τον δεχτείς.
Γιατί δεν τον νοιάζει!!!
Σε έχει επιλέξει  και δεν θα σ΄ αφήσει και θα φύγει.
Θα σου δώσει ότι έχει ετοιμάσει για σένα.
Θα σου απλώσει και θα σου προσφέρει τα δώρα του.
Να εύχεσαι μόνο να έχει έρθει τη σωστή στιγμή!!!

Σκεπτόμενος Νους


~ Η ταπεινότητα για τον άνθρωπο είναι αρετή, η ομορφιά της ψυχής, κατάκτηση


 Alessandro Sanna: "The River"
Alessandro Sanna: “The River”
 
Μάθε να απορρίπτεις ό,τι δεν θέλεις και σε ενοχλεί με τη σιωπή της αδιαφορίας σου.
Οι λέξεις υστερούν σε ουσία, όταν απευθύνονται σε σφραγισμένα, κενά βιβλία.
 
Τερέζα Μητσοπούλου

ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑ Η ΑΓΑΠΗ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ (αφόρητος πόθος το απραγματοποίητο):


Εφαρμόζω κανόνες συνεχώς. Οι εξαιρέσεις καταγραμμένες όλες γνωστές αναλλοίωτες σαν τις γεύσεις. Η σοκολάτα γλυκιά. Το σφύζω με Υ πάντα. Όλα τα παζλ στο μυαλό μου φτιαγμένα ευθυγραμμισμένα απόλυτα εφαρμόσιμα. Και ξαφνικά  αρχίζω να κόβω κομμάτια ίσια κομμάτια λοξά δεν μπορώ τους κύκλους που είναι  η αρχή ποιο θα είναι το τέλος κλείστηκα μέσα. Ο λαβύρινθος ικάρια φτερά ο Αστέριος αυτόχειρας πέλματα γυμνά οι παλάμες άδειες. Τα αγκάθια γλιστρούν, δεν καρφώνονται. Ρίξε τη σκάλα σου. Κρατήσου στα μαλλιά μου. Βυθοσκόπηση βλέμματος. Έχασα το ρολόι. Δεν θα γυρίσω. Με είπανε Αλίκη Ενώ ήμουν η Μήδεια!  [ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΗ από τη συλλογή της Άννας Αφεντουλίδου ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΣΗΜΕΙΟ, όπου η ποιήτρια στην τελευταία ενότητα μιας… «Οικογενειακής Αυτοβιογραφίας…» εξομολογείται: Η Ποίηση είναι η αυτοτιμωρία μου. Φόβος μήπως ειπωθούν όσα δεν πρέπει. Ο πανικός της επιλογής –μπροστά του σκορπίζουν οι λέξεις… Το παιδί-λυδία λίθος σε κάνει να λες τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Κλείνεις την πόρτα. Κλειδώνεις έξω τα τέρατα. Ανάβεις το φως. Όλα γνώριμα ζεστά και φωτεινά. Ένα ποτήρι γάλα. Το νερό βράζει στην κατσαρόλα. Στεναγμός. Ας κοιμηθούμε τώρα. Καληνυχτα!.. Κι άλλες επιλογές ποιημάτων από την ίδια συλλογή με ΚΛΙΚ στην εικόνα των στίχων της] 

ΔΥΣΗ
Ορίζοντας ροκανίζει τον ήλιο
Ποντίκι
στα σαγόνια φιδιού
Σώμα
στη βάρκα του Αχέροντα
Δωσ’  μου
ένα νόμισμα
Να κλείσω
το στόμα του
ΑΛΩΣΗ
Νύχτες
επιδρομές Σαρακηνών
βιαστικές
σιωπηλές
ύπουλες
Χωρίς δύναμη
ν’ αντισταθείς
Χωρίς νόημα
ν’ αντιδράσεις.
Μαχόμενη
το τέρας της σιωπής
πολεμώ
την αγρύπνια μου
Εκχυμώσεις
κι εκδορές παντού
Το πρωί βάζω
το make-up
του πόνου μου
-ωραίο ροδαλό
το χρώμα του-
Φορώ χαμόγελο
πούδρας
και λιμάρω
το χρόνο σου.
ΑΝΑΤΕΛΛΟΥΣΑ
Ρίχνω κοττάβους
χύνοντας κώνιο
Παγώνουν τα άκρα
σπασμοί πανικού
παράκρουση πόνου
Υπολείμματα ρήξης
δαγκώνουν τις νύχτες μου
Ακροβατώντας στην κόψη
επιτέλους
πέλεκυς πάθους
παζλ εκδίκησης
(Στίχοι-βρόγχοι απαγόρευσης
πέταξαν πάλι μακριά
Νυχτερίδες
που στοιχειώνουν τις ώρες μου)
Ζάρια ηδονής
παίζω στη μνήμη σου
Αναζητώντας τη νάρκη
που θα ακυρώσει
τον οίστρο μου
ΑΝΤΙ-ΣΤΑΣΙΣ
Ουρλιαχτό σιωπής
ξηλώνει τα αυτιά μου
Μαδώντας το χρόνο
σέρνει κλωστές
στην άβυσσο
Ξεφτίζει το αύριο
λωρίδες σκοτάδι
Πες μου τι είδες
Άκου τι ένιωσα
Φάσμα φωτός
σημάδεψε το σώμα μου
Μην κοιτάζεις!
Γυναίκα
Όχι πια
ψυχή  αναλώσιμη
ΑΔΡΑΣΤΟΣ
Ανάγκη επικοινωνίας
φριχτή
κι αναπόδραστη
Μια γουλιά κίτρινο
η σιωπή
Κλείνει τις πόρτες
σφραγίζει τα παράθυρα
κόβει τις γέφυρες
Κι εγώ περιμένω
κάτι που
δε θα ’ρθει ποτέ.
Κι εκεί
ο ίλιγγος του θανάτου
ξανά
με παγώνει το φως του
με έλκει η ανάσα του
Κι εκεί
η διέγερση του τέλους
θλιβερό νυχτέρι
θα κάνω
στήνοντας παγίδα
ν’ αδράξει
τον πόθο μου
Λευκή ανθρωποθυσία
και πάλι
ΕΛΞΗ
Είδες απόψε το φεγγάρι;
Οι κρατήρες του βαθαίνουν, βαθαίνουν
καλούν γητεύοντας
μαύρες τρύπες
ρουφούν τα πάντα
στο άγγιγμά τους
μαγνητίζουν τις λέξεις
σκορπίζουν τα γράμματα
Μη!..
Πάρε με μακριά σου

Δεν θέλω
να σε θέλω
τόσο πολύ
ΜΗ ΛΗΘΗ
Μνήμης απόηχοι
σε ωθούν μπροστά
σε προσπερνούν
Η γεύση παγωμένη
έχασε το φάρμακο
Ο αέρας τρύπωσε παντού
κι ερήμωσε
Σχισμένο χαρτί ο πόθος
Έβαλες
Έπαιξες
Έχασες
Η  ποίηση είναι κάτι αδιανόητο
Σα ν’ ακούς ένα άρωμα ή ν’ αγγίζεις τον ήχο
Ο έρωτας είναι κάτι αδιανόητο
Σα να γεύεσαι αίμα
Σαν να παίζεις το θάνατο
Πήζει ο πόνος
Παγώνει η πληγή
Πάντα παρούσα η σκορπισμένη ομορφιά των πραγμάτων.
Γεννάς για να σκοτώνεις
ΟΥΤΙΣ
Γράμματα ποτισμένα δηλητήριο
Αγάπη δαγκωμένη από μίσος
Οκτώ φορές κανιβάλισαν τα άκρα μου
Κι αυτά γεννιούνται
πάλι
Ποιο φόρο πληρώνω
κι οφείλω να έρπομαι
ξανά
και ξανά
στα ίδια οράματα
Τι σου χρωστώ;
Δεν έχω με τι
να ξεχρεώσω.
Δεν είμαι
βασίλισσα
Δεν είμαι θυγατέρα
Δεν ήμουν
-προ πάντων-
ποτέ άγγελος
Μόνο ένα πλοκάμι βεντούζες
Οι σάρκες μου
στα βράχια ξεσκίζονται
Και δεν μπορώ καν να πεθάνω
Οι θεοί των ποταμών σας
Δεν υπάρχουν πια
Η Λευκοθέα παντρεύτηκε
Και εγώ
όλα τα μαντήλια
τα έχω
από χρόνια
χαρισμένα
Λυπήσου με
Και δωσ’ μου
την
χαριστική
βολή
ΓΥΜΝΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΠΑΝΤΑ ΓΥΜΝΑ. ΓΥΜΝΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΟΥ, ΤΩΡΑ ΓΥΜΝΕΣ (θα πνιγώ ξανά στα υγρά των εικόνων σου)
Τα θυσιάζει όλα
άλλη μια φορά
το νόστο
το ταξίδι
την ποίηση
Μιας ώρα παγερή αγκαλιά
ένα μαχαίρωμα ακόμα
Το σχεδίασε
το χάραξε
το έπαιξε ξανά και ξανά
Δροσερό ύφασμα
γλιστράει η σάρκα
Χαμηλό βλέμμα η ενοχή
η απαραίτητη συστολή
η κούραση
Φευγαλέο άρωμα
Δέρμα υγρό από τον πόθο
Κορμί δυνατό από την άσκηση
Χειροκρότημα ο οργασμός
Ανάψτε φώτα
Η κουρτίνα τραβήχτηκε
Τον νανουρίζει απαλά
τον τυλίγει μαλακά
με τα ζεστά της ψέματα
Χύνει σταγόνα σταγόνα
στ’ αυτί μελωδικές τις λέξεις
Βαθύς ο ύπνος
Γυμνή και αμέριμνη
λιμνάζει η προδοσία
Όρθιο το μαχαίρι
στρίβει ουρλιάζοντας
τη σιωπή της εκδίκησης
Χείλη σκληρά
δόντια αξεδίψαστα
Γεννάει ποιήματα
και τον σκοτώνει.


Λευκά αφράτα όνειρα, κομμένο φιλμ μπλοκαρισμένο στη μηχανή –δείχνει ασπρίζει χάνεται, δείχνει μαυρίζει πέφτει. Η ουρά στη στάση του λεωφορείου, μου άνοιξες την πόρτα, έλα μέσα, είπες, μπες πίσω, αλλά εκεί ήταν το αγόρι, ξανθό, όμορφο, πάντα ξανθά τα όμορφα αγόρια. Δεν πειράζει, έλεγες, θα δούμε. Και βλέπαμε βλέπαμε τα σύννεφα περνούσαν κι ο δρόμος έφευγε, κυλούσαν τα καλώδια, οι πέτρες, τα σπίτια. Βλέπαμε το χρόνο να σβήνει τους ήχους. Χάλασε το μεγάφωνο, δεν ακούγεται πια, χάλασε. Τι να κάνεις τον ήχο σπασμένο. Και στο γραφείο χάθηκες. Φίλησα τ’ αγόρι στα μαλλιά. Αγάπη μου, είπα, ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά του να στρίβει να αιμάσσει να πνίγεται, ο πόνος μου ζωγραφισμένος κι αόρατος παντού, Κρατήθηκα στο μπράτσο του σκληρό και κρύο, αλλά παρόν πάντα παρόν. Ομιχλώδης παχύρευστη μάζα η προσδοκία, ο πόθος δεν μπόρεσε κι εγώ βουτούσα τα χέρια μου στο αίμα του τα βουτούσα κι εγώ…
 [ΜΗΔΕΙΑΣ ΣΧΟΛΙΟΝ και ΜΗΔΕΙΑΣ ΑΠΟΛΟΓΟΣ από τη συλλογή της Άννας Αφεντουλίδου ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΣΗΜΕΙΟ εκδόσεις Πανδώρα]

ΜΟΙΡΑΖΕΙ ΤΗ ΣΑΡΚΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑ ΣΕ ΚΟΣΜΟ ΧΟΡΤΟΦΑΓΩΝ:  Κρυμμένο στην πτυχή της νύχτας το όνειρο ψυχορραγεί. Φοίνικας αναγεννάται στον πόθο της. Μαχαίρι καρφωμένο σε μήτρα. Σαρκοβόρο θηρίο που βύζαξε το αίμα της… Έτσι,  δώρο σου κάνω μια βόλτα στων ποιητών την πόλη… Να ξεγελάσω τη νύχτα πως με νοιάστηκες!.. Τα τύμπανα ηχούν. Οι άγριοι ξύπνησαν. Στο χορό της φωτιάς καίω τα πέπλα μου. Ενδοφλέβια χτυπούν οι βελόνες των λέξεων    [ΑΝΑΙΜΑΚΤΟΝ, ΑΥΤΑΠΑΤΗ και ΝΟΣΤΟΣ Άννας Αφεντουλίδου από το ΕΛΛΕΙΠΟΝ ΣΗΜΕΙΟ της]

Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη

Ύμνος στην πίστη και στην αφοσίωσηΓράφει ο Δημήτρης Βαρβαρήγος



enoxo_mystikoΛένα Φατούρου «Ένοχο μυστικό», εκδ. Βεργίνα

Η Λένα Φατούρου με χρονική και ποιοτική συνέπεια παρουσιάζει κάθε φορά στο κοινό τα έργα της. Έπειτα από τις τρεις προηγούμενες συγγραφικές της παρουσίες, με την ποιητική συλλογή «Του έρωτα και της ζωής». «Σάντρα, η ράφτρα των Αγγέλων» και «Μεταξένια ατλάζια», με ωριμότητα και αφοσίωση ακολουθεί το χρόνο κι εμφανίζεται σήμερα μετά από δύο χρόνια με το καινούριο της μυθιστόρημα, «Ένοχο μυστικό». Ένα μυθιστόρημα τρυφερό και συγκινητικό καθώς το κύριο στοιχείο του είναι η αναζήτηση και το βίωμα της αγάπης.
Μέσα από στερεή λογοτεχνική φόρμα μας ταξιδεύει σε τόπους και χρόνους να παρακολουθήσουμε την κοινή μοίρα της Μυρτούς της Νεφέλης και του Ρικάρντο, σε μία μυθιστορία συναισθηματικών κρίσεων με πρωτότυπη πλοκή και έντονη δράση.
Οι ζωές τους άρρηκτα δεμένες -κι ας μην το γνωρίζουν στο ξεκίνημα τους- ενώνονται μέσα από ένα ένοχο μυστικό που μένει καλά φυλαγμένο για πολλά χρόνια. Κι όπως τίποτα δεν μένει κρυφό· και καθώς μέσα από την πλοκή η μια ανατροπή διαδέχεται την άλλη, φτάνει η στιγμή της αποκάλυψης και των απολογιών.
Ανθρώπινες αναζητήσεις και όνειρα. Οι αυτούσιες έννοιες του πεπρωμένου παίζουν βασικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας αφού αυτές, όπως και στην πραγματικότητα, επηρεάζουν συνειδητά τα συναισθήματα και οδηγούν τις επιλογές και τις πράξεις των ηρώων σε αποφάσεις πότε με λογική κι άλλοτε με την καρδιά.
Διαβάζοντας το βιβλίο, μου άφησε την αίσθηση ότι περισσότερο από μια ιστορία που θα εντυπωσίαζε με την πλοκή της και τη δόμηση των χαρακτήρων της, η συγγραφέας την προέκτεινε προσδίδοντας μια ψυχολογική υφή που, εκ των πραγμάτων, με ανάγκασε να ταυτιστώ άμεσα με τους ήρωες της, βιώνοντας μαζί τους κάθε τους ευφροσύνη στιγμή, κάθε τους θλίψη, οδύνη και πόνο.
Βήμα βήμα ακολούθησα τα μονοπάτια τους, σε τόπους Ελλάδα Ιταλία, και χρόνους των 60΄ έως τις μέρες μας, που έχτιζε η μοίρα τους σε παράλληλους δρόμους μέχρι τη στιγμή της αναπάντεχης συνάντησης τους με τον έρωτα που θα τους ενώσει και θα κερδίσει κάθε δύσκολη μάχη.
Η συγγραφέας με την αμεσότητα της γραφής της καταφέρνει να μας κερδίσει και να μας χαρίσει συγκίνηση με τα παθήματα, τις προσδοκίες και τις αλήθειες των γεγονότων που βιώνουν οι ήρωες της. Η αναζήτηση για το «ευ» της ζωής περνάει πάντα μέσα από ακριβό ζητούμενο που είναι η αγάπη και αποτελεί την πιο ευγενική εκδήλωση της ανθρώπινης ψυχής.
Αυτή την αναζήτηση είχαν τα δυο νέα παιδιά, η Νεφέλη και ο Ρικάρντο, να γνωρίσουν και να ζήσουν με απόλυτο τρόπο τα στοιχεία της ανιδιοτελούς αγάπης που πηγάζει από σεβασμό και εκτίμηση. Ποθούσαν να γευτούν κάθε ικμάδα της ανυστερόβουλα, δίχως υπολογισμούς, συμφέροντα και σκοπιμότητες. Να γευτούν την προσφορά χωρίς ανταλλάγματα, να νιώσουν αμείωτη την ένταση του πάθους, την αυτοθυσία του ενός για τον άλλον. Να γευτούν, εν τέλει, το απόλυτο της ζωής.
Μα η ζωή δεν χαρίζεται ολόψυχα, απλά δανείζει μέχρι να στο πάρει πίσω. Τα εμπόδια και οι ανατροπές που καιροφυλακτούσαν παρουσιάστηκαν αυτούσιες στις ζωές τους, μεγάλες και σημαντικές. Δοκίμασαν τις αντοχές τους, τα όρια και την υπομονή τους. Το ταξίδι τους όμως δεν τελείωσε εκεί, αφού μυστικά του παρελθόντος έρχονται στο φως και τους οδηγούν να πάρουν νέες αποφάσεις που θα τους οδηγήσουν σε καινούριες αισθήσεις και όνειρα γεμάτα ευσεβείς πόθους.
Το ένοχο μυστικό που κληροδότησαν, ήρθε τελικά να τους ενώσει και ν’ αλλάξει το γραμμένο τους και να περπατήσουν στο μονοπάτι της ζωής ανακαλύπτοντας τι πραγματικά αυτή σημαίνει, αλλά και ποιος είναι ο δικός τους ρόλος μέσα σε αυτήν.

Λένα Φατούρου
Λένα Φατούρου


Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω με λίγα λόγια το «Ένοχο μυστικό», θα έλεγα πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που με τη δυνατή πλοκή και την αμεσότητα στης δράσης, καταφέρνει να σε κερδίσει και με την ειλικρίνεια του συναισθήματός που το απέδωσε η συγγραφέας, να διεγείρει συναισθήματα συγκίνησης.
Οι έννοιες του πεπρωμένου και του ονειρικού ιδεώδους παίζουν βασικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Οδηγούν τους ήρωες σε αποφάσεις, άλλοτε με λογική κι άλλοτε με την καρδιά, αφήνοντας τελικά την εντύπωση πως η δεύτερη κυριαρχεί ανάμεσα τους σε κάθε σιωπηρή ή εκδηλωμένη έκφραση τους.
Έχω την αίσθηση, πως περισσότερο από το να πει μια ιστορία η συγγραφέας που θα εντυπωσιάσει, στόχος της ήταν να αφηγηθεί μία ανθρωποκεντρική ιστορία που θα μας ανάγκαζε να μπούμε στη θέση των πρωταγωνιστών πράγμα το οποίο συμβαίνει στον απόλυτο βαθμό σε τούτο το βιβλίο της.
Με αυτή την πρόθεση της δεν προσπαθεί να εξιδανικεύσει τους ήρωες της στα μάτια μας. Χτίζει τους χαρακτήρες του Ρικάρντο και της Νεφέλης, γήινους και ρεαλιστικούς ως προς την αποτύπωση των γεγονότων που βιώνουν και των πολυποίκιλων συναισθημάτων που γεννιούνται επηρεάζοντας σκέψεις, όνειρα και προβληματισμούς, όπως συμβαίνουν στον καθένα μας.
Οι εναλλαγές των δραματικών κορυφώσεων διαδέχονται η μία την άλλη μέσα από την τέλεια δομημένη πλαστικότητα τους και μας ενώνουν μαζί τους με την αλήθεια, πως πρόκειται για ανθρώπους δικούς μας που πάσχουν και πάσχουμε γι’ αυτούς.
Ευδιάκριτα αντιληπτή γίνεται μέσα από την πένα της συγγραφέως μια ολοκληρωμένη και ενδιαφέρουσα -χωρίς αποκλείσεις από την πραγματικότητα- προσέγγιση στον ψυχικό κόσμο των χαρακτήρων. Δεν εξιχνιάζει μόνο τα γεγονότα στον εξωτερικό τους κόσμο, αλλά προσπαθεί και αποδίδει το εσωτερικό νόημα που έχει τη δυναμική και μπορεί να τους συνδέσει άμεσα με τους αναγνώστες της.
Έντεχνα ξεδιπλώνει όλο το ψυχισμό που κυοφορείται μέσα στους ήρωες της και ειδικά στη γυναικείες ψυχές της Μυρτώς και της Νεφέλης.
Προσωπικά ως αναγνώστης στα κοινωνικά μυθιστορήματα που τυχαίνει να διαβάσω, προτιμώ να βρίσκω γραφές απλά ισορροπημένες, άμεσα γλαφυρές στο βαθμό που να αποφεύγουν υπερφίαλες περιγραφές, υπερβολές και ακρότητες.
Όλα αυτούς τους στοιχειώδεις λογοτεχνικούς κανόνες που κάνουν ένα έργο σοβαρό- τους βρήκα στο μυθιστόρημα της Λένας Φατούρου- και εκτίμησα για μία ακόμη φορά τη δυναμική της δημιουργικής της έμπνευσης.
Το «ένοχο μυστικό» είναι ένας ύμνος για την πίστη, την αφοσίωση, την εμπιστοσύνη, τον πόθο, την αξιοπιστία, που κρατούν τα όνειρα ζωντανά στην αληθινή αγάπη απέναντι στο τέλμα που φέρνει η συνήθεια.
Η συγγραφέας μέσα από τις συμπεριφορές των ηρώων της, νοηματοδοτεί τη ζωή κάνοντας ικανή την ανθρώπινη υπόσταση τους, το στοιχείο της ανυστερόβουλης προσφοράς, να μοιράζονται χαρές και λύπες, να συμπαραστέκονται στις δύσκολες στιγμές δίχως μεμψίμοιρες σκέψεις.
Άψογο το συγγραφικό αποτέλεσμα, κάνει ευδιάκριτη την ωριμότητα της δημιουργού που αναδεικνύεται περισσότερο, καθώς όχι μόνο καταφέρνει να εισδύει βαθιά στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της, αλλά το σπουδαιότερο, να ψυχογραφεί τα συναισθήματα τους. Αυτό για τη συγγραφέα είναι η μεγαλύτερη επιτυχία κι όχι απλά η πλοκή ή η επιφανειακή σύνθεση μιας πολύπλοκης μυθιστορίας.
Η Φατούρου πήρε στα χέρια της μια απλή καθημερινή ιστορία και χάθηκε σε χώρους σκοτεινούς για να φωτίσει κρυφές επιθυμίες, ανεκπλήρωτους πόθους, ελπίδες, τύψεις, ενοχές και ότι άλλο οι ήρωες της επιμελώς κυοφορούν μέσα τους.
Ανάδειξε όλα τα πλούσια συναισθήματα των ηρώων της, με την ίδια παρορμητικότητα που συμβαίνουν και στη ζωή. Κατέγραψε τις γυναικείες κι αντρικές επιθυμίες, αντιθέσεις και κορυφώσεις, όπως τις βιώνουμε μέσα στα δυο βασικά αντίπαλα στοιχεία, το καλό με το κακό.
Η καλά οργανωμένη σύνθεση πληροφοριών, αποτυπώνουν τα υπαρξιακά αποθέματα της συγγραφέως, που πηγάζουν από τα βάθη της προσωπικής της έμπνευσης, φανερώνοντας ένα αυτούσιο αποτέλεσμα κι ένα αστείρευτο πνεύμα, όπου ο αναγνώστης μοιράζεται μαζί της, όσα παρουσιάζει στις σελίδες του ένοχου μυστικού της.

Γραφή με πρόθεση να στέκεται κόντρα σε κάθε δυσκολία, σε κάθε κακή συμπεριφορά. Κόντρα σε όλους και όλα, με οδηγούς τη δύναμη της αγάπης και την αισιοδοξία της νιότης, πετυχαίνει να συγκινήσει αρκετές φορές και να προβληματίσει κάθε αναγνώστη της, θέτοντας τον αντιμέτωπο με τα δικά του προσωπικά διλήμματα για τις αξίες των ανθρώπινων σχέσεων.

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι “η αγάπη που διαρκεί είναι μια πράξη θέλησης”.Γράφει η Ελένη Γκίκα //



“OI MAYTREES” της Annie Dillard. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 275

dillard_cover5b15d
“Ίσως έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει κανονική διαδρομή για να βγει κανείς από την αγάπη όπως υπάρχει για να μπει”. “Αν και γνώριζε πόσο έντονα θα της έλειπε οποιοδήποτε μπορεί να εξαφανιζόταν, δεν σκέφτηκε ποτέ να αγαπά λιγότερο”… Η Λού. Μια γυναίκα νεράιδα, ξωτικό, στο μυθιστόρημα της Annie Dillard “Oi Maytrees”.
Ο Τόμπι Μέιτρι την είδε για πρώτη φορά επάνω σε ένα ποδήλατο, στο μεταπολεμικό Προβινστάουν της Μασαχουσέτης. Αμέσως την ερωτεύτηκε, μαγνητισμένος απ’ τη γαλήνη της. Για δεκατέσσερα χρόνια, ζούνε μαζί στους αμμόλοφους. Εκείνος γράφει ποιήματα, αυτή ζωγραφίζει, γεννά έναν γιο, τον Πίτι. Τους βοηθά η μποέμ φίλη της Ντίρι. Μέχρι που ο Τόμπι Μέιτρι θα ερωτευθεί και θα φύγει με την Ντίρι.
Θα ζήσουν άλλη ζωή, κτίζοντας σπίτια, συσσωρεύοντας αντικείμενα, πλούτη και μεταξωτές ρόμπες.
Η Λου, θα μείνει και τα συνεχίσει ακριβώς τα ίδια: βόλτες στους αμμόλοφους, τα καλοκαίρια της στην καλύβα. Τον πρώτο καιρό, θα πονά. Ήσυχα, θεωρώντας “τα δράματα, εσωτερικά και εξωτερικά, τουλάχιστον κακογουστιά”, σιγά- σιγά θα αρχίζει και να ξαναζωγραφίζει.
Μια ιστορία έρωτα και προδοσίας, θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί, εάν η συγγραφέας δεν του έστηνε στην συνέχεια μια μικρή παγίδα. Σαν τις παγίδες που μας στήνει η ίδια ζωή, όταν αντικρίζουμε το τραύμα μας, ή τη ρωγμή, σε βάθος χρόνου. Τί είναι μια ιστορία απιστίας μπρος την αιωνιότητα, για μια γυναίκα – ξωτικό όπως η ηρωίδα στην ιστορία; Μέσα σε ένα μήνα η Λου είχε ήδη καταλάβει ότι “αν δεχόταν πως δεν είναι η ίδια το κέντρο του κόσμου, δεν υπήρχε αδικία ή προδοσία… Γιατί να προσβληθεί προσωπικά επειδή δυο άτομα ερωτεύτηκαν; Τί σημασία θα είχαν όλα αυτά μετά από διακόσια χρόνια;”
Και στο μυθιστόρημα, όντως, τα χρόνια περνούν και η Ντίρι πολύ βαριά αρρωσταίνει. Αλλά κι ο Μέιτρι, πηγαίνοντας την στο γιατρό, πέφτει και κατασπάζεται, χτυπά τόσο πολύ που έχει απόλυτη ανάγκη κι αυτός, όπως κι η Ντίρι, από φροντίδα.
Το τελευταίο που θα σκεφτόταν ένας άνθρωπος “λογικός” και “δυτικός” σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η Λου! Κι όμως ήταν η Λου εκείνη που ανέλαβε την φροντίδα. Και δεν αισθανόμαστε καθόλου σαν τον κακό του σινεμά που βγαίνοντας αποκαλύπτει σε εκείνους που μπαίνουν τον δολοφόνο. Διότι σ’ αυτή την ιστορία το πρωτεύον είναι η φύση, οι χαρακτήρες, η γλώσσα, το νόημα, η διαπίστωση, η αναζήτηση, ο θάνατος, η πικρή ή γλυκόπικρη σοφία.
Η ιστορία, λίγο έως πολύ, μέσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, η ίδια: ένας αγάπησε μια και μετά την πρόδωσε και αγάπησε μιαν άλλη.
Το σπάνιο είναι η αγάπη των δυο να μη καταλαγιάζει ποτέ. Το σπανιότερο να νικά η αγάπη, το έλεος, η φιλία.
Το ακόμα σπανιότερο, αυτό που επιτυγχάνει η συγγραφέας: μια σπλαχνική αρχετυπική σύζευξη ζωής, ωραίους έρωτες κι ωραίους θανάτους. Το μωρό του Πίτι να μπουσουλά στο ρημαγμένο κορμί της ετοιμοθάνατης Ντίρι. Τα αστέρια να λάμπουν στον καλοκαιρινό ουρανό πάνω από το νεκροκρέβατο του Μέιτρι. Την ευλογία να ανακαλύπτεις εγκαίρως τα περιττά και περνοδιαβαίνοντας τους αμμόλοφους να συλλαμβάνεις “το νόημα”: “Μπορεί κανείς να κρατήσει στην αντίληψή του όλους τους ανθρώπους του παρελθόντος και του παρόντος; Αναρωτιόταν επιπλέον μήπως το να το κάνεις αυτό ήταν, κατά κάποιο απίθανο ενδεχόμενο, ο σκοπός- για ποιον τελικό λόγο δεν είχε ιδέα. Όχι ότι η ζωή χρειαζόταν σκοπό. Αλλά έπιανε τον εαυτό της να αρχίζει να κλίνει προς το να εξετάσει τελικά το ενδεχόμενο να υπάρχει. Σκοπός. Οποιοσδήποτε σκοπός. Τα βιβλία πρέπει να ξέρουν κάτι”.
Ενδεχομένως και γι’ αυτό από πάντα ο Μέιτρι και η Λου να διάβαζαν σαν μανιακοί. Όπως διαβάζουν και πριν απ’ το τέλος. Μαστορεύουν ράφια και μπαλώνουν τις τρύπες στην καλύβα, διαβάζουν βιβλία ο ένας στον άλλον και ατενίζουν τ’ αστέρια στον ουρανό και τον ωκεανό, περπατούν χωρίς σκέψεις βαρύγδουπες στους αμμόλοφους μέχρι το τέλος.
Ο επίλογος, θα γραφτεί “φυσικά”, με στοργή, έξω στην ανοιχτή φύση, κάτω απ’ τα αστέρια. Διότι παρά τα “υπέρτατα ερωτήματα” και τα “υπαρξιακά μυστικά”, μοιάζει η Λου να έχει αποδεχθεί ότι “οι πάπιες δεν μπορούν να πετάξουν, απλώς κάνουν τεράστια άλματα”. Και πως, όλα μπορεί και να είναι όπως πολύ νεαρή είχε υποπτευθεί, όταν του ζητούσε να υποκριθούν τους γέρους. “Ότι είναι όλα ένα μεγάλο αστείο”. Και “ότι μπορείς να πεθάνεις από τα γέλια”. Αφού “θα πεθάνεις έτσι ή αλλιώς”.
Ζωές ανθρώπων στους αμμόλοφους, λοιπόν, σαν παγανιστική τελετή, χορευτική τελετουργία. Με τη φύση πανταχού παρούσα να θεραπεύει, να καθορίζει αποκαλυπτική, να κάνει το νόημα τόσο απτό κι απλό, σε ένα βαθύτατα υπαρξιακό, ποιητικό, ατμοσφαιρικό, μυθιστόρημα.
Με αξιολάτρευτους ήρωες. Είτε για την τεράστια και ελεήμονα Λου μιλάμε, είτε για τον Μέιτρι που αναζητά στη ζωή ό,τι στο ποίημα: τον αιώνιο έρωτα που ξαναβρίσκει στα άστρα και στην αγάπη.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι “η αγάπη που διαρκεί είναι μια πράξη θέλησης”. Και πώς όλα, και τα πιο δύσκολα “είναι μέρος της ζωής”, όπως κάποτε εκείνο το ναυάγιο που ανήμπορος παρακολούθησε παιδί ο Μέιτρι. Μπορεί όλα να κρύβονταν σε εκείνο το παλιό βιβλίο των Μάγια:
“Τα πρώτα όντα απηύθυναν ευχαριστίες στους θεούς:
Αληθινά τώρα, διπλές ευχαριστίες, τριπλές ευχαριστείς
που σχημαστήκαμε. Μας δόθηκαν
τα στόματά μας, τα πρόσωπά μας.
Μιλάμε, ακούμε, αναρωτιόμαστε,
κινούμαστε… κάτω από τον ουρανό”.
Μπορώ να βλέπω το πρόσωπό Σου κάτω από τον ουρανό, “το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου”, λίγο είναι; Μια ερωτική ιστορία με θείο έρωτα ζωής και για την ζωή την ίδια, σχεδόν θεολογικής σημασίας.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
ph_0111201203-DillardΗ Annie Dillard έχει γράψει έντεκα βιβλία, ανάμεσά τους και τα απομνημονεύματα των γονιών της, “ An American Childhood”, το έπος των πιονιέρων των βορειοδυτικών πολιτειών “The Living”.
Και το μη μυθιστορηματικό αφηγηματικό έργο “Pilgrim at Tinker Creek”.
Κοινωνική αλλά συνάμα αναχωρήτρια, είναι μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.



Ξαναδιαβάζοντας ό,τι αγαπήσαμε.

Όταν η περιπλάνηση οδηγεί στα ίδια πάντοτε μέρη και στο αμετάκλητο της χαμένης μας νιότηςΤου Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //




Patrick Modiano, «Στο café της χαμένης νιότης». Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης. Εκδόσεις Πόλις. 2014. Αθήνα



Ο πολυβραβευμένος Πατρίκ Μοντιανό (1945-), είναι ένας Γάλλος μυθιστοριογράφος που τα κείμενά του πλημμυρίζονται από νοσταλγία, η οποία ίσως έχει τις ρίζες της στο ότι κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του κάποιες ιδιότητες οι οποίες είχαν αναπτυχθεί την ταραγμένη περίοδο του δευτέρου μεγάλου πολέμου, και  οι οποίες και του άφησαν το κατάλληλο σημάδι στην μετέπειτα  γραφή του. Στα σχετικά ολιγοσέλιδα μυθιστορήματά του, ο συγγραφέας επιστρέφει σε τακτά χρονικά διαστήματα στην ίδια εκείνη δύσκολη εποχή. Το συγκεκριμένο του μυθιστόρημα, αφορά μια ομάδα νέων οι οποίοι συχνάζουν καφέ Condé, στην περιοχή του Οντεόν στο Παρίσι, σε μια εποχή η οποία όμως δεν οριοθετείται χρονικά επακριβώς από τον συγγραφέα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα, τοποθετείται στη δεκαετία του 1950, στη γαλλική πρωτεύουσα. Κεντρικό πρόσωπο του κειμένου, είναι ένα νεαρό κορίτσι, η Λουκί, όπως είναι το ψευδώνυμό της στο βιβλίο, και η οποία αρχίζει να συχνάζει στο καφέ, μαζί με κάποιους άλλους επίσης συχνούς πελάτες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, όπως μαντεύεται,  περιστρέφονται γύρω από το χώρο της λογοτεχνίας και των τεχνών, και τους οποίους κάποιος αποκαλούσε τη ‘χαμένη νιότη’. Η Λουκί, αποφεύγει να αποκαλύψει λεπτομέρειες από την προσωπική της ζωή και τις καθημερινές της άλλες δραστηριότητες. Οι συναντήσεις όλων των θαμώνων του καφέ  πραγματοποιούνται σε περίεργες ώρες της ημέρας ή της νύχτας και φαίνεται πως αποτελεί ζήτημα  τιμής να αποφεύγουν τη δήλωση της  ταυτότητάς τους. Η παρουσία  και μόνο φαίνεται πως ήταν παραπάνω από αρκετή. Αυτοί οι περίεργοι και ταυτόχρονα ξένοιαστοι άνθρωποι παραμένουν, τουλάχιστον για μεγάλο χρονικό διάστημα, ξένοι ο ένας στον άλλο, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον αφηγητή, ο οποίος, κάποια στιγμή αργότερα, συστήνει  τον εαυτό του στον αναγνώστη ως ιδιωτικό ντετέκτιβ το καθήκον του οποίου, ή μάλλον η αποστολή καλύτερα,  είναι να διερευνήσει το μυστήριο μιας γυναίκας που εγκατέλειψε τον σύζυγό της και της οποίας η σημερινή θέση είναι σ’ αυτόν εν πολλοίς άγνωστη. Πρόκειται για τη γυναίκα του Ζαν-Πιερ Σουρό, την Ζακλίν Ντελάνκ, όπως ήταν το πατρικό της, την οποία όμως ο αναγνώστης γνωρίζει ως Λουκί.  Λίγο μετά, η αφήγηση περνάει στην ίδια τη Λουκί, η οποία ξεκινά να αποκαλύπτει κάποιες λεπτομέρειες της ζωής της πριν κάνει την εμφάνισή της  στο καφέ Condé. Είναι η κόρη μιας γυναίκας που δουλεύει στο Μουλέν Ρουζ και η οποία απουσιάζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το σπίτι, κυρίως μεταξύ 9 μ.μ. και 2 π.μ., κατά τη διάρκεια της οποίας η νεαρή Λούκι βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία να ξεπορτίσει από το σπίτι, περιπλανώμενη από καφέ σε καφέ με διάφορους περαστικούς και μοναχικούς που συναντά. Έτσι, κάποια στιγμή συνδέεται ερωτικά και ίσως συναισθηματικά με τον ένα αφηγητή, μάλλον τον ντετέκτιβ, που παρουσιάζεται με το όνομα Ρολάν Κεσλέ, όπως πληροφορούμαστε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Το βασικό σημείο αυτού του μικρού μυθιστορήματος του Μοντιανό είναι η περιπλάνηση, η περιπλανώμενη ζωή του Ρολά και της Λουκί,  που  περνούν τις ώρες, τις μέρες και τις νύχτες  διασχίζοντας γνωστούς και άγνωστους δρόμους στο Παρίσι και καταλύοντας  για μικρό φυσικά διάστημα στο ένα μικρό και φτηνό ξενοδοχείο μετά το άλλο. Ο αναγνώστης των προηγούμενων μυθιστορημάτων του Μοντιανό, βρίσκεται και πάλι στο γνώριμο έδαφος της γαλλικής πρωτεύουσας, αφού καταγράφονται με λεπτομέρεια τα ονόματα των οδών και των σταθμών του μετρό και σημειώνονται οι ώρες της ημέρας και της νύχτας με ακρίβεια στις οποίες λαμβάνουν χώρα οι πάσης φύσεως δραστηριότητες των ολίγων, ούτως ή άλλως,  πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος. Η περιπλάνηση κάποια στιγμή αποκαλύπτει εκπλήξεις. Σε έναν από τους αμέτρητους περιπάτους τους οι περιπλανώμενοι  ανακαλύπτουν ότι το Condé έχει μετατραπεί πλέον σε  μια πολυτελή μπουτίκ που εμπορεύεται τσάντες κροκοδείλου, κάτι που σηματοδοτεί μάλλον και το  τέλος της νιότης τους, στην περίπτωσή τους.

Patrick Modiano

Πρόκειται για ένα προβληματικό μυθιστόρημα που μοιράζει απλόχερα τη λύπη του για τη χαμένη γενιά, τη χαμένη νιότη. ‘Τώρα που το σκέφτομαι’, λέει ο ένας απ’ αυτούς, ‘… μου φαίνεται πως η γνωριμία μας ήταν η γνωριμία δύο ανθρώπων που δεν είχαν κανένα αγκυροβόλι στη ζωή τους. Πιστεύω ότι τόσο εκείνη όσο κι’ εγώ, ήμαστε μόνοι στον κόσμο’. Και κάπου αλλού, ‘… άραγε, είμαστε πραγματικά υπεύθυνοι για τους κομπάρσους που δεν τους έχουμε επιλέξει και τους συναντάμε στο ξεκίνημα της ζωής μας’, αναρωτιέται επίσης. Πιθανόν τελικά αυτή η κατάσταση να ήταν και ο βαθύτερος καταλύτης που επηρέασε την Λουκί, σύμφωνα με τον Ρολάν, που έψαχνε να βρει έναν τρόπο συμπεριφοράς, να φύγει όσο το δυνατόν μακρύτερα από τη γειτονιά της, να δραπετεύσει απ’ όσα την πλήγωναν, να ξεκόψει από την καθημερινή της ζωή, ν’ αναπνεύσει έναν αέρα ελευθερίας. ‘Ήταν εκείνος ο πανικός … στην προοπτική ότι οι κομπάρσοι που έχεις αφήσει πίσω σου, μπορούν να σε ξαναβρούν και να σου ζητήσουν λογαριασμό…’.
Προς το τέλος η διαπίστωση είναι σημαδιακή και πικρή, ‘…μια μέρα, εκεί θα μείνουμε. Άλλωστε, εκεί μέναμε πάντα…’!

Μελετώντας τα «Σονέτα της συμφοράς»Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //



Χάρης Βλαβιανός «Σονέτα της συμφοράς», Εκδόσεις Πατάκη, 2011

Α. ΑΛΛΑΓΗ  ΔΙΑΘΕΣΕΩΝ  ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΟΝΕΤΑ

Παρόλο που τα «Σονέτα » είναι της συμφοράς, έχουν έναν Ρυθμό που τα διασώζει μέσα σου ως Μουσική, είναι ευσύνοπτα, στοχευμένα, ερεθιστικά. Μιλήσαμε πριν για μια κατηγορία σονέτων που ονομάσαμε »οικογενειακά», προκειμένου να διευκολυνθούμε στην μελέτη μας αναφορικά με το πως το δικό του υλικό μετατρέπεται σε σύμπαν ποιητικό. Γενικά μιλώντας τώρα, τα «Σονέτα της συμφοράς» εμφορούνται από πολλές και ποικίλες διαθέσεις. Ωστόσο, ο μόνιμος πεσιμισμός του ποιητή δεν εξαφανίζεται ποτέ. Είναι πάντα εκεί να τον χαρακτηρίζει και να μας παραπέμπει σε αυτό που έχει πει αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του, ότι δηλαδή «είναι η εύθυμη πλευρά ενός θλιμμένου ανθρώπου». Πώς λοιπόν να μην μου έρθει στο μυαλό το «Σονέτο 67» που ξεκινά ως εξής: «Πλήττεις. Όλο και πιο πολύ. Όλο και συχνότερα./Διαβάζεις ό,τι τύχει και πέσει στα χέρια σου μήπως και ξεχαστείς λιγάκι:/» και τελειώνει ως εξής: «Έξυπνα τα σχόλια, ωραίες οι εικονογραφήσεις, άξιος ο καρδινάλιος Σφόρτσα/ αλλά σήμερα είναι Τρίτη,10 Αυγούστου του 2010,κι εσύ βρίσκεσαι στην Τήνο,/όχι στο Μιλάνο του Quattrocento, και η καρδιά σου είναι βαριά σαν πέτρα/και θα ‘θελες κάποιος να την πιάσει στα χέρια του και να την πετάξει/στη θάλασσα, να πάει κατευθείαν στον πάτο. Τώρα.»
Η πλήξη επανέρχεται ως μοτίβο στα έργα του. «[…]…τουλάχιστον να μην πεθάνουμε από πλήξη αναφέρει στο σονέτο 69. Επίσης, στην ενότητα «Αρχή του κόσμου» («Ο Άγγελος της Ιστορίας») υπάρχει ένα μακροσκελές ποίημα που λέγεται «Πλήξη » και το αφιερώνει στον συγγραφέα και μεταφραστή »Γιώργο ‘Ικαρο  Μπαμπασάκη”, όπως έχει αναφερθεί παραπάνω. «Πλήξη, φίλε μου./ Αφόρητη πλήξη με όλους κι όλα’/κυρίως με τον εαυτό μου», γράφει χαρακτηριστικά. Και στη συνέχεια του ποιήματος δηλώνει πως «επανέρχεται στο ζήτημα της πλήξης». Για να σημειώσει προς το τέλος: «[…]-η θλίψη είναι παντού/δεν υπάρχει αμετάβλητη οντότητα στον άνθρωπο,/αμετάβλητη πραγματικότητα στα πράγματα/[…]»
Αλλού που έχει κέφια εμφανώς… «παίζει» με τον Σαίξπηρ και τον πλουραλισμό που συναντά κανείς μέσα στα έργα του. Στο Σονέτο 37, το «θεατρικό» σονέτο, με απανωτές ερωτήσεις βομβαρδίζει τον αναγνώστη. Ερωτήσεις που αφορούν στους ήρωες έργων του βάρδου αλλά και στις δραματουργικές τους ανάγκες: «Tί ζητούσε ο αδιάκριτος Πολώνιος πίσω από τις κουρτίνες;/O Έντγκαρ νόμιζε ότι θα την έβγαζε καθαρή παριστάνοντας τον τρελό ζητιάνο;/ Όταν ο Ιάγος είπε: «Δεν είμαι αυτός που είμαι »εννοούσε ότι ήταν fucked up ;» Oπότε παρελαύνουν από το ποίημα οι εξής σαιξπηρικοί ήρωες: Πολώνιος, Έντγκαρ, Ιάγος, Φαλσταφ, Μακμπέθ, Σάυλοκ, Ντάνκαν, Ολίβια και άλλο. Η ευφυία και η ικανότητα του Σαίξπηρ να πλάθει περίφημους χαρακτήρες και να δημιουργεί ενδιαφέρουσες συνδέσεις μεταξύ τους, να δίνει σάρκα και οστά στη φαντασία γενικότερα δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν πόσο μάλλον έναν ποιητή. «Τελικά ο Βάρδος έχει γούστο. Δεν μας τα είπε καλά ο Μπεν (Τζόνσον)», έτσι κλείνει το σονέτο αυτό.
Ανάλογης διάθεσης και ύφους είναι το Σονέτο 24. Δεν αναφέρεται στο θέατρο, αλλά στη θρησκεία. Διακατέχεται ωστόσο από μια θεατρικότητα. Το δράμα παίζεται στο μνήμα. Μας έρχονται στο μυαλό οι ιστορίες από την καινή διαθήκη, καθώς και όλη η θρησκευτική  παράδοση. Μόνο που εδώ όλα αποδομούνται. Ποιός πήγε στο μνήμα του Ιησού, ποιόν είδε εκεί; Εμφανίστηκε μήπως ένας άγγελος κι αν »ναι» τί μήνυμα έφερε; Πώς αντέδρασαν οι μαθητές; Συνεχείς ερωτήσεις, πολλά διαζευκτικά ή, σατυρικό πνεύμα, όλα αυτά μας ωθούν να σκεφτούμε πως ο ποιητής μας είναι παγανιστής. Και δεν είναι μυστικό άλλωστε αφού και ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ την αθεία του.

24
Τελικά ποιός πήγε στο μνήμα;
H Mαρία μόνη της(‘Ιω 20,1),η Μαριάμ και η Μαρία (Μτ 28,1),
η Μαρία, η Ιωάννα ,η Μαρία Ιακώβου και «αι λοιπαί  συν αυταίς» (Λκ 24,10);
Και ποιόν είδε εκεί η γυναίκα ή η παρέα των γυναικών;
Έναν  άγγελο (Μτ 28,5)δύο άντρες (Λκ 24,4),κανέναν (Ιω);
[…]

Όσο για το Σονέτο 53 θα το χαρακτήριζα, νοσταλγικό. Μας μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, αυτή της εφηβείας του. Αναφορά στον μοναδικό ίσως εξαίσιο φίλο με τον οποίο σε δένουν αναμνήσεις που δεν ξεχνάς ποτέ. (Ανάβρυτα, Λιγονέρι, πειράγματα με παρατσούκλια. Ονόματα που χάθηκαν πια και πίσω δεν γυρνάνε, όπως και η εποχή’ «Λούβης/Βλάβης/Χαρίτωνας/..» ονόματα άγνωστα σε σένα πια.» Ονόματα που αντικαταστάθηκαν με τις πέντε εκείνες συλλαβές που συμπυκνώνουν το φλέγον θέμα στο τέλος του Σονέτου 75: «O Bλαβιανός Ποιός;» O Bλαβιανός που σκάβοντας μέσα στην ποίηση, σκάβει επίσης βαθιά μέσα στην ίδια του τη ζωή. Συνηθίζει να  ξεθάβει κομμάτια της και να αφυπνίζει άλλα που κοιμούνται για μεγάλο διάστημα. Κι αν κάθε σονέτο αντιστοιχεί σε ένα ερωτηματικό, ας παραμείνει έτσι. Γιατί η ποίηση υφίσταται όχι για να λύνει τα ερωτήματα, αλλά περισσότερο για να τα αφήνει αναπάντητα. Το «φλέγον θέμα» είναι παρόν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχεδόν σε όλα τα σονέτα. Το «φλέγον θέμα» συνίσταται στο ότι σταδιακά στοιχειοθετήθηκε η ταυτότητα του ποιητή, με το πέρασμα των χρόνων, και σε αλληλεπίδραση με τον άνθρωπο και όλο τον εσωτερικό κόσμο που κουβαλά, αλλά και τα περιστατικά του βίου του. «Πού ‘να ‘ξερε ο Μαρσίλιο ότι γεννήθηκες στις 18 του έκτου μήνα, θα ‘λεγε/ ότι έχεις στο τσεπάκι σου το 9 και την Τrinitas εις διπλούν. Τί fortuna κι αυτή!» (Σονέτο 25). Στις 18 Ιούνη είναι τα γενέθλια του ποιητή, στοιχείο που αβίαστα, αλλά λειτουργικά-και αυτό μας ενδιαφέρει- το εντάσσει μέσα στα ποιητικά παίγνια, τα «Σονέτα της Συμφοράς», όπως τα αποκαλεί.
Εκτός από τους εφηβικούς φίλους του Σονέτου 53, υπάρχει και ο «φίλος» του Σονέτου 34. Η λέξη «φίλος» σε εισαγωγικά επειδή: «Πώς να τον πενθήσεις εσύ που δεν υπήρξες ούτε φίλος ούτε aficionado του;/ Κι όμως κάτι σας έδενε. Το νοσηρό παιχνίδι με τις λέξεις;/ Αυτό ασφαλώς./» και παρακάτω σε παρένθεση: «(Υπήρξες κι εσύ άλλωστε ένα από τα εξέχοντα θύματά του.») Το ποίημα είναι γραμμένο από ποιητή για ποιητή. Εδώ πρόκειται για τον Ηλία Λάγιο. Επανέρχεται ο Βλαβιανός μοιραία σε θέματα ρυθμού όταν μιλά για θάνατο. Αυτό το σονέτο θυμίζει εύλογα το σονέτο 1. Αυτό το «Υπάρχει λέξη που να ριμάρει σωστά με τον θάνατό του;», ο πρώτος στίχος δηλαδή του Σονέτου 53, μας παραπέμπει στο στίχο «Κοιτάς γύρω’ τίποτε πια για σένα δεν ριμάρει» (προτελευταίος στίχος του σονέτου 1).


Χάρης Βλαβιανός


Β. Ο EΡΩΤΑΣ ΜΕΣΑ  ΣΤΑ ΣΟΝΕΤΑ /// Σύντομη θεώρηση της απαισιοδοξίας.

Δεν λείπει από τα σονέτα ο έρωτας, όμως δεν καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος τους, αλήθεια είναι. Γενικά η ματιά είναι απαισιόδοξη, ο έρως ατελής, ελαττωματικός, «λίγος», ίσως και με μικρές ή μεγάλες δόσεις απιστίας να τον στοιχειώνουν. Με αμεσότητα αφοπλιστική τον ακυρώνει, κάνοντας συχνά χρήση της ειρωνείας. Στα μάτια του υποκειμένου της γραφής χάνει το νόημά του κάποτε, αλλά αν δεν το χάσει, είναι καταδικασμένος να μείνει αιωνίως συμβατικός και αδιάφορος.

Σονέτο 30
Υπάρχει κάπου και το όνειρο, που  ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της ωραίας και πολλά υποσχόμενης Σόφι. Ένας ποιητής έχει πάντα το δικαίωμα να ονειρεύεται έναν έρωτα ή πολλούς μέσα στον υπάρχοντα χρόνο ζωής του προσπαθώντας παράλληλα να επινοήσει το επόμενο κεφάλαιο της πολυτάραχης ζωής του. Κι εδώ εμφανίζεται πεσιμιστής, εφόσον «η πραγματικότητα δεν του κάνει το χατίρι» και ο λυτρωτικός έρως βρίσκεται πολύ μακριά.
«Και η Σόφι είναι πάντοτε μια άλλη. Η ξένη που ακόμα δεν γνωρίζεις.
Η γυναίκα που θα ερωτευθείς για χάρη μιας άλλης ζωής».


Σονέτο 33

Ποια τα όρια της ζωής και ποιά της τέχνης; Τί σημαίνει να ζούμε τη ζωή σαν να ‘ναι έργο τέχνης; Και πως εμπλέκεται μέσα σε αυτό ο έρωτας; Όταν ο έρωτας είναι ατάλαντος δεν υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις, ίσως μόνο να «θολώσεις τα νερά».
«Υου are a poem, but yουr poem is not»,
είπε ο Πάουντ στην αγαπημένη του H.D. και ξεμπέρδεψε […]


Σονέτο 35
Αναφέρεται στη λαγνεία. Συναντάμε την ερμηνεία περί του τι μπορεί να σημαίνει η εμμονή σε αυτήν: «πνευματική οκνηρία», άραγε ή «είδος παλιμπαιδισμού»; Λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και η άποψη του Τσέστερφιλντ: «Στο σεξ η ηδονή είναι στιγμιαία, η στάση γελοία /και το κόστος δυσανάλογο του αποτελέσματος». Ενώ  οι στεγνές και δυσκοίλιες θεωρίες (όπως του Καντ και  του Σπινόζα) μπορεί να αποβούν καταστροφικές σε ό, τι μπορεί η λαγνεία να προσφέρει. Και σε αυτή την φάση της ζωής του, τον πρώτο λόγο έχει αυτή η ασυγκράτητη τάση προς τη λαγνεία, είναι τουλάχιστον  πιο γνήσια από τις κατηγορηματικές προσταγές σε φοιτητές. Διαβάζω: «-Πώς το ‘πε ο Αυγουστίνος; »Θεέ μου, δώσ’ μου εγκράτεια μα όχι ακόμη».

Σονέτο 36
Γειώνει τον έρωτα.Ένα αποφασιστικό adieu έρχεται σίγουρα σε αντίθεση με τις μεγάλες προσδοκίες που συνεπάγονται «αβυσσαλέα πάθη» και «ζοφερά σκοτάδια». Ένα τέτοιο αdieu είναι ψυχρό και αποστασιοποιημένο όπως όταν γράφεις ένα ποίημα αληθινό έχοντας την σωστή θερμοκρασία. Αληθινή ποίηση σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή που σε κάνει να έχεις τα μάτια διαρκώς υγρά ή να κρατάς χαρτομάντηλα όταν γράφεις. Και σε άλλα ποιήματά του επανέρχεται αυτό το στοιχείο ποιητικής που έχει να κάνει με την αλήθεια ενός ποιήματος. Ένα ποίημα συνώνυμο του μελό δεν μπορεί ούτε και πρέπει να μας πείθει για την γνησιότητά του. Όσο πιο βυθισμένο στην άκρατη αισθηματολογία είναι, τόσο λιγότερο αυθεντικό φαντάζει.

Σονέτο 45
Μια κατεστραμμένη σχέση, μια συμβατική ζωή, η Πλήξη δοσμένη με άλλο τρόπο… Η πλήξη από την οποία συχνά ο ποιητής υποφέρει… απλά είναι φορές που μιλά ειρωνικά και για την ίδια την πλήξη εμποτισμένη στην ουσία και με ουκ ολίγη θλίψη. Λάθος το λάθος οδηγείται κανείς σε μια κενή ζωή… σε μια ζωή που δεν του ανήκει. «Πήραμε τη ζωή μας λάθος» που θα έλεγε και ο Σεφέρης.

Σονέτο 46
Πληκτική και η ζωή με διανοούμενη στο σονέτο αυτό, πάλι ο έρωτας ακυρώνεται και πάλι η σιωπή μοιάζει να είναι ο μόνος δρόμος προς τη γαλήνη. Είναι το υποκείμενο του ποιήματος πολλές φορές που κατέχεται από το αίσθημα του ανικανοποίητου, σαν τίποτα να μην είναι αρκετό να καλύψει ένα κενό. Η σύντροφος που έχει ελλείψεις ή δεν μπορεί να κρατήσει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του ανθρώπου, του άντρα, του εραστή: «Αν τολμήσεις να εκστομίσεις τη λέξη pensee,/ αυτή θα φέρει αμέσως την κουβέντα στον Πασκάλ/και θα επαναλάβει τη γνωστή ατάκα του Νίτσε,/περί του Βαrbarischer Gott που καταδίκασε ένα τέτοιο μυαλό κ.λ.π. κ.λ.π./
Καθετί που λες συνοδεύεται από δικό της σχόλιο,
που είναι βέβαια… («ποιά λέξη ψάχνεις;») ανυψωμένο.
Έμπλεξες πάλι με διανοούμενη (Μάο, Μάλερ, Μαλρώ)
[…]»

Σονέτο 49
Απογοητευτική εικόνα για τον έρωτα και εδώ. Εικόνα παρακμής, διάχυτη ειρωνεία, υπονοούμενα που ανατρέπουν, συγκρατημένη θλίψη. Η Φύση ρυθμίζει και επιφέρει ισορροπίες, η Φύση έχει μια αναμφισβήτητη σοφία.
Πάντα παρόν το στοχαστικό στοιχείο σε αυτό το είδος της ποίησης που δεν κατατάσσεται ακριβώς σε κανένα ρεύμα, αλλά εισηγείται νέους τρόπους για τα πράγματα : «Στο παιχνίδια αυτό κερδίζεις μόνο αν χάσεις. (Η Φύση ξέρει.)» Και συνεχίζει: «Άσε λοιπόν τον εραστή της γυναίκας σου (μήπως είναι γυναίκα;) /να γελάει ειρωνικά. Δεν κατάλαβες τίποτε απ’ όσα είπα; /Δεν πειράζει Σημασία έχει ότι κατάλαβα εγώ./»


Σονέτο 64
Ο έρωτας με «Γερμανίδα» έχει τα πλεονεκτήματά του: «Σου διαβάζει Τσέλαν στο πρωτότυπο και διορθώνει τα λάθη της μετάφρασης!» Αλλά μετά το ποίημα παίρνει άλλη τροπή. Παιχνίδι με τις λέξεις «πιστός» (σε τι;) -«αποστασία» (από τι; ). Στίχοι κλειδιά:
«Εσύ αποστάτησες από την κοινότητα των στιχοπλόκων/ για να παραμείνεις πιστός στην ποίηση.(Και κείνη πήρε την εκδίκησή της)»

Σονέτο 70
δώ είναι που σκέφτεται με δίστιχες στροφές (κουπλέ) (7 τον αριθμό) και μπλέκει σοφά war με αmor- επειδη ίδια είναι. Επανέρχεται το θέμα της λαγνείας δοσμένο εδώ διαφορετικά, με άλλο ύφος και άλλο ρυθμό. Πιο ανάλαφρα, πιο χαριτωμένα, πιο παιχνιδιάρικα. «Το σώμα που ποθεί γι’ “amor» ταιριάζει γάντι με «τα φιλήδονα κρεβάτια». Και η απιστία αθωώνεται ωραία επειδή ο ερωτικός αντίζηλος έχει «γουρλωμένα μάτια».
[…]Λίγο amor κι άσε με στα πόδια σου να πέσω.
Μ’ αλυσίδες επίχρυσες δεν θέλω να σε δέσω.

Πες ναι! Στα δικά μου έλα τα φιλήδονα κρεβάτια.
Παράτα τον αυτόν! Έχει και γουρλωμένα μάτια! […]

Σονέτο 73
Συνδέεται και αυτό το  σονέτο με τη λαγνεία. Η εποχή του ρομαντισμού έχει φύγει ανεπιστρεπτί, άλλες οι θεωρήσεις άλλες οι ανάγκες. Η γυναίκα που ακόμα ελπίζει σε ένα ρομάντζο. Ο άντρας που το απορρίπτει. Διαφορά φάσης και οπτικής. Εκείνος είναι που δίνει το στίγμα της μεταξύ τους κατάστασης. Βασικά είναι η σκέψη του και η ερμηνεία για τα πράγματα.
[…] Εσύ όμως έχεις πάψει από καιρό να διαβάζεις Ώστεν,
να καλπάζεις σε ανθισμένα λιβάδια την ώρα που ο ήλιος σβήνει.
Στέγνωσε η καρδιά σου. Τίποτα πια δεν σε συγκινεί.
Μόνο τους ψιθύρους του σώματος ακούς. Για πόσο ακόμη;»

Γενικά ο έρωτας γειώνεται στα σονέτα, θα λέγαμε μεταφορικά. Τον αποδομεί με τρόπους παράδοξους, αλλά και σαρκαστικούς και κωμικούς συνάμα. Ο ρομαντισμός υποδεικνύεται ως ξεπερασμένος και η αγάπη στη συνείδησή του μια έννοια παρωχημένη. Έχει πάψει ίσως να την πιστεύει ή τελικά ούτε κι αυτή δεν είναι αρκετή σε ένα πνεύμα σαν κι αυτό που πάντα θα ερευνά την ισχύ των δεδομένων, πάντα θα αναρωτιέται και θα προσφέρει ένα βλέμμα λοξό που όμως είναι κοντά στην ουσία των  πραγμάτων.
Μια κάπως αισιόδοξη ανάσα αποτελούν οι τελευταίοι στίχοι του σονέτου 21. Ο έρωτας σώζει εν τέλει ή παρηγορεί έστω: «Εσύ όμως βολεύτηκες στην αγκαλιά μιας ωραίας γυναίκας./Μυρίζεις το απαλό της δέρμα και κάθε τόσο ψιθυρίζεις στο αυτί της:/«the  egotistical  sublime».-Ti; Ποιος; -Kητς. Κητς, dear.»
Και εδώ «εγγράφεται» ο ίδιος κατά τον προσφιλή του τρόπο εργασίας. Εγγράφεται μέσα στα ίδια τα ποιήματα άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο διακριτικά και αποτελεί αυτή η εγγραφή μέρος του προσωπικού  του τρόπου διαχείρισης των ποιητικών θεμάτων. Στήνει γενικά την ποιητική του μυθολογία, λιθαράκι λιθαράκι, μια ποιητική γλώσσα, μια ιδιόλεκτο που τον κάνει να ξεχωρίζει. Δε διστάζει να χτίσει ένα ιδιωτικό σύμπαν, αναπλάθοντας το πεζό πραγματικό παίρνοντας και υλικό από την καθημερινή γλωσσική δεξαμενή με στόχο από κάτι μη ποιητικό να φτάσει σε κάτι ποιητικό. Από κάτι μη ποιητικό, καθόλου εξωραϊσμένο -να δημιουργήσει ένα ποιητικό γεγονός, έστω και σύντομο. Ή ένα «happening» όπως γράφει κι ο ίδιος στο Σονέτο 33.
[…] Ωραία το ‘πε ο μορφονιός στο τραπέζι και τα κορίτσια όλα ανατρίχιασαν
»Να ζούμε τη ζωή σαν να ‘ναι έργο τέχνης». Σώπα!
Μόνο που αν τα έργα είναι ένα happening (όπως τα δικά σου),
τότε η ζωή σβήνει σαν πυροτέχνημα προτού καλά καλά προλάβεις να το δεις.
Επομένως για ποιά ζωή μιλάμε; Γι’ αυτήν που διαρκεί όσο ένας βλεφαρισμός