Γράφει η
Βιβή Φατούρου Ψυχολόγος.
Αν δεν αισθάνεστε έκπληξη ή αποτροπιασμό στην ιδέα ενός ανθρώπου, που
σκέφτεται στα σοβαρά να αυτοκτονήσει επειδή το τηλεφώνημα που περιμένει
δεν έρχεται, τότε, είτε
έχετε υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού, είτε μπορείτε να μπείτε στη θέση κάποιου που σχετίζεται με αυτό τον τρόπο.
Με εξαίρεση τους τυχερούς που
μεγάλωσαν με ασφάλεια και τα πηγαίνουν μια χαρά στις σχέσεις τους
(ασφαλές στυλ δεσμού), όσοι έχουν μεγαλώσει μέσα στην ανασφάλεια, έχουν
υιοθετήσει κάποιους παράξενους ή ανορθόδοξους τρόπους να σχετίζονται με
τους άλλους.
Κάποιοι αποφεύγουν τις σχέσεις
(απορριπτικό στυλ δεσμού), κάποιοι φοβούνται τις σχέσεις (φοβικό στυλ
δεσμού) και κάποιοι άλλοι, που σκέφτονται να βλάψουν τον εαυτό τους
επειδή εκείνος που αγαπούν δεν παίρνει τηλέφωνο, είναι άνθρωποι που ζουν
και αναπνέουν για τις σχέσεις (υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού).
Έχω κόλλημα με τις σχέσεις
Μιλάμε για πλήρη απορρόφηση στην ερωτική ζωή.
Ο υπερεμπλεκόμενος τύπος ξοδεύει πολλή ενέργεια σκεπτόμενος τη σχέση
του ή, αν δεν έχει σχέση, περνάει πολύ χρόνο νιώθοντας μόνος και
επιθυμώντας διακαώς να προσκολληθεί σε κάποιον.
Βιώνει τον έρωτα με έναν τρόπο εμμονικό – με υπερβολική εμπλοκή, μεγάλη επιθυμία ανταπόκρισης και ανεξέλεγκτη κτητικότητα.
Ο ακραίος συναισθηματισμός του φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση,
για παράδειγμα, όταν κλαίει δημοσίως ή όταν αλλάζει ριζικά διάθεση μέσα
σε μια στιγμή.
Όταν γνωρίζει κάποιον, με το καλημέρα σχεδόν, αισθάνεται έτοιμος να
δεσμευτεί. Εστιάζει στα κοινά στοιχεία παραβλέποντας πιθανές
ασυμβατότητες και στη βιασύνη του να υπογράψει το συμβόλαιο, αποδέχεται
εν λευκώ όλους τους όρους, ξεχνώντας να θέσει τους δικούς του.
Η σχέση γίνεται το κέντρο του κόσμου και όλα τα υπόλοιπα παύουν να έχουν σημασία.
Η ανάγκη για συνεχή αλληλεπίδραση με τον άλλο (επαφές,
τηλεφωνήματα, μηνύματα, email, σήματα καπνού) είναι τόσο επιτακτική που η
έλλειψή της τον κατακλύζει με άγχος.
Όταν δεν είναι μαζί, μετρά τα λεπτά μέχρι την επόμενη συνάντηση,
ενώ φροντίζει να υπάρχει πάντα κάτι προγραμματισμένο, γιατί δεν αντέχει
να μην ξέρει πότε θα ξαναδεί τον άλλο.
Μειώνοντας την απόσταση
καταφέρνει κάπως να κατευνάσει την αγωνία του, αλλά η δίψα του για
οικειότητα είναι τόσο μεγάλη, που μοιάζει να μην ικανοποιείται ποτέ. Η
παραμικρή κίνηση αυτονομίας τον απελπίζει και τον γυρίζει στο μηδέν.
Χρειάζομαι αποδείξεις αγάπης
Ποτέ δεν καταφέρνει να αισθανθεί ότι κάποιος τον αγαπά αληθινά.
Δεν μπορεί να το χωρέσει στο μυαλό του, και στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του.
Αντίθετα, αισθάνεται ότι ο σύντροφός του δίνει μικρότερη αξία στη
σχέση από ό,τι ο ίδιος και ανησυχεί ότι ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο
θέλει να προχωρήσουν τα πράγματα, θα τρομάξει και θα διώξει τον άλλο.
Ο μεγαλύτερος φόβος του είναι ότι θα τον εγκαταλείψουν, γι’ αυτό ψάχνει με τις υπερευαίσθητες κεραίες του να εντοπίσει κάθε σημάδι δισταγμού ή απομάκρυνσης.
Μια μικρή αργοπορία σημαίνει ότι ο άλλος έφυγε για πάντα ή ότι
βρήκε κάποιον άλλο. Μια μικρή αστοχία, για παράδειγμα ο άλλος δεν
τηλεφώνησε όταν είπε ότι θα τηλεφωνήσει, ερμηνεύεται ως κοροϊδία και
έλλειψη αγάπης.
Κάθε συμπεριφορά, οσοδήποτε
ασήμαντη ή άσχετη, είναι εν δυνάμει απειλητική για τη σχέση. Ακόμα και
χωρίς στοιχεία, ο«υπερεμπλεκόμενος» τα παίρνει όλα προσωπικά και φέρνει
την καταστροφή.
Αν τον βάλεις να διαλέξει ανάμεσα στα πιθανά σενάρια, με κλειστά τα μάτια θα διαλέξει το χειρότερο.
Το πρόβλημα πίσω από όλα αυτά είναι ότι έχει πολύ κακή εικόνα για τον εαυτό του και πολύ καλή εικόνα για τους άλλους.
Για να νιώσει καλά, αναζητά απεγνωσμένα
την αποδοχή τους, χωρίς όμως να τρέφει ελπίδες ότι θα την πάρει, γιατί
πιστεύει ότι εκείνοι, ως καλύτεροι του, θα καταλάβουν πόσο ανάξιος είναι
και θα τον απορρίψουν.
Με απλά λόγια, βρίσκεται στο έλεός τους.
Η αγάπη τους σημαίνει ότι εκείνος αξίζει κάτι, γι’ αυτό κρεμιέται πάνω τους με τόση μανία και απόγνωση.
Γι’ αυτό τους ανεβάζει σε βάθρο, υποτιμώντας τον εαυτό του και
τρέμοντας στην ιδέα ότι εκείνοι δεν θα ανταποκριθούν. Επειδή η αξία του
εξαρτάται από εκείνους.
Κάνω τα πάντα για να αποτρέψω το τέλος
Πολύ συχνά, θυμίζει κακομαθημένο μωρό.
Ζητά επίμονα διαβεβαιώσεις ότι ο άλλος τον αγαπά κι ότι η σχέση δεν κινδυνεύει και μόλις τις πάρει ηρεμεί και είναι χαρούμενος.
Αν όμως δεν τις πάρει, αντιδρά με δυσφορία, οργή ή απέραντη θλίψη και μεταχειρίζεται κάθε μέσο προκειμένου να τις αποσπάσει, έστω με το ζόρι.
Στην ουσία εξασκεί το ταλέντο που ανέπτυξε μικρός: να βρίσκει χίλιους
δυο ευφάνταστους τρόπους προκειμένου να αποσπάσει προσοχή από ανθρώπους
που δεν την προσφέρουν απλόχερα.
Μπροστά στο σκοπό λοιπόν, που
είναι η απόσπαση της προσοχής του άλλου (ακόμα και της αρνητικής), όλα
τα μέσα είναι άγια: απόπειρες αποπλάνησης, πρόκληση ενοχών, κατηγορίες,
εκβιασμοί και απειλές.
Κατά τη γνώμη του, αυτή η συμπεριφορά είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Επειδή βάζει τη σχέση ως πρώτη προτεραιότητα και φέρεται ως
αφοσιωμένος σύντροφος, θεωρεί ότι του οφείλεται το ίδιο επίπεδο
αφοσίωσης.
Ξεχνάει ότι απαιτεί ανταπόκριση επιπέδου μακροχρόνιας σχέσης από
έναν άνθρωπο που γνωρίζει μόλις μερικές εβδομάδες ή λίγους μήνες.
Σχεδόν πάντοτε εμφανίζεται διαφορά φάσης, επειδή ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς του.
Εκείνος απορεί που οι άλλοι δεν έχουν τη δική του ετοιμότητα. Δεν
μπορεί να καταλάβει πώς του βάζουν όρια, τη στιγμή που ο ίδιος, όχι απλά
δεν χρειάζεται όρια, αλλά το όνειρό του είναι η συγχώνευση.
Θυμώνοντας με την έλλειψη συντονισμού, αρχίζει να κρατάει σκορ, με
την ελπίδα να ισοφαρίσει, για παράδειγμα, λέγοντας ότι είναι
απασχολημένος ενώ δεν είναι, καθυστερώντας επίτηδες να απαντήσει στα
μηνύματα και περιμένοντας ο άλλος να κάνει την πρώτη κίνηση έπειτα από
ένα τσακωμό.
Αν με τα καμώματά του η σχέση διαλυθεί, νιώθει τόσο πιεστική την ανάγκη για αποκατάσταση της σύνδεσης, που είναι αδύνατον να μείνει με σταυρωμένα χέρια.
Καταρχάς βάζει κάτω όλα τα στοιχεία και τα αναλύει διεξοδικά.
Φέρνει στο μυαλό του την τελευταία ή τις τελευταίες συναντήσεις, τα
μηνύματα και τα λόγια που αντηλλάγησαν και προσπαθεί να εντοπίσει το
ακριβές σημείο όπου τα πράγματα πήραν το στραβό το δρόμο.
Οπλισμένος με αυτή τη γνώση, αναζητά συμβουλές από φίλους ή ψάχνει στο Internet με τη φράση-κλειδί «με άφησε, τι να κάνω;» και δοκιμάζει κάθε πιθανή στρατηγική χειρισμού επανασύνδεσης:
Να στείλω γράμμα λέγοντας ότι τον αγαπάω και ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία;
Να παραστήσω τον αδιάφορο, ώστε να νομίσει ότι τον ξεπέρασα;
Να βάλω κάποιον τρίτο να του μιλήσει;
Να βγω με κάποιον άλλο για να τον κάνω να ζηλέψει;
Να κόψω κάθε επικοινωνία ώστε να ανησυχήσει ότι με έχασε για πάντα;
Να βάλω φωτιά στο αυτοκίνητό του;
Εντάξει, το τελευταίο είναι τραβηγμένο, αλλά ένα μικρό ποσοστό «υπερεμπλεκόμενων», μάλλον θα το σκεφτεί και ένα ακόμα μικρότερο θα το κάνει κιόλας…
Στο τέλος όλοι με εγκαταλείπουν
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντέχουν τη συμπεριφορά του και, αργά ή γρήγορα, τον εγκαταλείπουν.
Είναι η στιγμή βέβαια, που οι χειρότεροι φόβοι του επαληθεύονται στο ακέραιο.
Από τη μία το παίρνει όλο επάνω του και κατηγορεί τον εαυτό του κι από την άλλη κατηγορεί συλλήβδην το άλλο ή το ίδιο (αναλόγως) φύλο, για αναισθησία.
Δεν συνειδητοποιεί ότι οι ελεγκτικές τάσεις του τρομάζουν και
απωθούν τους ανθρώπους. Αναρωτιέται γιατί όλοι φεύγουν από κοντά του,
χωρίς να εξετάσει αν έχουν λόγο να μείνουν.
Είναι τόσο εγωκεντρικός, που δεν βλέπει τίποτα πέρα από τον εαυτό του.
Αν νιώσει απειλή, αντιδρά σπασμωδικά
σε αυτό που νιώθει κι όποιον πάρει ο χάρος. Δεν έχει την αυτοσυγκράτηση
και υπομονή να εξετάσει τα δεδομένα πριν ενεργήσει. Ούτε λαμβάνει υπόψη
του πού βρίσκεται το μυαλό του άλλου ή ποια είναι η συναισθηματική του
κατάσταση - λειτουργεί αποκλειστικά με βάση το δικό του πλαίσιο
αναφοράς.
Λέει ότι αγαπάει, αλλά συχνά αυτό που νιώθει είναι συναισθηματική πείνα, όχι γνήσιο ενδιαφέρον.
Αυτό που ζητά δεν είναι μια αληθινή σχέση με έναν αληθινό άνθρωπο, είναι μια σανίδα σωτηρίας.
Ναι, οι άλλοι τρέπονται σε φυγή.
Όχι πάντα επειδή δεν αγαπούν, αλλά συχνά επειδή κουράζονται να τους
αμφισβητούν και να μην εκτιμούν τα λίγα ή πολλά που προσφέρουν.
Χώρια που κάποιοι νιώθουν εξαπατημένοι.
Ο «υπερεμπλεκόμενος», ακολουθώντας τους «5, 10 ή 20 τρόπους να τον κάνετε να σας ερωτευτεί» παρουσιάζει τον εαυτό του με παραπλανητικό τρόπο.
Όταν επιτέλους εμφανίζεται ο πραγματικός του εαυτός, οι άλλοι
μένουν να αναρωτιούνται πού πήγε ο ήρεμος και γεμάτος αυτοπεποίθηση
άνθρωπος, που γνώρισαν στην αρχή.
Η ακόμα μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι, παριστάνοντας τον άνετο ο
«υπερεμπλεκόμενος», θέλοντας και μη, γίνεται πόλος έλξης για τον πιο
επικίνδυνο «εχθρό» του: τον γοητευτικό αλλά απόμακρο «απορριπτικό».
ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΘΕΛΕΙ;
Η συνάντηση εκείνου που αποφεύγει την οικειότητα («απορριπτικός»)
με εκείνον που λαχταρά την οικειότητα («υπερεμπλεκόμενος»), θυμίζει
ηλεκτρική εκκένωση.
Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που τα αντίθετα όντως έλκονται. Πολύ.
Ο «απορριπτικός» το ξέρει το
παιχνίδι. Δείχνει στον «υπερεμπλεκόμενο» λίγη προσοχή, ίσα για να τον
ιντριγκάρει και μετά, συνεπής στη «φύση» του, αρνείται να παίξει μπάλα.
Ο «υπερεμπλεκόμενος», διψασμένος καθώς είναι για προσοχή, τσιμπάει
ευχαρίστως το δόλωμα και, ελλείψει συμπαίκτη, παίζει μπάλα μόνος του.
Μοιάζει παράλογη επιλογή αλλά δεν είναι.
Όπως όλοι διαλέγουμε για σύντροφο εκείνον που πιστεύουμε ότι μας
αξίζει, έτσι και ο «υπερεμπλεκόμενος», πιστεύοντας ότι δεν αξίζει και
πολλά, διαλέγει τον «απορριπτικό», για να του επιβεβαιώσει ακριβώς αυτή
την εικόνα.
Έχετε δει παίκτη να τραβάει με μανία το μοχλό στα φρουτάκια;
Είναι ακριβώς η ίδια εξάρτηση που προκαλεί η μία-ζέστη-μία-κρύο συμπεριφορά του «απορριπτικού» στον «υπερεμπλεκόμενο».
Το μηχάνημα κάποια στιγμή δίνει λεφτά και ο «απορριπτικός» κάποια στιγμή ενδίδει.
Οι εθισμένοι (παίκτης και «υπερεμπλεκόμενος») συνεχίζουν να
προσπαθούν μανιωδώς, γιατί ξέρουν ότι αν δεν κάτσει με την πρώτη, πού θα
πάει, στη δέκατη ή στην εκατοστή, θα κάτσει.
Ο «υπερεμπλεκόμενος» έχει ζήσει πολλές φορές αυτό το σενάριο κι είναι μαθημένος στις απογοητεύσεις.
Ξέρει ότι πρέπει να περιμένει για να πάρει την ανταμοιβή του. Η
λαχτάρα να αποκτήσει κάτι, έχει φτάσει να είναι περισσότερο απολαυστική
κι από την ίδια την κατάκτηση.
Τι κι αν ο «απορριπτικός» προκειμένου να αποφύγει την οικειότητα τον χτυπάει εκεί που πονάει, κατηγορώντας τον ότι τον πιέζει με τη συμπεριφορά του;
Ο «υπερεμπλεκόμενος» δεν έχει κανένα λόγο να πάψει να τον κυνηγάει,
γιατί μαζί του βρίσκεται στο στοιχείο του: η ζωή έχει ταλαιπωρία μεν,
αλλά κυλάει κανονικά, στους «ασφαλείς» και «βολικούς» ρυθμούς της.
Κι επίσης, μπορεί να κοιμάται ήσυχος ότι όλα τα αρνητικά που πιστεύει για τον εαυτό του είναι, τελικά, αλήθεια.
ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΝΑ ΘΕΛΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΜΕ ΘΕΛΕΙ;
Αν αποφάσιζε να δώσει μία ευκαιρία σε εκείνον τον διαθέσιμο αλλά
«βαρετό» τύπο που σνομπάρει, ο «υπερεμπλεκόμενος» θα μπορούσε ίσως να
«ανέβει» επίπεδο.
Αν καταλάβαινε ότι, η μανία του να καλύψει το κενό που δημιουργεί η
απόσταση του «απορριπτικού», δεν είναι ένδειξη αληθινής αγάπης, αλλά η
ανασφάλειά του εν δράσει, θα μπορούσε ίσως να δοκιμάσει νέους τρόπους.
Ο «βαρετός» αλλά «ασφαλής» τύπος μπορεί να μην προκαλεί σπίθες, αλλά είναι ο μόνος που μπορεί να πει
«μείνε», όταν ο «υπερεμπλεκόμενος» μέσα στον πανικό του απειλεί ψέματα ότι θα φύγει.
Είναι ο μόνος που έχει τη σιγουριά και ίσως την υπομονή, να μη μασήσει με τα παιχνίδια του.
Γιατί φυσικά, ο «υπερεμπλεκόμενος», πιστός στο πρόγραμμά του, θα
προσπαθήσει με μεγάλη επιμέλεια και, συχνά, με επιτυχία, να κάνει τον
«ασφαλή» τύπο να πάρει απόσταση, δηλαδή να φερθεί ως «απορριπτικός»!
Πάντως για να το κάνω ακόμα πιο δύσκολο, όλα αυτά, αν συμβούν, θα συμβούν κόντρα στις πιθανότητες.
Εκεί έξω, στην «αγορά», το ποσοστό των «απορριπτικών» είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των «ασφαλών».
Οι «ασφαλείς» κάνουν σχέσεις μεταξύ τους και βγαίνουν γρήγορα εκτός
«αγοράς», ενώ οι «απορριπτικοί», με κάποια διαλλείματα «αποτυχημένων»
σχέσεων, τον περισσότερο καιρό είναι μόνοι.
Με άλλα λόγια, αφού μιλάμε με
τους σκληρούς όρους της αγοράς, τα καλά κομμάτια φεύγουν πρώτα, ενώ τα
σκάρτα ή ελαττωματικά μένουν απούλητα ή επιστρέφονται.
ΤΕΛΙΚΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΩ ΝΑ ΑΓΑΠΑΩ ΛΙΓΟΤΕΡΟ;
Νομίζω ότι αυτό που «πρέπει» να κάνει ο «υπερεμπλεκόμενος», είναι να
μάθει να αγαπάει περισσότερο τον εαυτό του και λιγότερο τους άλλους. Για
αρχή τουλάχιστον, μέχρι να βρει μια ισορροπία.
Κι ακόμα, θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο το νόημα της ζωής να
βρίσκεται και κάπου αλλού, εκτός από τις προσωπικές σχέσεις.
Αν, τώρα, σχετιζόμαστε με έναν τέτοιο τύπο
και νιώθουμε να ασφυκτιούμε μαζί του, καλό θα ήταν να ξεκαθαρίσουμε
μέσα μας το λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε σ’ αυτή τη σχέση. Αν μένουμε
και συντηρούμε την εξάρτησή του επειδή έχουμε ανάγκη την ανασφάλειά του
για να νιώσουμε ασφαλείς, θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τι σημαίνει αυτό
για εμάς.
Το θέμα είναι ότι, είτε
είμαστε «υπερεμπλεκόμενοι», είτε όχι, είναι λογικό να έχουμε ανάγκες και
δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε γι’ αυτές. Όσο κι αν κάποιοι για τους
δικούς τους λόγους προτιμούν να πιστεύουμε το αντίθετο, δεν είναι
παράλογο να χρειαζόμαστε οικειότητα και ασφάλεια.
Να θυμάστε:
Αν κάποιος σας κατηγορήσει ότι τον πιέζετε με τις υπερβολικές
αντιδράσεις και απαιτήσεις σας, πριν πέσετε στην παγίδα να τα βάλετε με
τον εαυτό σας και το υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού σας, βεβαιωθείτε πρώτα
ότι δεν είναι κόλπο…